Μια βδομάδα μετά
την τελευταία Κυριακή των απόκρεων είναι η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Εορτάζεται
το τέλος της σύγκρουσης ανάμεσα σ’ όσους θεωρούσαν ως απάδουσα στο ορθόδοξο
δόγμα την ανάρτηση εικόνων αγίων και τη συνακόλουθη λατρεία τους. Πρόκειται
για τους εικονομάχους, οι οποίοι για ογδόντα περίπου χρόνια(8ος-9ος
αι. μ.χ), συγκρούστηκαν με τους εικονοκλάστες, απορρίπτοντας την πίστη ότι οι
εικόνες μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη για επικοινωνία με τη θεότητα. Υπήρξε μια
σκοτεινή περίοδος της εκκλησιαστικής ιστορίας, όπου κάποιοι χριστιανοί, επηρεασμένοι από την ειδωλολατρική παράδοση
και πρακτική, νόμιζαν πως οι εικόνες είναι σαν τα είδωλα. Η
σύγκρουση έληξε με την αναστήλωση των εικόνων και την αποδοχή της αρχής ότι η
τιμή δεν απονέμεται στην εικόνα ως αντικείμενο, αλλά στο πρόσωπο που
εικονίζεται σ’ αυτή.
Θυμήθηκα αυτή τη σύγκρουση, που προκάλεσε
αρκετά δεινά στη βυζαντινή αυτοκρατορία, , όταν άρχισε η αμφισβήτηση των
αποφάσεων της νέας, αριστερής κυβέρνησης, στην αρχή σε σχέση με τον προτεινόμενο υποψήφιο για την προεδρία της
Δημοκρατίας και στη συνέχεια σε ό,τι αφορά την
κατάληξη, που είχε η διαπραγμάτευση στο γιούρογκρουπ. Προφανώς, δεν
αναφέρομαι στις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, ιδίως της αξιωματικής. Το
θεωρώ, δυστυχώς, αναμενόμενο, μια και μάχονται για την πολιτική τους επιβίωση,
αν όχι δικαίωση , μέσα από την εξίσωση των προσπαθειών της μνημονιακής
συγκυβέρνησης και της τακτικής της νέας κυβέρνησης να παρακάμψει τις δυσκολίες.
Η ανάκληση στη μνήμη αυτού του
παραδείγματος οφείλεται στις αντιδράσεις μέσα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, που
εκδηλώθηκαν μέσα από μέσα κοινωνικής δικτύωσης(facebook, tweeter). Αυτό που μένει ως εντύπωση
είναι η εξάτμιση του συναισθηματικού κεφαλαίου που επισώρευσε η νίκη στις
εκλογές της 25ης. Αντί για την οιστρηλάτηση από τον ενθουσιασμό και
την ελπίδα για νέο κόσμο, επικράτησε η απογοήτευση, ίσως και η οργίλη
αντίδραση, που διοχετεύθηκε και μέσα από δηλώσεις ανώτερων και ανώτατων
στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιφύλαξη και η κριτική σ’ αυτό που συμφωνήθηκε στις
Βρυξέλλες ανήκουν στο πολιτικό οπλοστάσιο της Αριστεράς, η οποία πορεύεται με
αντιφάσεις, πλουραλισμό, διάλογο, έστω κι αν κάποιες φορές μπορεί να είναι
συγκρουσιακός.
Όμως, οι έντονες αντιδράσεις, ακόμη και προβεβλημένων στελεχών, φωτίζει
μια αναμενόμενη αρρυθμία στην Αριστερά εξαιτίας του γεγονότος, ότι, ως την 25η,
αντλούσε τη δύναμή της από την αντίθεσή της στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, που
τροφοδοτούνταν από το πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο της. Με τις εκλογές
κλήθηκε η Αριστερά ν’ αναλάβει έναν άλλο ρόλο: να υλοποιήσει όσα πρεσβεύει. Να
κάνει πράξη τις ιδέες της, που διοχετεύτηκαν στο πολιτικό της πρόγραμμα. Αυτό
είναι το πρόταγμα σε μια αριστερή κυβέρνηση, ιδίως σε μια περίοδο που η χώρα
έχει αλυσοδεθεί σε μνημονιακούς νόμους.
Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Με άμεση κατάργηση
όλων των μνημονιακών εξαρτήσεων; Όποιον ψηφοφόρο-και μη –του ΣΥΡΙΖΑ ρωτήσουμε
θα επιθυμούσε να αποκατασταθεί άμεσα η καταστροφή. Να «αναστηλωθούν» τα
κοινωνικά δικαιώματα. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο σε κοινοβουλευτικό πλαίσιο;
Αναμφίβολα, η δυσκολία αυτή δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη των πολιτικών
προταγμάτων(ανθρωπιστική κρίση, ανακούφιση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, κ.λπ.).
Αντίθετα, ο δρόμος είναι μακρύς και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο συνεργούν και άλλοι
παράγοντες, που επιβάλλουν τη συγκρότηση μιας επεξεργασμένης τακτικής, η οποία
θα είναι συνδεδεμένη με την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής.
Το διακύβευμα, συνεπώς, είναι ο τελικός
στόχος. Τα άλλα είναι τα μέσα.Η τακτική.
Σ’ αυτή την πορεία η Αριστερά οφείλει να μην αντικαταστήσει τον στόχο της με τα
εικονίσματα. Η πίστη είναι απαραίτητη, χωρίς όμως να υποκαθιστά το αιτούμενο,
που είναι η δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας. Και ο συντομότερος δρόμος για να
φτάσει ένας πολιτικός σχηματισμός στο στόχο του δεν είναι η ευθεία, ιδίως όταν
έχουν διαμορφωθεί δαιδαλώδεις εξαρτήσεις.
Οι συναισθηματικές μεταπτώσεις ενδεχομένως
είναι ένας δείκτης μιας πολιτικής ομφαλοσκόπησης, που αρνείται να δει την
πραγματικότητα. Αυτό που γίνεται στις διαπραγματεύσεις δεν είναι μια
διαπραγμάτευση σε προσομοιωτή. Είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια να προκληθούν
ρωγμές. Το αισιόδοξο είναι ότι η διαπραγματευτική ομάδα-στο προσκήνιο και στο
παρασκήνιο- επιδεικνύει μια πρωτοφανή μεθοδικότητα για τον ελληνική πολιτική
εμπειρία.