Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Οι Ρομά δεν είναι απειλή, αλλά ευάλωτοι ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ* , ΕΦΣΥΝ, 18-19 ΑΠΡΙΛΊΟΥ 2020

Οι Ρομά δεν είναι απειλή, αλλά ευάλωτοι

ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ*     
                 

Οι Ρομά εμφανίζονται στον δημόσιο λόγο, πάντα αρνητικά, και μετά εξαφανίζονται. Παραμένουν οι άθλιες συνθήκες στους καταυλισμούς, οι υποβαθμισμένες συνοικίες, αλλά ιδίως οι απόψεις που έχουν διαμορφωθεί στις τοπικές κοινωνίες που αντιμετωπίζουν πραγματικά ή και φαντασιακά προβλήματα συμβίωσης. Τα λόγια του καθηγητή Ιατρικής Σ. Τσιόδρα αποτέλεσαν ευχάριστη έκπληξη, καθόσον μάλιστα έχει ασχοληθεί με ειδικές πληθυσμιακές ομάδες.
Ομως, το να επαφιέμεθα σε τέτοιες διαπιστώσεις είναι ανεπαρκές και ανασφαλές: ο ιερέας στο Κουκάκι που κοινώνησε πιστούς δήλωσε ότι «η θεία κοινωνία δεν μεταδίδει καμία ασθένεια, το είπε η κ. Γιαμαρέλλου». Το ζήτημα των Ρομά αφορά τις κρατικές πολιτικές που πρέπει να ασκηθούν, αφού πάρουν υπόψη τους τις σχετικές επιστημονικές διαπιστώσεις. Γιατί όμως η Ελλάδα έχει μείνει τόσο πίσω σε σχέση με άλλες χώρες στην ένταξή τους; Υπάρχουν κάποιες παραδοχές που προέρχονται από τις λίγες σοβαρές έρευνες που έχουν γίνει:
Οι Ρομά και εντάσσονται αλλά και «αφομοιώνονται»: από την Πελοπόννησο μέχρι τη Θράκη και τη Θεσπρωτία, υπάρχουν ομάδες που έχουν «αποτσιγγανοποιηθεί», δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες. Ηδη το 1938 ο Δ. Λουκόπουλος το παρατήρησε σε χωριά της Ρούμελης.
Η διαδικασία της ένταξης είναι αργή και οφείλεται σε πληθώρα και συνδυασμό παραγόντων. Οι πολιτικές ένταξης δεν αποδίδουν ένα, δύο ή πέντε χρόνια μετά την έναρξή τους. Πρόκειται για επίπονες διαδικασίες δεκαετιών, όπως έχουν δείξει τα παραδείγματα εδραίων (μη μετακινούμενων) Ρομά στην Ηπειρο, στις Σέρρες, στην Ημαθία.
Οι Ρομά κάθε άλλο παρά αποτελούν ενιαία ομάδα. Είναι μετακινούμενοι και μάλιστα με διαφορετικά μοτίβα, εδραίοι, με διαφορετικές μητρικές γλώσσες, με διαφορετικά κοινωνικά και επαγγελματικά προφίλ. Η εικόνα του μετακινούμενου, αυτού που ζει σε παραπήγματα, δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα μειοψηφικό κομμάτι του πληθυσμού.
Το ελληνικό κράτος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέλαβε πρωτοβουλίες ένταξης των μετακινούμενων πληθυσμών με υποστήριξη για την κτήση γης και τη μερική απόδοση ιθαγένειας το 1968. Ομως, μόλις το 1978 θα προβεί σε μαζική απόδοση ιθαγένειας, το 1997 θα ασχοληθεί με την εκπαίδευση και τη δεκαετία του 2000 με τη στέγαση. Οι παρεμβάσεις όμως: α. Συνάντησαν την αντίδραση πυρήνων του κράτους. Το 1967 είχε συζητηθεί μέχρι και η απέλαση όσων δεν είχαν ελληνική ιθαγένεια (για παράδειγμα Ρομά πρόσφυγες του 1922 στην Αγία Βαρβάρα και την Κάτω Αχαγιά). β. Συνάντησαν την αντίδραση εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. γ. Ολες ήταν αποσπασματικές και χωρίς σχεδιασμό και στόχο, με μικρά ή πενιχρά αποτελέσματα. Η φοβία να χαρακτηριστούν οι Ρομά μειονότητα απέτρεπε πολλές σοβαρές παρεμβάσεις. Ο Γιώργος Μαυρομμάτης έχει τεκμηριώσει τα παραπάνω για την εκπαίδευση, ενώ ο Συνήγορος του Πολίτη έχει περιγράψει την αποτυχία των στεγαστικών δανείων.
Σήμερα, πολλές κοινότητες Ρομά χαρακτηρίζονται περισσότερο από τις αντιλήψεις μας για αυτές παρά από τη σημαντική διαφοροποίησή τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό: τη δεκαετία του 1980 στα Τουρκοβούνια της Αθήνας συνάντησα κρεμασμένο σεντόνι με αίμα παρθενίας, ενώ τη δεκαετία του 2000 παραβρέθηκα σε γαμήλιο τραπέζι στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης σε πολυσύχναστο δρόμο που τον είχαν κλείσει. Ξεχνάμε ότι η άτυπη απασχόληση χαρακτηρίζει γενικά την Ελλάδα, άλλωστε πάνω από ένα τέταρτο του ΑΕΠ σχετίζεται με την παραοικονομία. Αντίστοιχα, στην Ιταλία διαμαρτύρονταν για την καραντίνα πρόσωπα με αδήλωτα επαγγέλματα, όπως υδραυλικοί και ηλεκτρολόγοι, καθώς δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τις κρατικές παροχές.
Αυτά δεν αναιρούν ότι μερικές ομάδες Ρομά εμφανίζουν σημαντική παραβατικότητα, ότι δικαιολογημένα αγανακτούν όσοι υφίστανται συνεχείς παραβατικές συμπεριφορές χαμηλής απαξίας. Κάποιες από αυτές αφορούν μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού και έχουν αξιόλογη κοινωνική και πολιτική αποδοχή, όπως η αυθαίρετη δόμηση ή και η κλοπή ηλεκτρικού ρεύματος, άλλες δύσκολα δικαιολογούνται με το επιχείρημα της απόλυτης ανέχειας. Οι Ελληνες Ρομά λαμβάνουν όλο το φάσμα των επιδομάτων.
Το τι πρέπει να γίνει δεν είναι ξεκάθαρο. Ξέρουμε τι δεν πρέπει να γίνει και τι δεν έχουμε κάνει. Οι πολιτικές που ασκούνται είναι αποσπασματικές και επαφίενται στη διάθεση ή τη δυνατότητα των δήμων ή των περιφερειών. Η Εθνική Στρατηγική για την ένταξη των Ρομά που εκπονήθηκε το 2011 ήταν επιεικώς ανεπαρκής: χαρακτηριστικά, αναφέρει 5 χιλιάδες Ρομά στην Αττική. Αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία δεν έχουμε για τίποτα. Συχνά τα χρήματα από τα προγράμματα σπαταλιούνται χωρίς αποτελέσματα.
Ξέρουμε ακόμη ότι δεν μπορούμε να σχεδιάζουμε με βάση το τι θέλουν οι τοπικές κοινωνίες, για παράδειγμα να οργανώνουμε καταυλισμούς μακριά από τις πόλεις, γιατί απλώς κανείς δεν θα μείνει εκεί. Ξέρουμε, τέλος, ότι η ανοχή στην παραβατικότητα μακροπρόθεσμα είναι εναντίον της κοινότητας. Η άποψη ότι οι Ρομά είναι άβουλοι και «ανήλικα» θύματα, μη δυνάμενοι να καταστούν ισότιμοι πολίτες, είναι ιδιαίτερα προβληματική.
Μάθαμε ότι πρέπει να προσπαθήσουμε με στόχους εφικτούς, με πραγματικά μετρήσιμα αποτελέσματα, με σοβαρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, με απεγκλωβισμό από το σχήμα Ρομά-μη Ρομά όταν το ζήτημα αφορά γενικά τα πιο φτωχά και περιθωριοποιημένα στρώματα του πληθυσμού. Φαίνεται όμως ότι οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να μη μαθαίνουν.
Η όποια εμπειρία της Ειδικής Γραμματείας Ρομά, που συστάθηκε το 2016, όπως ότι οι οριζόντιες δράσεις δεν ευδοκιμούν, εξατμίζεται με την κατάργησή της. Η όποια λύση προσπαθούσε να δώσει η νομοθεσία του 2019 για να αποκτήσουν ιθαγένεια οι ανιθαγενείς ή δημοτολογικά ατακτοποίητοι Ελληνες Ρομά, ακυρώθηκε. Αφού πλέον πιστεύουμε ότι μπορούμε και καλύτερα, ας το κάνουμε.
* Διδάκτωρ Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο), εργάζεται ως ειδικός επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη. Ειδικεύεται σε ζητήματα γλωσσικής και θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια και σε ζητήματα ιθαγένειας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου