Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Λογοτεχνικό Αφιέρωμα στην Άρτα, περιοδικό Ένεκεν,τεύχος 266




 




Αλήθεια, τι είναι μια πόλη; Τι σημαίνει ντόπιος; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τι είναι Αρτινός;Ποιοι είναι Αρτινοί; Επομένως, ποιος δεν είναι Αρτινός μια και το τι  είμαι ορίζεται και με αρνητικό τρόπο.
     Φυλλομετρώντας το αφιέρωμα στην Άρτα του περιοδικού Ένεκεν τα πιο πάνω ερωτήματα επανέρχονται διατυπωμένα κάθε φορά με τον προσωπικό τρόπο του γράφοντα.
       Αρχίζοντας το διάβασμα έγιναν πιο καθαρές οι προσωπικές μου εικόνες για την Άρτα. Θυμήθηκα τα φορτηγά με τα πορτοκάλια του κάμπου που ο Φραγκίστας έστελνε στη Σοβιετία να ξεφορτώνουν στην παραλία της Πρέβεζας. Θυμήθηκα ακόμη τη μεγάλη ευθεία μετά το Μαντσαούσι που διέσχισα μικρός με πολλούς τρόπους ώσπου να φτάσω στη θεια μου, έξω από τη Ζαβέρδα, το χωριό που το ταύτισα με τον πικάντικο μεζέ του χελιού. Αυτή η ευθεία με τις μεγάλες μάνες γεμάτες νερό, ή ακόμη και άδειες να χάσκουν, με έκαναν να νιώθω κάθε φορά μιαν ανεπαίσθητη ανατριχίλα.
    Όμως, ποια είναι η Άρτα των λογοτεχνών που συμμετέχουν σ’ αυτό το αφιέρωμα; Ποιος ο χρόνος, ποιοι οι τόποι της Άρτας; Ποια η σχέση της πόλης με τον υπόλοιπο νομό; Τι σημαίνει η έννοια εντοπιότητα για την Άρτα; Ποια είναι τα αισθήματα αλλά και συναισθήματα που οργανώνουν το αφιέρωμα;
       Θα μου επιτρέψτε να ξεκινήσω με αναφορά στην έννοια της εντοπιότητας.Με τα παραδοσιακά κριτήρια ο Γιάννης Δάλλας δεν είναι ντόπιος. Αρτινός.Γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα. Αρτινός δεν είναι και ο Ιντζέμπελης.Ωστόσο, η εντοπιότητα δεν ορίζεται με γεωγραφικές ορίζουσες. Δεν περιορίζεται στον τόπο γέννησης. Για τον Γιάννη Δάλλα εντοπιότητα είναι η μνήμη. Χρησιμοποιώντας τον λογοτεχνικό τρόπο του προπάπου του εν τέχνη, του Ομήρου, γράφει. «Μνήμη γύρισέ με πίσω στοργικά στην Άρτα, την πόλη των εφηβικών μου χρόνων.Στην Άρτα της τριπλής μου μύησης:εκεί μαθήτεψα στα γυμνασιακά μου χρόνια, έζησα τη συνάντηση σκλαβιάς κι ελευθερίας , δοκίμασα τα πρώτα μου σκιρτήματα(96).Με άλλα λόγια, ο Δάλλας θέτει το βασικό στοιχείο της εντοπιότητας, τη μνήμη. Δεν είναι ένας λόγος νοσταλγικός αλλά μια ομολογία των τροφείων που χρωστάει στον τόπο της πολλαπλής μύησής του. Για να παραφράσω τον λόγο τον παλιό ο Δάλλας είναι Αρτινός γιατί μυήθηκε στον αρτινό πολιτισμό, γιατί σ’ αυτόν τον τόπο ανακάλυψε τον εαυτό του,γιατί η ζωή του, η ανθρωπογεωγραφία και η τοπιογραφία που συγκρότησαν την εφηβική του μνήμη έχουν αναφορά στην Άρτα.
       Απάντηση στο ερώτημα το τι είναι εντοπιότητα δίνουν τα κείμενα του Παπασωτηρίου, του Ιντζέμπελη και της Κουτσοκώστα. Στα κείμενά τους πρωταγωνιστεί η δική τους εντοπιότητα, «το δικό μου Μενίδι» όπως εύστοχα το διατυπώνει η Κουτσοκώστα. Γεωγραφικά το Μενίδι ανήκει σε άλλο νομό.Ωστόσο, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της μνήμης των Αρτινών. «Το Μενίδι βαθιά μέσα μου» επιγράφεται το κείμενο του Παπασωτηρίου, που γεννήθηκε κατακαμπής. Ωστόσο, η μνήμη αδιαφορεί για τους γεωγραφικούς περιορισμούς. Υπερίπταται και λειτουργεί ως μηχανισμός προγραμματισμένος να κατευθύνεται στα χρόνια της αθωότητας.Εκεί που η εφηβική ψυχούλα ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα.Εκεί που αναζητούσε την έμφυλη αυτοπεποίθησή της στο επίμονο βλέμμα του αγαπημένου ή της αγαπημένης. «Δεν επιλέγει κανείς ούτε τον αμνιακό σάκο ούτε τη θάλασσά του»,γράφει ο Παπασωτηρίου.Θα προσέθετα ωστόσο πως οι δεσμοί που δημιουργούν και τα δύο είναι σχεδόν ακατάλυτοι. Αυτό μαρτυράται κι από το κείμενο της Κουτσοκώστα(ο χορός των δελφινιών) όπου η συγγραφέας θεωρεί  τη σχέση της με το Μενίδι ως αντίστοιχο του πλακούντα που αποτελούσε για την παραδοσιακή αντίληψη τον φύλακα άγγελο του ανθρώπου.Τέλος, για τον Ιντζέμπελη που ήρθε από τις θάλασσες της Ανατολής στον Αμβρακικό, το Μενίδι είναι ο τόπος της αποκάλυψης, της γνωριμίας με τον κόσμο της λογοτεχνικής δημιουργίας. Είναι η στιγμή εκείνη που σημαδεύει τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι έτοιμοι από καιρό να πούνε το μεγάλο ναι σε καινούργιες προκλήσεις, να ανοιχτούν σε άγνωστες θάλασσες όταν η τύχη τους συναντιέται με ανθρώπους που εμπνέουν.
       Τι είναι η Άρτα όμως για τους συγγραφείς; Τα πιο πολλά κείμενα αναφέρονται στην πόλη της Άρτας, λίγα στο Μενίδι ενώ απουσιάζει ο κάμπος, η ορεινή ύπαιθρος. Ενδεχομένως, αυτό αντανακλά τον κυρίαρχο ρόλο της πόλης στην οργάνωση του χώρου. Η πόλη είναι ο μοναδικός οικισμός που διαχειρίζεται την οικονομική δραστηριότητα του κάμπου και του βουνού αλλά και τις φιλοδοξίες των νέων για βελτίωση των συνθηκών ζωής τους.
       Για κάποια κείμενα η Άρτα είναι η πόλη της νεωτερικότητας. Αν στην περίπτωση του Ιντζέμπελη ο αφηγητής συγκλονίζεται μπρος στη λογοτεχνική αποκάλυψη, στα κείμενα που βλέπουν την Άρτα με τα μάτια της υπαίθρου η πόλη είναι η έκφραση ενός νεωτερικού κόσμου που φανερώνεται μπροστά τους ως μια μύηση σε νέους κώδικες συμπεριφοράς και επικοινωνίας.Σ’ αυτήν την ομάδα ανήκουν τα κείμενα των Καραβασίλη(το θαύμα της επιστήμης) και Λάμπρη(Ήταν η δεύτερη φορά...). Η ιστορία του Καραβασίλη-ένα φίδι δάγκωσε μια νεαρή στο χωριό και σώθηκε χάρη στη χειρουργική επέμβαση στην Άρτα-αντιπαραθέτει την πόλη στην ύπαιθρο. Η πόλη είναι η έδρα της προόδου, του σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή, σ’ αντίθεση με το χωριό όπου η ανθρώπινη ζωή ήταν ελαφρότερη. Ίσως ο ακρωτηριασμός του δακτύλου της Σταθούλας να συμβολικοποιεί τον ακρωτηριασμό που υφίσταται ο άνθρωπος όταν μετακινείται σ’ έναν άλλο τόπο, το τίμημα για την προσαρμογή. Παιδόπουλο είναι και η ηρωίδα της Λάμπρη, η μικρή Φωτεινή που για δεύτερη φορά κατεβαίνει από το ορεινό χωριό της στον ονειρικό τόπο της πόλης. Αυτή είναι και η αποζημίωση, παρόλο που η μάνα της κούνησε προειδοποιητικά το χέρι, στον οδοντογιατρό μόνο, «τίπουτις άλλου». Η μικρή Φωτεινή όμως γύρισε πίσω με εικόνες τέτοιες και τόσες που μπορούσαν να πλουτίσουν τα όνειρά της.
      Με την πόλη της Άρτας ασχολούνται και οι υπόλοιποι συγγραφείς. Δυο είναι οι βασικοί άξονες στην οπτική αυτών των κειμένων. Ο πρώτος σαρκώνεται από τη νοσταλγία. Η Άρτα είναι ο τόπος-μήτρα για τους γράφοντες. Είναι η πόλη της παιδικής τους ηλικίας, στην οποία αναζητούν την ασφάλεια όταν νιώθουν συναισθηματικά ευάλωτοι. Ένα από τα κείμενα αυτής της ομάδας ανήκει στην Σούκα(Το όνειρο του Αρίστου Κάλφα).Ο ήρωας, ένας σύγχρονος επιχειρηματίας που αντιμετωπίζει προβλήματα, βρίσκει τη λύση στο πρόβλημά του με την επιστροφή στο γενέθλιο τόπο.Εκεί που οι δικοί του άνθρωποι, η μάνα του, στέκουν ακόμη η εναλλακτική λύση στην απρόσωπη και ψυχοφθόρα μεγαλούπολη.Οι «εικόνες από την Άρτα της ψυχής του»,των χρόνων της αθωότητας, είναι ενδεχομένως αυτό που σώζει τους ανθρώπους όταν βαραίνουν οι πλάτες από τις αντίξοες συνθήκες της καθημερινότητας.Ενδεχομένως, για πολλούς οι «εικόνες» αυτές να είναι ένα κάλεσμα επιστροφής, ή τουλάχιστον μια υπόμνηση για την αθωότητα που δεν πρέπει να χάσουμε.
     Σ’ αυτό το κάλεσμα υπακούν και οι ήρωες τόσο του Σωτηρίου(κείμενο) όσο και της Ζαγκαβιέρου-Βούρβουλη(ο υγρός φονιάς). Στην πρώτη περίπτωση ήρωας είναι ο περιπλανηθείς στην υπερπόντια ξενιτιά μετανάστης του οποίου το νόστιμον ήμαρ οδηγεί τα βήματά του στο γενέθλιο τόπο, ανακαλώντας στη μνήμη του την ηδύτητα της οικείας γεωγραφίας.Στην περίπτωση της Ζαγκαβιέρου-Βαβούρη ο νόστος για  τον γενέθλιο τόπο  γέμιζε την ηρωίδα «ευφορία». Είναι η Άρτα με τους «λεμονανθούς» που διαχέουν το άρωμά τους σε κάθε κύτταρό της η αντίστιξη στην μπετονένια πόλη όπου οι μυρωδιές της φύσης έχουν ξεχαστεί. Όμως, η παρουσία στην πόλη θυμίζει πως η νοσταλγία τρέφεται και μεγεθύνεται από την απουσία που απαλείφει τις δυσάρεστες στιγμές. Είναι ο «υγρός φονιάς», ο Άραχθος, που δικαιώνει την παραλογή του Γεφυριού της Άρτας. Ο μύθος του ταΐστηκε με θυσίες νεαρών αγοριών που θέλησαν να αναμετρηθούν με το ποτάμι.
       Τα κείμενα των Γιώτη(Χρόνος) και Βλαχοπάνου(πλατωνικός έρωτας) προσφέρουν μια άλλη σχέση με το παρελθόν. Υφαίνονται με εικόνες και νοσταλγία για την εποχή που αρκούσε μια ματιά κι ένα άγγιγμα του χεριού για να νιώσουν οι ήρωες την άφατη ικανοποίηση.Τη μύηση στους πολυδαίδαλους διαδρόμους του ερωτικού σκιρτήματος. Είναι τα κείμενα αυτά αίνος στην αθωότητα του παιδικού φλερτ.Για τον Γιώτη το καλοκαίρι εκείνο που παρατηρούσε μέσα από τα φύλλα της μουριάς τη μούσα των ερωτικών του συναισθημάτων ο χρόνος ήταν ατέλειωτος, χωρίς αλλαγές.Ατέλειωτο σαν τα μακρόσυρτα πλάνα του Αγγελόπουλου, ιδίως τη «μια μέρα και μια αιωνιότητα». «Ο έρωτας είχε φύγει και ο Χρόνος άρχισε ξανά να κυλά», γράφει ο συγγραφέας. Κάθε καλοκαίρι δεν είναι ποτέ ίδιο. Όταν η μουριά έμεινε ορφανή όλα πήραν πάλι το συνηθισμένο ρυθμό.
       Ο ήρωας του Βλαχοπάνου είναι παγιδευμένος στην ηθική των επαρχιακών πόλεων και των περασμένων δεκαετιών. Το ερωτικό φλερτ γίνεται ένας αγώνας χαρακωμάτων, με στρατηγική και τακτική. Τελικά και ανεξάρτητα από το αν κατακτήθηκε το γέρας, μένει ο ίδιος ο ερωτικός αγώνας που γεννάει συναισθήματα κάθε φορά που ο νους επιστρέφει στα πρόσωπα και τους τόπους της αθωότητας. «Τη Φανή ξανά δεν τη ζύγωσα(…)Τι, απέγινε, δε ρώτησα και δεν έμαθα.Καμιά φορά βέβαια τη συλλογίζομαι και τη στήνω μπροστά μου και την απολαμβάνω πλατωνικά». Ο Ιντζεγιάννης(Μια ανωφελής ιστορία) εξάλλου θυμίζει τα πάρτυ, τα ένοχα μυστικά που κρύβονταν άλλοτε στα άλμπουμ και άλλοτε στο σκοτάδι που κάποιος μυημένος προκαλούσε. Είναι ανωφελείς τέτοιες ιστορίες; Ασφαλώς όχι. Ενδεχομένως να μην περιλαμβάνονται στις μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις. Αποκτούν ξεχωριστή σημασία για την ατομική μνήμη αλλά και για το σχεδιασμό μιας ερωτικής γενεαλογίας.
       Μακριά από τη νοσταλγία κινούνται τα κείμενα των Ματσούκα(η σάρκα της σάρκας της) και του Τζόκα(ο Παλαμάς και η Άρτα).Η Ματσούκα με το κείμενό της απομυθοποιεί τις τοπικές κοινωνίας. Τραβάει την κουρτίνα κι αφήνει να φανούν τα πάθη και οι αδυναμίες των κατοίκων. Συνήθως η νοσταλγία εξαντλείται στον υπερτονισμό των θετικών συναισθημάτων. Το κείμενο της Ματσούκα φέρει στην επιφάνεια τον αξιακό κώδικα των κοινωνιών στο παρελθόν του οποίου η περιφρόνηση μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρούσεις, αν όχι δράματα. Ο Τζόκας με τη σειρά του αναφέρεται στη σχέση του Παλαμά με την Άρτα. Με τον τρόπο αυτό, υπαινίσσεται και μια άλλη μορφή τοπικότητας που είναι έξω από τη νοσταλγική προοπτική.
       Η Άρτα ως πόλη είναι χρόνος αλλά και τόπος. Είναι τα  χρόνια της αθωότητας στα οποία επιστρέφουν πολλοί από τους συγγραφείς. Είναι η συμβολική τοπιογραφία που διατρέχει όλα τα κείμενα(η Σκουφά, το ποτάμι, οι εκκλησίες, το κάστρο, κ.λπ.), η οποία πλαισιώνεται από μια σειρά έξοχων φωτογραφιών που διευκολύνουν μια παράλληλη ανάγνωση κειμένων και φωτογραφιών.
        Αυτή την τοπιογραφία που χαρακτηρίζει την Άρτα  ως αδιαπραγμάτευτο στοιχείο του πολιτισμικού της κεφαλαίου αναζητεί ο Κούτας(Η πόλη). «Στο λόφο αντηχούσαν τα παραγγέλματα και οι ισόχρονοι χτύποι από τις αρβύλες των νεοσύλλεκτων. Κάτω απ’ την πλατεία Σκουφά, μπροστά στο χάνι του Δεβέκου, η Κυριάκω η χοντρή, φαρδιά σαν τον ταβλά της, σκέπαζε με το βρώμικο φουστάνι τα καραμελωτά της μην της τα κλέψουν.Ο Καράσκος, ο τραβαγιέρης, πετούσε σκαμπανεβάζοντας ανάμεσα στα μπράτσα του κοριτσιού του, τραγουδώντας αισθηματικά.1ον και 2ον Γυμνάσιον Αρρένων Άρτης.Ώρα οχτώ το πρωί και το πρακτορείο έσφυζε από ζωή. Οι χωριάτες του κάμπου είχαν φτάσει με γεμάτες τις τσέπες παράδες». Ο Κούτας, άνθρωπος ζυμωμένος με τον κάμπο, αφήνει το μάτι του να περιπλανηθεί σε διάφορες εικόνες.Σκαλώνει όμως στο ΚΤΕΛ, στην ώρα που φτάνουν οι καμπίσιοι. Το ΚΤΕΛ είναι το τοπίο που ενώνει την πόλη με την ύπαιθρο αλλά και τονίζει την υπεροχή της πόλης.
       Στην αρτινή τοπιογραφία αναφέρεται και ο Καλπούζος.Το κείμενό του(στο λίχνισμα της μνήμης) επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τον χρόνο και τον τόπο του νομού. Δεν περιορίζεται στην πόλη. Η περιγραφή του στροβιλίζεται σε τόπους και χρόνους που σημάδεψαν το νομό.Στο Πέτα, τη Μονή Σέλτσου, τον Μάξιμο Γραικό, στο Κομμένο,στον Πύρρο, στην Αμβρακία, στον Επιτάφιο, στον Μακρυγιάννη, , στις εκκλησιές, στο Μουχούστι, στις ντισκοτέκ. «Καφέ να πίνουν οι σημερινοί στην πλατεία κι ίσως ακούνε τις φωνές των χωρικών που κάποτε έστηναν εκεί παζάρι κάθε Πέμπτη, κι ίσως θωρούν πως παραδίπλα τραβά ο Σκουφάς στην Κασσοπίτρα να μάθει τα πρώτα γράμματα. Κι αν δεν τους νιώθουν είναι γιατί δεν έμαθαν πως πρέπει σπιθαμή τη σπιθαμή κανείς να σκύβει και ν’ ακουμπά στο χώμα το αυτί  ν’ ακούσει ποιοι του αντιχτυπούν από κάτω».
       Ο Καλπούζος θίγει την ενότητα του χρόνου και του τόπου. Αυτή την ενότητα οφείλει να αποκαθιστά η λογοτεχνία. Η Άρτα ως πόλη και ως νομός είναι μια ενότητα που έχει αλέσει το παρελθόν μέσα σε σύγχρονα καλούπια. Αυτή η ενότητα μαθαίνεται. Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας. Αυτό το ρόλο παίζουν και όσοι υποστηρίζουν τέτοιες εκδηλώσεις., γιατί, κατά τον Καλπούζο, «και συ, κι εγώ, κι οι ζωές όλων μεταλαβιά του χρόνου είμαστε και της μνήμης».
      
       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου