Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Χριστίνα Κουλούρη: Το 1821 έχει μουσειοποιηθεί, ΤΟ ΒΗΜΑ, 26 οΚΤΩΒΡΊΟΥ 2013


Διεθνές επιστημονικό συνέδριο για τις επαναστάσεις της περιόδου 1804-1908 στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
Χριστίνα Κουλούρη: Το 1821 έχει μουσειοποιηθεί
Η έξοδος του Μεσολογγίου, έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη
εκτύπωση  

Το Κέντρο Ερευνας Νεότερης Ιστορίας (ΚΕΝΙ) είναι ένα πανεπιστημιακό ερευνητικό κέντρο και υπάγεται στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το τριήμερο 31 Οκτωβρίου - 2 Νοεμβρίου διοργανώνει ένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Επαναστάσεις στα Βαλκάνια. Στάσεις και εξεγέρσεις την εποχή των εθνικισμών (1804-1908)». Επελέγησαν ύστερα από ανοιχτή πρόσκληση 56 ανακοινώσεις διακεκριμένων επιστημόνων από τις περισσότερες βαλκανικές χώρες αλλά και τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι θεματικές του συνεδρίου ποικίλλουν, εκτείνονται από θέματα καθαρά ιστοριογραφικού χαρακτήρα ως ζητήματα ταυτότητας και βίας. Ωστόσο «τα πανεπιστήμια πλέον έχουν ένα πάρα πολύ φτωχό προϋπολογισμό, ο οποίος τους επιτρέπει να καλύπτουν μόνο τα έξοδα επιβίωσής τους» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» η καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας αλλά και διευθύντρια του ΚΕΝΙ κυρία Χριστίνα Κουλούρη. Επειδή δεν βρέθηκαν οικονομικοί πόροι για να καλυφθεί η διερμηνεία του συνεδρίου, θα διεξαχθεί μόνο στην αγγλική γλώσσα.



Κυρία Κουλούρη, πού στοχεύει αυτό το διεθνές συνέδριο;
«Είναι ένα συνέδριο με αμιγώς επιστημονικό ενδιαφέρον θα έλεγα και σε ό,τι μας αφορά συνδέεται με τη διερεύνηση της Ελληνικής Επανάστασης. Με αφορμή την τελευταία στοχεύουμε γενικότερα στα βαλκανικά επαναστατικά κινήματα, επιχειρούμε μια συγκριτική προσέγγιση όλης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε αυτή την κρίσιμη και μακρά περίοδο κατά την οποία κατέρρευσε μια πολυεθνική αυτοκρατορία, όπως ήταν η Οθωμανική, και στη θέση της δημιουργήθηκαν σταδιακά όλα τα σύγχρονα βαλκανικά έθνη-κράτη. Η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης παραμένει ένα θέμα ανοιχτό, διότι δεν έχουμε - όσο κι αν φαίνεται παράξενο - αυτή τη στιγμή μια συνθετική ιστορία του ολικού αυτού γεγονότος που θεμελίωσε το νεότερο ελληνικό κράτος. Η Ελληνική Επανάσταση έχει "μουσειοποιηθεί" κατά κάποιον τρόπο, έχει παγώσει ως γεγονός και δεν προσελκύει το ενδιαφέρον των νεότερων ερευνητών. Επιπλέον έχει μια ιστορική μοναδικότητα η Ελληνική Επανάσταση που κάνει πιο δύσκολες τις αναλογίες με το παρόν. Αυτό βεβαίως έχει να κάνει και με τις ιστοριογραφικές παραδόσεις που δημιουργούνται μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες στην κάθε εποχή. Σήμερα, ας πούμε, υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τον Μεσοπόλεμο λόγω της οικονομικής ύφεσης ή της ανόδου των ακροδεξιών ιδεολογιών. Επίσης πάρα πολλοί νέοι ιστορικοί στην Ελλάδα ασχολούνται σήμερα με τη δεκαετία του 1940, την Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Τα ερωτήματα, ξέρετε, προς το παρελθόν εκκινούν πάντοτε από το παρόν».

Θα επιχειρηθεί μια διεπιστημονική ανάλυση του τι ήταν «επανάσταση» στα Βαλκάνια σε μια περίοδο ευρύτατων ανακατατάξεων. Τα εισαγωγικά υποδηλώνουν κάτι για τους όρους της επιστημονικής συζήτησης;
«Εμπνευστήκαμε από τον τίτλο του περίφημου βιβλίου του Ερικ Χομπσμπάουμ "Η εποχή των Επαναστάσεων". Ο αιώνας των επαναστάσεων, θα έλεγα, στα Βαλκάνια είναι αυτός που αποτυπώνεται στον τίτλο του συνεδρίου, δηλαδή από την πρώτη σερβική εξέγερση (1804) ως την Επανάσταση των Νεοτούρκων (1908). Ενα από τα αντικείμενα του συνεδρίου είναι να συζητήσουμε τους διαφορετικούς όρους, τον όρο "επανάσταση", τον όρο "εξέγερση", "κίνημα" ή "στάση". Υπάρχουν διάφορες μορφές εξεγέρσεων οι οποίες μπορεί να έχουν κοινωνικά αίτια - μια καταπιεστική φορολογία επί παραδείγματι -, αλλά αυτό που θέλουμε είναι να συνδυάσουμε το τοπικό με το εθνικό στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Αλλωστε δεν έχουμε πολλά έθνη-κράτη εκείνη την εποχή στα Βαλκάνια, στην ουσία η Ελλάδα είναι το πρώτο κανονικό έθνος-κράτος διότι οι άλλες χώρες βρίσκονται υπό καθεστώς αυτονομίας και όχι πλήρους ανεξαρτησίας ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Από την άλλη, δεν θέλαμε να κάνουμε ένα συνέδριο "αυθεντιών" μόνο. Δίνουμε το βήμα σε νεότερους ερευνητές δίπλα σε καθηγητές των οποίων τα ονόματα αποτελούν σημείο αναφοράς στη διεθνή βιβλιογραφία, όπως ο Μπρούνμπαουερ και ο Γκράντιτς από τη Γερμανία, ο Καρλ Κάζερ από την Αυστρία, ο Μπερκτάι και ο Ελντέμ από την Τουρκία, η Στογιάνοβιτς από τη Σερβία, η Μουργκέσκου από τη Ρουμανία, η Μίσκοβα από τη Βουλγαρία».

Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τις «υβριδικές ταυτότητες». Αν διαβάσει κανείς μια ιστορία των Βαλκανίων, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για μια περιοχή που μοιάζει με χωνευτήρι. Γιατί είναι τόσο δύσκολο αυτό να γίνει αποδεκτό ακόμη και σήμερα;
«Η βασική αιτία είναι ότι ο τρόπος που μιλάμε για το παρελθόν σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίστηκε, σε όλα τα βαλκανικά κράτη, από τις εθνικές ιστοριογραφίες, είτε πρόκειται για το σχολικό σύστημα είτε πρόκειται για τον δημόσιο λόγο. Πάρα πολύ λίγοι, και μόνο από προσωπικό ενδιαφέρον, έχουν αναζητήσει εις βάθος μελέτες ιστορικών όπου πράγματι είναι κοινός τόπος αυτό που λέτε για τις "υβριδικές ταυτότητες", για τη συνύπαρξη των πληθυσμών κτλ. Αυτή η υβριδικότητα είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα σε μια εποχή τόσο σημαντικών αλλαγών, η μετάβαση από το πριν στο μετά δεν μπορεί να γίνει αναίμακτα ούτε χωρίς τραυματικές συνέπειες, ή μπορεί να γίνει μέσα από προσαρμογές τις οποίες τα ίδια τα υποκείμενα κάνουν. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι στην Ελληνική Επανάσταση μετείχαν πάρα πολλοί αλβανόφωνοι χριστιανοί που μετά επέλεξαν την ελληνική εθνική ταυτότητα. Αντιστοίχως υπάρχει το παράδειγμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη, ο οποίος - όπως λέει και το όνομά του, ήταν από το Μαυροβούνιο - όχι μόνο κατέβηκε νότια και συμμετείχε στην επανάσταση αλλά αναδείχθηκε μετά και σε βασικό παράγοντα επί Οθωνα. Υπάρχουν επομένως τέτοιες προσωπικές διαδρομές που μπορούν να μας φωτίσουν και σε επίπεδο συλλογικοτήτων τι έχει γίνει ακριβώς. Σε όλον αυτόν τον αιώνα, αλλά και αργότερα μέσα στον εικοστό, όσο δηλαδή τα σύνορα είναι ρευστά και δεν οριστικοποιούνται, τα πράγματα είναι σύνθετα. Για την περιοχή μας, στην ουσία, η δεύτερη μεγάλη τομή μετά το 1821 ήταν σίγουρα η Συνθήκη της Λωζάννης (1922-1923) όπου, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ακολουθήθηκε πλέον η άνωθεν επιβεβλημένη συνταγή του ομοιογενούς εθνικού κράτους. Το περιεχόμενο επομένως της έννοιας πατρίδα ήταν διαφορετικό για πολλούς ανθρώπους εκείνη την εποχή».

«Στερεότυπο τα βίαια Βαλκάνια»

Οι ιστορικοί κάνετε την έρευνά σας και συζητάτε μεταξύ σας. Ενα διεθνές συνέδριο για τους βαλκανικούς εθνικισμούς σήμερα τι αντηχήσεις έχει προς τα έξω;
«Το υπαινίσσεστε κι εσείς. Θα έλεγα ότι υπάρχει όντως ένα πρόβλημα επικοινωνίας της ιστορικής έρευνας με το ευρύ κοινό. Οι ιστορικοί είναι σαν να είμαστε κλεισμένοι στον πύργο μας, κάνουμε την έρευνά μας, γράφουμε τα βιβλία μας, μιλάμε μεταξύ μας. Είναι πολύ σημαντικό αυτά που οι ιστορικοί, και μάλιστα σε ένα διεθνές επίπεδο, συζητούν να γίνουν κεκτημένα στο ευρύ κοινό. Με ενδιαφέρουν περισσότερο οι έλληνες φοιτητές, οι οποίοι, ξέρετε, δεν έχουν πλέον πολλές ευκαιρίες - και λόγω της οικονομικής κρίσης - για διεθνείς εμπειρίες. Αυτό είναι το πρώτο, και είναι ιδιαιτέρως σημαντικό. Το δεύτερο είναι τα στερεότυπα. Υπάρχουν δύο ειδών στερεότυπα: αυτά που υπάρχουν εντός μιας χώρας - στις βαλκανικές χώρες είναι παρόμοια λ.χ. μια "αμυντική" εθνική ταυτότητα ή μια "θυματοποίηση" έναντι της ιστορίας - και υπάρχουν και τα στερεότυπα της Δυτικής Ευρώπης απέναντι σε αυτή την περιοχή. Θα μείνω στο τελευταίο. Οι εικόνες αυτές που διαδίδονται μέσα από τα μέσα ενημέρωσης τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα, μια εικόνα συνεχούς εξέγερσης και βίας στους δρόμους της Αθήνας δηλαδή, αλλά και πιο πρόσφατα στην Τουρκία με αφορμή τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί, στην ουσία αναπαράγουν ένα στερεότυπο που υπάρχει στη Δυτική Ευρώπη ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, αν όχι νωρίτερα, σχετικά με τα "βίαια Βαλκάνια". Οτι δηλαδή στην περιοχή αυτή υπάρχει ένα είδος ενδημικής βίας και ότι ακόμη και η πολιτική ή οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ενέχουν το στοιχείο μιας βίας τέτοιου τύπου η οποία καταλήγει κάθε τόσο και σε αιματηρές συγκρούσεις. Το δεύτερο στερεότυπο που προέρχεται και πάλι από τη Δυτική Ευρώπη είναι ότι η βαλκανική ιστορία δεν είναι ευρωπαϊκή, ότι δηλαδή τα Βαλκάνια έχουν έναν "ιδιάζοντα" χαρακτήρα που τοποθετεί την περιοχή, αν όχι εκτός, πάντως στο περιθώριο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αυτό το συνέδριο μας βοηθάει να επανατοποθετήσουμε την ιστορία της περιοχής μέσα στο ευρωπαϊκό και ευρύτερα το παγκόσμιο πλαίσιο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου