Είδα τη φωτογραφία σε ανάρτηση του Γιαννιώτη φωτογράφου Μιχάλη
Βάκαρου. Το θέαμα, οπτική μέθεξη. Ενας δρόμος στεφανωμένος με ολάνθιστες
κουτσουπιές. Το δέντρο στην καλή του ώρα. Ο περαστικός που διαβαίνει τον δρόμο
έχει την αίσθηση ότι αναβλύζει μέσα από την εικόνα «ανάκουστος κιλαϊδισμός».
Διογκώνει τα μάτια του, να χωρέσει όλη την ομορφιά της άνοιξης. Και τότε «η
φύσις όλη του γελά και γένεται δική του» (Σολωμός, Πόρφυρας).
Ευτυχώς
οι κουτσουπιές ξανάρχισαν τη δουλειά τους. Ενα βαθύ κλάδεμα στέρησε τον δρόμο,
για κάποια χρόνια, από τη λιποθυσμένη ομορφιά του, υπενθυμίζει ο φωτογράφος. Φροντίζω
να περπατώ τον δρόμο κάθε άνοιξη. Συνειρμικά συνέδεσα την πένθιμη εικόνα των
δέντρων με τα λόγια του Αργύρη Χιόνη. «Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα
μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο,
θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν».
Είχα
την αίσθηση πως οι κουτσουπιές αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν για την ύβρι που
διαπράττεται στον συγκεκριμένο δρόμο. Οδός Δόμπολη, στην πόλη των Ιωαννίνων -
παλαιότερα, σχεδόν περιφερειακή οδός. Εκεί που βρήκε απάγκιο το Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967. Το ίδρυμα που έγινε πνευματική
κουτσουπιά, η οποία άνθιζε όλο τον χρόνο. Και νοστίμιζε η πόλη. Και ένιωσε στο
κορμί της τη ζωντάνια των «ασεβών» νέων. Που αμφισβήτησαν την εσωστρέφεια της
πόλης. Που δεν συμβιβάστηκαν με τη δικτατορία του 1967, την τυραννία του νου,
της ψυχής και του σώματος.
Εκεί,
δίπλα στις κουτσουπιές, στέκει άψυχο το κουφάρι του κτιρίου που βούιζε όλο τον
χρόνο. Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Δάκαρη, του Λουκάτου, του Κακριδή, του
Παπαθωμόπουλου, του Καψωμένου, όλων εκείνων των δασκάλων που έγιναν κουτσουπιές
του δημοκρατικού ήθους. Το κουφάρι του παλιού Πανεπιστημίου θλίβει. Το κτίριο
αφέθηκε στη λήθη. Και μαζί μ’ αυτό, εξασθενίζουν οι φωνές των φοιτητών και
φοιτητριών. Η ιστορία ενός ιδρύματος που έγινε φακός στα σκοτάδια της εποχής.
Οι
κουτσουπιές επέστρεψαν, προσφέροντας τη δύναμη της ομορφιάς τους στην οδό
Δόμπολη. Μάλλον, άκουσαν τα δέντρα πως κάτι πάει ν’ αλλάξει. Οι πτυχιούχοι του
Πανεπιστημίου ζητάνε πίσω τη μνήμη τους. Το Τμήμα Ιστορίας, οι σημερινοί
πανεπιστημιακοί γίνονται η φωνή της τοπικής ιστορίας. Πενήντα χρόνια μετά την
τελευταία δίκη των «27» στο στρατοδικείο Ιωαννίνων, γίνεται ημερίδα ενάντια στη
λήθη. Σχεδόν πενήντα επτά χρόνια από την πρώτη δίκη των φοιτητών του
Πανεπιστημίου, η ιστορία του θα δρασκελίσει το κατώφλι της λήθης: Πόπη
Βουτσινά, Νίκος Ράπτης, Λαοκράτης Βάσης, Λάκης Παπαϊωάννου και άλλοι πολλοί/ές.
«Aπομεινάρι
θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου». Θυμάμαι τον Σολωμό, καθώς στέκομαι στην παλιά
κεντρική είσοδο. Μέσα, ερημιά και θλίψη. Εξω, οι κουτσουπιές μεθάνε τις
ελπίδες.
Nύχτα
γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!