Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Χρυσό μου, my bonus, EFSYN, 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2024

 

Χρυσό μου, my bonus

 ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ

               Print

Ηταν μια φορά κι έναν καιρό οι ΔΕΚΟ. Ηγουν, Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί. Δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν τους πολίτες. Είν’ αλήθεια πως οι πολιτευτές και η εγγενής πελατειακή λειτουργία της πολιτικής στη χώρα φόρτωσαν πολλά σουσούμια σ’ αυτές τις επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΙΚΑ, Ολυμπιακή κ.λπ.), σε σημείο που εξελίχθηκαν σε γρανάζι ενοχλητικό για την αντιμετώπιση αρκετών ζητημάτων.

Τα χρόνια πέρασαν, είχαμε την επέλαση του νέου θεού στην οικονομία και την κοινωνία. Η ιδιωτικοποίηση έγινε ο μητροπολιτικός ναός μας. Παντού. Κι έτσι αυτές οι επιχειρήσεις, μαζί με τις τράπεζες, σταδιακά απέκτησαν τη μορφή του εφιάλτη για τους πολίτες. Αυξήσεις επί αυξήσεων, στο όνομα του εξορθολογισμού και της εξυγίανσης.

Ο νέος θεός αντιμετώπισε τους πολίτες ως υποζύγια. Κι άρχισε να φορτώνει στις πλάτες τους ό,τι σκεφτόταν. Δάνεια ανεπίστροφα και αναθέσεις σε όσους είναι μέλη αυτής της οικονομικής αίρεσης. Οι πολίτες θυμίζουν τους συμπαθείς ημιόνους στους τουριστικούς προορισμούς. Που ανέχονται αδιαμαρτύρητα το αβάσταχτο βάρος. Η κούραση δεν τους αφήνει να αντιδράσουν. Ξέχασαν να κλοτσάνε. Αποδέχτηκαν αυτό που τους έβαλαν στον νου τα αφεντικά, οι πλεονέκτες άνθρωποι. Που ξέχασαν τα όρια και την ανάγκη της έγνοιας για όλους.

Η νέα οικονομική και κοινωνική «θρησκεία» έχει, όμως, ανάγκη από «επισκόπους» των νέων ηθών. Από ηγέτες που δεν θα νοιάζονται για τους πολίτες και την κοινωνική συνοχή. Αλλά για την επικράτηση του νέου δόγματος. Την αποδοχή του ως της μόνης και δυνατής επιλογής. Οι πολίτες υπάρχουν ως υποζύγια που αυξάνουν το εθνικό εισόδημα. Και περιορίζονται στον ημερήσιο ή μηνιαίο σανό τους.

Μια κυνική έκφραση αυτής της αντίληψης είναι ό,τι συμβαίνει στις πρώην δημόσιες επιχειρήσεις και τις τράπεζες. Μηδέν επιτόκιο στους καταθέτες. Την ίδια στιγμή μηχανεύονται τρόπους να ρευστοποιήσουν τις μικροκαταθέσεις σε ομόλογα και διάφορα άλλα, παρουσιάζοντάς τα ως αγαθές υπηρεσίες. Πάλι η ακόρεστη δίψα για οικονομική αφυδάτωση των ανίσχυρων. Ο «ναός» να είναι καλά.

Οι νέοι «επίσκοποι», που ονομάζονται πλέον γκόλντεν μπόις (εις την ελληνικήν χρυσά αγόρια), τριβελίζουν τον εγκέφαλό τους πώς θα βάλουν το χέρι στις τσέπες των πολιτών. Να πάρουν και το τελευταίο σεντ.

Τέτοια περίπτωση είναι και η ΔΕΗ. Ταλαιπώρησαν οι «επίσκοποι» το μυαλό τους να βρουν τρόπους να παγιδέψουν τον κόσμο. Τιμολόγια χρωματιστά, που έμοιαζαν περισσότερο με παρέλαση καρναβαλικών οχημάτων. Καθένα από αυτά και διαφορετικό χρώμα. Η πρόθεση η ίδια. Οι πολίτες να νιώσουν αδύναμοι. Τουλάχιστον ο καρνάβαλος μεταμφιέζεται για να διασκεδάσει.

