Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Ευάγγελος Αυδίκος Αλεξάνδρα Κωστάκη-Μέξη, Καρυωτάκης-Μαρία Πολυδούρη, Αγάπησα έναν ποιητή και όχι ήρωα» στα χρόνια της παρακμής, ομιλία στην παρουσία του βιβλίου, 29 /12/2-14






Η Πρέβεζα και ο πολιτικός Καρυωτάκης

       Γιατί διάλεξα αυτόν τον τίτλο; Μια πρόχειρη απάντηση, που εμπεριέχει όμως την ανάγκη καταμερισμού ανάμεσα στους ομιλητές, ώστε ν’ αποφευχθεί η αλληλοεπικάλυψη, θα ήταν η εμπειρική παρατήρηση από τη σύγχυση που προκαλείται όταν δεν υπάρχει συνεννόηση ανάμεσα στους παράγοντες των εκδηλώσεων. Ωστόσο, η ουσία πίσω από τον τίτλο είναι η επικαιρότητα του βιβλίου της Αλεξάνδρας Κωστάκη-Μέξη, πρωτίστως του έργου του ποιητή.
      Ζούμε σήμερα σε οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση. Ο Μεσοπόλεμος που διαμόρφωσε το υπόστρωμα, το οποίο τροφοδότησε με υλικό τόσο την προσωπικότητα όσο και την ποίηση του Καρυωτάκη έχει ομοιότητες με τη σημερινή εποχή. Οι άνθρωποι τότε και τώρα βίωναν και βιώνουν μια βαθύτατη παρακμή, που συχνά οδηγούσε σε υπαρξιακή κρίση είτε λόγω του οικονομικού αδιεξόδου είτε λόγω της σήψης της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης. Και τότε και τώρα υπήρχε μια αποφορά στο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, που οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε αυτοκτονίες ως ατομική απάντηση στο νοσηρό περιβάλλον. Άλλοι παθητικοποιήθηκαν αντιμετωπίζοντας την κατάσταση ως υπερβαίνουσα τους εαυτούς τους, ως μια αναπόφευκτη εξέλιξη, για την οποία ευθύνονταν και οι ίδιοι. Κάποιοι άλλοι , απάντησαν με το σαρκασμό, που εκφράστηκε από τα σκωπτικά ανέκδοτα που αποδομούσαν τα δρώμενα. Το σκώμμα είναι πάντοτε το όπλο των αδύναμων όταν έρχονται αντιμέτωποι με το πανίσχυρο πολιτικό σύστημα που τους απειλεί με συντριβή.
       Η ποιητική τέχνη του Καρυωτάκη αντλεί υλικό από αυτή τη συνήθη στάση των αδύναμων. Υπ’ αυτή την έννοια, το ποιητικό του έργο διερμηνεύει τις μύχιες σκέψεις των ανθρώπων της εποχής του όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά υπερπόντια.
Το ποίημα «στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», που συμπεριλήφθηκε στην Τρίτη ποιητική συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες(1927), αποτελεί μια ποιητική έκφραση του πολιτικού σύμπαντος του Καρυωτάκη, στο οποίο διαμορφώνεται με τη χρήση του σαρκαστικού-άρα ανατρεπτικού- εικονογραφικού σχολίου, που αποτελεί αναγκαίο λειτουργικό στοιχείο σε κάθε μορφής σάτιρα-άρα και τη λαϊκή.

Λευτεριά , Λευτεριά, σχίζει δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.


