Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Μαγική λέξη, EFSYN, 4 Δεκεμβρίου 2024

 

Ο Δεκέμβριος, τα Χριστούγεννα, ο καινούργιος χρόνος ξαναστήνουν τις μαγεμένες πόλεις· τα χωριά, όποιο όνομα κι αν έχουν, που ανοίγουν μια φορά τον χρόνο αφήνοντας ελεύθερο το τζίνι από το μαγικό λυχνάρι. Οσο πιο μικρή η ηλικία, τόσο πιο μεγάλη η δόση της μαγείας που εγχέεται στον οργανισμό. Τη βλέπω όπως φανταζόμουνα τις μαγεμένες πόλεις, γράφει ο Τσέχος ποιητής Νέζβαλ («Η Πράγα με τα δάχτυλα από βροχή»). Αναφέρεται στη γενέθλια πόλη του.

Κάπως έτσι νιώθουν όλοι, ακόμη και οι μεγάλοι, αυτές τις μέρες. Κι όταν επικαλούνται την ανάγκη των παιδιών ή των εγγονών τους. Για να απαλλαγούν από τον σταυρόκομπο του ορθολογισμού τον υπόλοιπο καιρό. Το τζίνι ακούει ευκολότερα τις επιθυμίες, ιδίως των μικρών παιδιών, βγαίνει από το λυχνάρι και δίνει στις λέξεις δύναμη μαγική. Μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους, να ανοίξουν οι ουρανοί των προσδοκιών.

Η λέξη μαγεία, πλέον, έχει δραπετεύσει από τα παραμύθια. Εγινε μέρος του λεξιλογίου της καθημερινότητας. Ολα γίνονται υπέροχα, εκπληκτικά και μαγικά. Κι έτσι οι λέξεις απομαγεύονται. Κρύβουν τη λιποταξία μας από τον κόσμο του μαγικού που δεν είναι για χόρταση. Ολοι ξέρουν πως στα παραμύθια η μαγεία διαρκεί όσο η αφήγηση. Μετά αποκαθίσταται η κανονικότητα. Η σκληρή πραγματικότητα. Δεν είναι για χόρταση η μαγεία. Είναι σαν το άρωμα σε μικρό μπουκάλι. Αρκεί μια σταγόνα, για να αλλάξει η διάθεση.

Ή και μια λέξη. Αυτό το κατάλαβε ο Καρίμ, ο αδελφός του Αλή Μπαμπά. Λαιμάργησε να σακιάζει χρυσάφι. Και ξέχασε τη μαγική λέξη που θα άνοιγε την πόρτα της σπηλιάς. Αυτό το παθαίνω συχνά με τις μαγικές λέξεις στις ποικίλες συσκευές (κινητό, τηλεόραση, υπολογιστή) αλλά και μύριους όσους λογαριασμούς (μέσεντζερ, φέισμπουκ, τραπεζικές κάρτες), ων ουκ έστιν αριθμός. Ξεχνάω το σύνθημα ή το παρασύνθημα που θα ανοίξει τη σπηλιά της τεχνολογίας. Και όταν αλλάζω τους κωδικούς, παθαίνω σαν τους κόμπους που δένονται σφιχτά και μετά δεν ξελύνονται. Θυμάμαι μια περίπτωση στην Αγγλία, σε καιρό που αυτά ήταν στην αρχή. Μου κλειδώθηκε η κάρτα κι εύρε γύρευε μετά.

Αυτό το αίσθημα της ασφυξίας διαχέεται τον τελευταίο καιρό. Οι λέξεις είναι δίσημες. Εύκολα απομαγεύονται. Χάνουν τη δύναμη κατανόησης. Τη δυνατότητα να ανοίγουν την πόρτα της συλλογικότητας. Εύκολα αποφορτίζονται. Και τότε οι παλιές λέξεις είναι η οριακή γραμμή για την έκλυση μίσους και δυσανεξίας. Απομαγεύονται οι ανθρώπινες, οι συντροφικές σχέσεις. Οι λέξεις γίνονται κουφάρια. Πουλιά που πετάνε τρομαγμένα, μακριά από εκεί που φώλιαζαν.

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε. Οι ημέρες της μαγείας πλησιάζουν. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να φωτίσουμε τη λέξη «αγάπη». Τη χρειαζόμαστε. Ως έγνοια για τους άλλους. Γιατί να μη στολίσουμε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο με τη λέξη αγάπη.