Σε αυτό το κλίμα της απόγνωσης, τα γκόλντεν μπόις υπηρετούν δύο θεούς. Τη νέα θρησκεία που τους τοποθετεί στη θέση. Αλλά και τον εαυτό τους. Οι πλουσιοπάροχες αμοιβές είναι το αντίτιμο των υπηρεσιών που προσφέρουν. Το χρυσοφόρο μπόνους είναι ο δικός τους θεός. Ενας ισχυρός ερωτικός δεσμός.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Σ’ αφήνω την καλοχρονιά, EFSYN, 3 Σεπτεμβρίου 2024

 Σ’αφήνω την καλονυχτιά, αγάπη μου γραμμένη, τραγουδάει με ηδυπαθή φωνή ο τραγουδιστής. Στην αυτοσχέδια πίστα χορεύουν μια σειρά άντρες και τρεις επάλληλες σειρές με γυναίκες. Ακολουθούν τα ίχνη των προγόνων τους. Ο τρόπος που χόρευαν στην Πίνδο μεταφυτεύτηκε στον κάμπο. Με κάποια προσομοίωση, καθώς η πλήρης επιτυχία της μεταφύτευσης είναι σχεδόν αδύνατη.

Ανακατεμένες οι γενιές. Η πρώτη σχεδόν έχει αποχωρήσει από τη ζωή. Στον χορό η δεύτερη γενιά και τα παιδιά, αλλά και τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Ολοι έχουν αίσθηση αυτού που γίνεται. Συμμετέχουν σε κοινωνία του παρελθόντος με νέους όρους. Χωρίς κάποιος να τους επιβάλλει τη συμπεριφορά. Χωρίς εξαλλοσύνες και ακρότητες. Με επίγνωση της ανάγκης να ακονίσουν τους δεσμούς τους με αυτό που λοιδορήθηκε. Απαξιώθηκε.

Επιστροφή στη μήτρα μου. Εκεί που άκουσα τις πρώτες λέξεις στα ελληνικά. Στην γκορτσιά που διεκδικούσε να κόψει την πείνα. Εκεί που οι πέτρες, κάθε εκατοστό, θυμίζουν τις πληγές στα γόνατα, τα παιχνίδια.

Ελαιώνας. Οι νύχτες είναι βάσανο γι’ αυτούς που αγαπούνε/ το έχουν όλοι μυστικό και δεν το μαρτυρούνε. Συνεχίζει το τραγούδι. Ναι, οι νύχτες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές γι’ αυτούς που κούρνιασαν στα κράσπεδα της πόλης, προσπαθώντας να φορέσουν τη μάσκα της μεταμφίεσης Να μοιάσουν στους άλλους. Να αλλάξουν το δέρμα, τον πολιτισμό. Να ξεχάσουν τα πανηγύρια τους. Να βρίσκουν την ψυχή τους σε υπόγεια διασκεδαστήρια των πόλεων, όπου συναντούσαν τους δικούς ήχους, τα δικά τους χούγια. Να στήσουν δικά τους πανηγύρια στον κάμπο. Πέρα από τον ευτελισμό και του στίχου και του ήχου.

Ελαιώνας. Ορθιες παρακολουθούσαν οι σκιές μας. Αυτοί που έστησαν τις καλύβες σε όχτους. Με την ελπίδα να βάλουν ένα κεραμίδι στον ύπνο τους. Μια χάρη κυρά μου σου ζητώ και να με συμπαθήσεις, το παραθύρι τ’ ακρινό απόψε μην το κλείσεις. Η προσήλωση στο πανηγύρι θεωρήθηκε απολίθωμα μιας άλλης εποχής. Ενα άδειο ρούχο που θα σαρωθεί από τα καινούργια ήθη. Και μπροστά, οδηγούσαν τον οδοστρωτήρα της ισοπέδωσης επιστήμονες που μαϊμούδιζαν. Που γέμισαν το τσερβέλο τους με πολλά γράμματα. Δεν μπόρεσαν να ανοίξουν την ψυχή. Να δουν πως η ζωή είναι σαν το αυγοτάραχο. Με αντιφατικότητες. Οπου οι πόλοι δεν είναι ποτέ σαφείς. Εισχωρεί ο ένας στον άλλο.

Ελαιώνας. Στην Πρέβεζα. Παιδιά της εποχής τους, στην αμφίεση, στον λόγο, στη γλώσσα του σώματος. Παιδιά με πολλαπλές εμπειρίες και ανησυχίες. Δίχως εσωστρέφεια. Δεν στρέφονται στα πανηγύρια για να αποφύγουν τον χορευτικό και μουσικό πολιτισμό της καθημερινότητάς τους. Δεν συμμετέχουν για να διασκεδάσουν τον χρόνο τους. Αναζητούν την πολιτισμική και κοινωνική ισορροπία. Τη συλλογικότητα. Να προσθέσουν στο μέλλον το αίσθημα μιας γόνιμης συλλογικότητας.