Το ποίημα υπονομεύει σαρκαστικά το αμερικάνικο όνειρο που φλόγιζε το νου και τις ψυχές των απόκληρων και φτωχοποιημένων στρωμάτων όλης της ευρωπαϊκής Ηπείρου. Ο Καρυωτάκης δεν είναι ενταγμένος σε κομματικές οργανώσεις. Δεν εκφράζει συγκεκριμένη ιδεολογία. Η συνδικαλιστική του δράση όσο και η στράτευση της τέχνης του στην αποδόμηση του κόσμου(την πολιτική και οικονομική εξουσία) που συνθλίβει τους κοινωνικά αδύναμους απορρέει από την κοινωνική ευαισθησία αλλά και την προσωπική κοσμολογία που έχει συγκροτήσει.Ακόμη και στις δύο πρώτες συλλογές του, στις οποίες δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Καρυωτάκης είναι ένας πολίτης, αποσυρμένος από το κοινωνικό γίγνεσθαι, ο ποιητής είναι ένας ευαίσθητος δείκτης, όσο κι αν ο ίδιος γράφει «είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες».Αυτές όμως οι κιθάρες, η τέχνη δηλαδή, πάλλονται από τον αέρα-δυσώδη , είν’ αλήθεια-που παρασύρει στην κοινωνική παρακμή. Όσο κι αν ο ποιητής κλείνει το ποίημά του(Είμαστε κάτι…) με τη στροφή «Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι ποίησαις είναι το καταφύγιο που φθονούμε», για τον Καρυωτάκη η τέχνη του είναι ένας χώρος κοινωνικής παρέμβασης με την υπονόμευση των στερεοτύπων που παράγει η παρηκμασμένη κοινωνία, ακόμη και με την έκφραση συναισθημάτων αντιφατικών. Με άλλα λόγια, ο Καρυωτάκης δεν αποσύρεται από την κοινωνική δράση. Επιλέγει ένα χώρο διαφορετικό, άλλοτε την τέχνη κι άλλοτε τον συνδικαλισμό ανοίγοντας πόλεμο με τους εκφραστές της παρακμής.
   Ο Καρυωτάκης , λοιπόν, είναι ένας βαθύτατα πολιτικός ποιητής, όχι με τον συμβατικό τρόπο και όχι, ενδεχομένως, με αυτόν τόνο αισιοδοξίας ή με σοβαροφάνεια, όπως ταιριάζει στον κοινωνικό μας ευπρεπισμό. Σέβεται την τέχνη του, που τη θεωρεί το δικό του όπλο για να επιτεθεί στην κόπρο του Αυγείου. Τέτοιες φωνές χρειαζόμαστε και σήμερα.
    Επιτρέψτε μου να διαπράξω το ανοσιούργημα(;) λέγοντας ότι η Πρέβεζα ευτύχησε να τελειώσει τη ζωή του ο ποιητής στο δικό της έδαφος. Πρόκειται για μια φράση που ενδεχομένως να παρανοηθεί. Οι συμπολίτες μας, όλοι εμείς , μεγαλώσαμε με την εικόνα του ποιητή, που τον χρησιμοποιήσαμε ως αποδιοπομπαίο τράγο, για να του φορτώσουμε τις δικές μας ευθύνες αλλά και της δημόσιας διοίκησης που αντιμετώπισε την πόλη και την ευρύτερη περιοχή ως τόπο εναπόθεσης ανεπιθύμητων σ’ αυτήν ανθρώπων.Ο Στέλιος Μαφρέδας μας πρόσφερε την αποδελτίωση του λογοτεχνικού υλικού, που αναφέρεται στην Πρέβεζα ως ποιητικό σύμβολο. Θεωρώ αυτονόητο το γεγονός ότι η αυτοκτονία του ποιητή δεν οφείλεται στην πόλη. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να επιμείνουμε σ’ αυτό. Έχει λυθεί προ πολλού. Ο ποιητής κουβάλησε στην Πρέβεζα το ποιητικό και κοινωνικό του σύμπαν, που τον οδήγησε στην αυτοκτονία.
    Η Αλεξάνδρα Κωστάκη-Μέξη έχει μαζέψει εκτεταμένο υλικό για τις απόψεις που διατυπώθηκαν από έγκυρους μελετητές του έργου του. Θεωρώ τη συνεισφορά της αξιοπαρατήρητη, καθώς τολμά να ομολογεί πράγματα, τα οποία έχουμε απωθήσει στο τοπικό συλλογικό υποσυνείδητο.
     Για την ελληνική επαρχία το ποίημα ΠΡΕΒΕΖΑ είναι η επιτομή της περιθωριοποίησής της από την ελληνική πολιτεία που συγκρότησε ένα υδροκεφαλικό , πελατειακό κράτος. Όταν ο Καρυωτάκης γράφει
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία .
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν λοιπόν για μια στιγμή αφαιρέσουμε το πραγματολογικό υλικό που πλήγωσε τους συμπατριώτες μας, αν πάμε πίσω στον Μεσοπόλεμο, τότε θα κατανοήσουμε ότι η πόλη μας , που είχε αυξημένη διαμετακομιστική κίνηση αυτή την εποχή,  αλλά και όλη η Ήπειρος, λίγα μόνο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, ζούσε στα κράσπεδα της ελληνικής πολιτείας. Ο κύριος Νομάρχης ως εκπρόσωπος της πολιτικής εξουσίας χρησιμοποιήθηκε από τον ποιητή ως το σύμβολο μιας εξουσίας , η οποία ακκιζόταν με τις δημόσιες εμφανίσεις της , την ώρα όλος ο λαός αναζητούσε την κρατική φροντίδα.
    Η συγγραφέας κατορθώνει, χρησιμοποιώντας την ιστορική, πολιτική και κοινωνική πλαισίωση, να μας οδηγήσει με επιτυχία στην κατανόηση του ποιητικού σύμπαντος του Καρυωτάκη, που διαμορφώθηκε στον Μεσοπόλεμο με τα όσα ιστορικά έλαβαν χώρα τότε και  με τη συνδικαλιστική του δράση για την απομείωση της αυταρχικότητας του κρατικού μηχανισμού. Αυτό το ποιητικό σύμπαν συγκροτήθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και αποτυπώθηκε στις τρεις ποιητικές συλλογές του, τα πεζά και τα υπόλοιπα κείμενά του.
      Η Πρέβεζα για τον Καρυωτάκη αποτέλεσε την απόληξη του ποιητικού του σύμπαντος. Δεν είναι ο δημιουργός του. Είναι ένας από τους τόπους –σύμβολα που σφράγισαν την υπηρεσιακή του περιπέτεια. Για τον Καρυωτάκη ο τόπος είναι ο τόπος των πραγμάτων, του υλικού κόσμου, από τον οποίο αντλεί τα ποιητικά του σύμβολα, στα οποία εγχέει τη δική του οπτική και τα ανανοηματοδοτεί.
     Συνεπώς, το έργο της Αλεξάνδρας Κωστάκη-Μέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία για να ξαναμιλήσουμε με τον ποιητή. Συχνά, όταν γίνεται μια συζήτηση για τον ποιητή περιοριζόμαστε σε μια απολογητική στάση υποστηρίζοντας την αθωότητα της πόλης και κατακεραυνώνοντας τον δημιουργό.
    Η μελέτη της Κωστάκη-Μέξη εμπλουτίζει την τοπική εργογραφία, ίσως είναι η πρώτη προσπάθεια που παράγεται από την πόλη και συνιστά μια αξιοσημείωτη απόπειρα να διατυπωθεί ένας ψύχραιμος λόγος.
     Τις τελευταίες προσπάθειες η πόλη έχει κάνει σημαντικές κινήσεις για να συναντηθεί με τον ποιητή, να τον εντάξει στη δική της μνήμη. Δικαιούται η πόλη να έχει την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για δημιουργία Ινστιτούτου Μελέτης της Λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Χρειάζεται και ο Καρυωτάκης να αποκτήσει την πρεβεζάνικη ιθαγένεια, χωρίς αστερίσκους και προϋποθέσεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου