Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Του Ευάγγελου Αυδίκου, Γαργαντούες και δημιουργοί, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 15/10/13



  


Είναι κοινός τόπος η φράση για το τέλος της Mεταπολίτευσης. Πρόκειται για ένα τέλος, κατά πολλούς, της ανομίας και της αταξίας που επικράτησε. Για τη γενίκευση της διαφθοράς και τη διάβρωση συνειδήσεων. Για την ήττα του συλλογικού από το ατομικό.

Η περιγραφή είναι ακριβής. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα που ξεκίνησε με οράματα για αναδιανομή του πλούτου υπέρ των κοινωνικά αδύναμων. Για βάθεμα της δημοκρατίας. Για εκδημοκρατισμό της δημόσιας διοίκησης. Για σεβασμό του πολιτισμού και του περιβάλλοντος. Κατέληξε να αναγάγει τη γραφειοκρατία σε δυνάστη των πολιτών. Να αποδομήσει τις κοινωνικές σχέσεις. Να μολύνει τα ποτάμια, τις λίμνες και τις θάλασσες. Να δημιουργήσει Γαργαντούες που καταβρόχθιζαν τον πλούτο του τόπου και τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Γραμματείς και Φαρισαίοι των κυβερνήσεων και των κομμάτων εξουσίας ξεκοκάλισαν, μιμούμενοι το παράδειγμα του προγόνου τους, τις προμήθειες, τα δάνεια, τις επιδοτήσεις. Και για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, γέννησαν πολλούς γιους, κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους. Γέννησαν πολλούς Πανταγκρουέλ που θεώρησαν κτήμα τους τα δημόσια αγαθά. Πολλοί απ’ αυτούς τους Γαργαντούες και τους Πανταγκρουέλ εμφανίζονται στον δημόσιο χώρο (έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο) καλλιεργώντας το αίσθημα της συν-ευθύνης. Γίνονται κατήγοροι εξομοιώνοντας όλους. Οι ολετήρες της οικονομίας και του πολιτισμού μας αναζητούν συν-ενόχους. Επιχειρούν, με τη μέθοδο του κοινωνικού αυτοματισμού και της καθύβρισης όλων των κοινωνικών ομάδων, να βάλουν στην ίδια κατσαρόλα θύτες και θύματα.

Είναι τα πρόσωπα της κρίσης και της παρακμής που επιδίδονται σε οβιδιακές μεταμορφώσεις. Είναι αυτοί που για καιρό ζέσταναν το αυγό του «φαιού» φιδιού και τώρα που έσπασε το τσόφλι απειλώντας τους πάντες ξέχασαν το παρελθόν. Γίνονται όψιμοι επικριτές. Αυτοί που προκαλούν τις πληγές αυτο-ανακηρύσσονται θεράποντες και κήνσορες των ημαρτημένων. Οδύρονται για τη διαφθορά αυτοί που με τη συμπεριφορά τους συνέβαλαν στη σαπίλα του δημόσιου βίου. Είναι αυτοί που εξώθησαν στο περιθώριο τους ικανούς. Τους δημιουργούς. Τις ανήσυχες συνειδήσεις. Είναι ο τύπος του νεοέλληνα, που αποτέλεσε το δημόσιο πρότυπο. Ο ζηλωτής της υπερβολής και της συσσώρευσης άκοπου πλούτου, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.

Στο περιθώριο αυτού του ασπόνδυλου νεο-Ελληνα ζει και μοχθεί ένας άλλος τύπος που επιμένει να σκέφτεται, ερευνά, παλεύει να κρατήσει όρθιο τον τόπο του και τις αξίες του ανθρωπισμού. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Είναι αυτοί που γίνονται ενοχλητικοί σε κάποιους δημάρχους και φορείς της εξουσίας. Αυτούς που δεν βολεύονται με θώκους και δηλώσεις και γι’ αυτό θεωρούνται «σαλοί» κι αλαφροΐσκιωτοι από τους τοπικούς Πανταγκρουέλ αλλά και τους εθνικούς Γαργαντούες.

Η συνάντηση μαζί τους γίνεται όταν αδιαφορήσει κάποιος για τους επίσημους «δρόμους» στην επικοινωνία του με τις τοπικές κοινωνίες. Οταν πάρει το δύσβατο μονοπάτι της αναζήτησης των ταμένων στη διάσωση και τη δημιουργία. Αυτό μπορεί ν” αποτελέσει την αφορμή για συνάντηση με την άλλη Ελλάδα, που έχει ξεχαστεί τα τελευταία χρόνια. Είναι η χαμηλόφωνη Ελλάδα που αντλεί δύναμη από τα μεταλλεία της παράδοσης και της ιστορικής κληρονομιάς. Την ώρα που ανέβαινε δρομαία μια νέα συνομοταξία ανθρώπων, που όφειλε την ύπαρξή της στα δημόσια ταμεία, τις παντός είδους προμήθειες και τις ευρω-μίζες, η άλλη Ελλάδα πάλευε και αιμορραγούσε. Οι δημιουργοί και οι οραματιστές πίστευαν και προσπαθούσαν να περισώσουν την αξιοπρέπεια και την κληρονομιά. Ξόδευαν τα πλούτη τους -υλικά και πνευματικά- για να σώσουν μορφές πολιτισμού.

Στη Σκύρο συνάντησα τέτοιους ανθρώπους. Η γνωριμία μου με την Αναστασία Φαλτάιτς και τους ανθρώπους της ήταν έκπληξη. Ο Μάνος, ο ιδρυτής και εμψυχωτής του Μουσείου Φαλτάιτς που ιδρύθηκε το 1965, είχε φύγει έναν χρόνο πριν, αφήνοντας κεραυνοβολημένους τους υπόλοιπους. Ο Μάνος και η Αναστασία ανάλωσαν, στην κυριολεξία, εαυτούς και υπάρχοντα στο όραμα για αναζωογόνηση της Σκύρου. Είναι απίστευτο το ψυχικό τους σθένος αλλά και η προσήλωση στους στόχους τους. Δυο άνθρωποι χαρισματικοί, που θα μπορούσαν να έχουν μια καλή «καριέρα», έκαναν το Μουσείο Φαλτάιτς όραμα ζωής. Το έργο τους επίπονο. Το σπίτι τους-μουσείο είναι μια κιβωτός του πολιτισμού μας, μια κυψέλη που μπορεί να επωάσει μια διαφορετική Ελλάδα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου