Τρίτη 8 Μαΐου 2018

ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ, «...ή πατριωτικός οίστρος ή διαρκές κλαυθμύρισμα...», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ



ΕΤΙΚΕΤΕΣ:Κριτική
ΑΛΕΞΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830-1880
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
σελ. 453
Ω​​δη από τον τίτλο μας οι υποψιασμένοι αναγνώστες διαισθάνονται ότι, ενώ συζητάμε κάτι παλιό, μιλάμε και για κάτι που έντονα θυμίζει το παρόν. Εφιαλτικό; Ασφαλώς το είχε στον νου του ο Αλέξης Πολίτης, όταν άπλωνε το ογκώδες, λησμονημένο υλικό του φέρνοντας τον σύγχρονο αναγνώστη σε επαφή με έναν πολιτισμό-ναυάγιο, που ωστόσο μας στοιχειώνει από τον βυθό του σε κάθε μας βήμα. Αντικείμενο της πραγματείας του σημαντικού νεοελληνιστή είναι αφενός η κριτική παρουσίαση της λογοτεχνίας των πρώτων 50 χρόνων του ελληνικού κράτους, αφετέρου η γνώση που η λογοτεχνία αυτή μας παρέχει για τον πολιτισμό, την ιδεολογία, την ταυτότητα.
Παρουσιάζει άραγε γενικό ενδιαφέρον το επιστημονικό αυτό βιβλίο; Επιτρέπει την πρόσβαση στον μη ειδικό; Η κομψή γραφή με την απαραίτητη δόση χιούμορ και μετρημένων προσωπικών τόνων οδηγεί αμέσως σε καταφατική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Οσο για το πρώτο, υπάρχουν στο βιβλίο αυτό συγκινήσεις για πολλά γούστα. Πρώτα πρώτα η έκπληξη: από τη λογοτεχνία των 50 αυτών ετών, όπου η ποίηση (άλλες εποχές...) κατέχει τη μερίδα του λέοντος, ο συγγραφέας ορίζει ως αντικείμενο μελέτης τους δημοφιλείς ελάσσονες που, ας μη φοβηθούμε να το πούμε, ήταν κατά βάση κακοί λογοτέχνες!
Θα διαβάσουμε, λοιπόν, ξανά και ξανά όχι για τον Σολωμό και τον Κάλβο αλλά για Σούτσους, Ραγκαβήδες, Καρασούτσες, και ένα σωρό άλλους που πρώτη, μάλλον, και τελευταία ίσως φορά θα έρθει σε επαφή μαζί τους ο μέσος μορφωμένος αναγνώστης. Πώς αυτό; Ο ένας λόγος είναι, ας πούμε, αντικειμενικός. Εχει να κάνει με το αντιστρόφως ανάλογο κύρος που οι Ελλαδίτες συγκαιρινοί προσέδιδαν στους καλούς ποιητές: τους παραμέριζαν. Ο άλλος συνιστά ταυτόχρονα τη μεγάλη αξία του βιβλίου: την εποχή, την κοινωνία, τη χώρα δεν τις μαθαίνουμε στ’ αλήθεια παρά από τους «ποπ» αλλά χαμηλής ποιότητας λογοτέχνες, ιδίως τους ποιητές της βραχύβιας δόξας.
Εναλλάσσοντας σχόλια με αποσπάσματα (όταν πρόκειται για την ποίηση) και σύντομες αναδιηγήσεις (όταν πρόκειται για πεζογραφία ή θέατρο) ο Πολίτης μας οδηγεί χρόνο τον χρόνο, κλιμακωτά, από την οθωνική μετεπαναστατική Ελλάδα της δεκαετίας του 1830 στην αυγή μιας νέας εποχής που στη λογοτεχνία θα συνδεθεί με την εμφάνιση της λεγόμενης «γενιάς του ’80». Χωνεύοντας σιγά σιγά την έκπληξή του ο αναγνώστης θα οδηγηθεί μέσα από τις σελίδες μιας τέχνης νεκρής και άγονης, που δεν δημιούργησε παράδοση, αλλά και μέσα από τα τεκμήρια της πρόσληψής της από τους αναγνώστες του καιρού εκείνου, στη γνωριμία με έναν πολιτισμό βαριά συμπλεγματικό, που, δυστυχώς, δεν θα μας φανεί καθόλου άγνωστος: ένας συνδυασμός στομφώδους αρχαιοπρέπειας και ελληνολαγνείας με μιαν ευερέθιστη διάθεση απέναντι στην Ευρώπη και τον πολιτισμένο κόσμο, με τον οποίο οι ασήμαντοι αυτοί λογοτέχνες συγκρίνονται εριστικά, και προς τον οποίο πιεστικά εγείρουν απαιτήσεις. Πολύτιμο, όπως το λέει κι ο συγγραφέας για την ιστορία των νοοτροπιών αλλά και απολαυστικό το ανάγνωσμα, που κάθε τόσο μας φέρνει σε επαφή πότε με μια πικάντικη λεπτομέρεια (τη Σουηδέζα που εντοπίζει τη νοσηρή σχέση των Ελλήνων με τη φαντασίωση), πότε με ένα από τα πάμπολλα εμβριθή σχόλια του Πολίτη («Ο Βαλαωρίτης βιώνει το ίδιο κλίμα απελπισίας με τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο»).
Ο πειρασμός να αναρωτηθούμε τι από τη σύγχρονή μας δημοφιλή λογοτεχνία θα θεωρούσε αξιόπιστο τεκμήριο για την κοινωνία μας ο ιστορικός λογοτεχνίας του μέλλοντος, απαξιώνοντάς την ταυτόχρονα, είναι μεγάλος. Από την άποψη αυτή η ποίηση, που ενδιαφέρει πια ελάχιστους, βρίσκεται, ευτυχώς γι’ αυτήν, στο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου