Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Ο λόγος του ιατρού κ. Γεωργίου Δήμα, κατά τον πανηγυρισμόν της Εκατονταετηρίδος εν Συρράκω (29 Ιουνίου 1930) προ της μαρμαρίνης προτομής του Ιωάννου Κωλέττη, Εφ. Ελευθερία Ιωαννίνων, 24 Ιουλίου 1930


 

 

Σεβασμιώτατε, Εξοχώτατε, Σεβαστή ομήγυρις,

 

 

Εάν ωνομάσθη και  δικαίως εύανδρος η Ήπειρος, εγωισμόν και υπερηφάνειαν τολμώ να είπω, ότι μία των πρώτων θέσεων εν τη Ιστορία αυτής κατέχει η ευανδροτάτη κωμόπολις του Συρράκου, η κορωνίς αύτη των χωρίων της νοτιοδυτικής οροσειράς του Πίνδου και του Μαλακασίου. Ευανδροτάτη, λέγω, ως αναδείξασα άνδρας τόσον εθνικούς, ως πολιτικούς, ποιητάς, επιστήμονας και ευεργέτας, όσον και πλείστους φιλοπάτριδας ευεργέτας και δωρητάς.

 

      Πότε ιδρύθη και πώς συνοικίσθη είναι ιστορικώς ανεξακρίβωτον. Λαμπρή τις όμως παροιμία λέγει «Ματσούτκι χωριό, Καλαρρύτες μαχαλάς, Συρράκον πάντε σπίτια». Ταχέως όμως ανεστράφησαν οι όροι και το πεντάσπιτον Συρράκον ηνδρώθη, ήκμασε και ανεδείχθη, γενόμενον πολυανθρωπότατον και εύφημον, ώστε ως αρχαία τις Μητρόπολις να ιδρύση τας περί αυτό, ως ειπείν,  αποικίας Παλαιοχώριον Συρράκου και Προσβάλλαν, πολλοί να μετοικήσωσιν, ως οι Συρρακιώται των Αγράφων, ο Μάμαλης με εκατόν οικογενείας και άλλοι εις διάφορα μέρη της Ελλάδος και παραλίους πόλεις της Μεσογείου και τας Νήσους, τόσον φεύγοντες το άγονον  και βραχώδες της αετοφωλιάς αυτής, όσον και τον τυρανικόν ζυγόν.

     Είθε ταχέως να ευρεθή ο Θουκυδίδης της Ιστορίας του Συρράκου κατά τον προκηρυχθέντα διαγωνισμόν του Χρήστου Ζαλοκώστα, εγώ δε, μη θέλων , να κουράσω υμάς, θα προσπαθήσω να  ως δια κινηματογραφικής ταινίας να απεικονίσω την σταδιοδρομίαν και την εθνικήν αυτού δράσιν.

     Και μετά την καθυπόταξιν και κατάπτωσιν της Ηπείρου υπό των Τούρκων παρέμειναν και ανθίσταντο εισέτι  τ’ αρματολίκια και τα καπετανάτα του Μαλακασίου, των Τζουμέρκων και του Ξηρομέρου, αλλά μετά μακρούς και σκληρούς αγώνας, περί τα τέλη του 18ου αιώνος, οι Βλάχοι του Πίνδου υπέταξαν αυτοί εαυτούς , δηλαδή συνεβλήθησαν με τους Τούρκους , εξαρτηθέντες μεν διοικητικώς εκ της βασιλομήτορος (βαλιδές) αλλά και διατηρήσαντες το πατροπαράδοτον ανεξάρτητο  πολίτευμά των, ως περιβληθέντες δια προνομίων και λέγεται , ότι οι Σπαχήδες , ερχόμενοι εις Συρράκον κατέθετον τα όπλα των  και τας σημαίας των εις Άγιον Γεώργιον.

     Διά των προνομίων τούτων ιδρύθησαν δύο ημιανεξάρτητοι Κοινοτικαί Ομοσπονδίαι, η του Συρράκου και η των Καλαρρυτών. Εις την Ομοσπονδίαν του Συρράκου υπήγοντο 42 χωρία έχοντα ιδίους άρχοντας, αλλά συμβουλευόμενα και εξαρτώμενα από την Πρωτεύουσάν των, το Συρράκον. Πάντα ταύτα τα προνόμια, μετά έτη ή μάλλον αιώνας, κατηργήθησαν υπό της Ηπειρωτικής τίγρεως, του Αλή- Πασσιά.

    Επωφελούμενοι των προνομίων των , διά το άγονον και βραχώδες της αετοφωλιάς αυτής επεδόθησαν εις το εμπόριον , την κτηνοτροφίαν και την κατεργασίαν των μαλλίνων ειδών. Ως έμποροι επιχειρηματίαι, ειλικρινείς και ευσυνείδητοι, διέπρεψαν πολλαχού της Ελλάδος και της Ευρώπης, ώστε ιστορείται ότι ο Συρρακιώτης Αδάμος εγένετο τραπεζίτης του Βασιλέως της Ισπανίας. Ως κτηνοτρόφοι, οι αρχαιοπρεπείς τσελιγκάδες  επλημμύρουν με τα πολλά και υπερήφανα κοπάδια των τα χειμαδιά της , της Ηπείρου, της  Μακεδονίας, της Θεσσαλονίκης και Αιτωλοακαρνανίας μετά των υπερπεντήκοντα χιλιάδων προβάτων των. Συναφής τούτου ήτο η μεγάλη και τελεία ανάπτυξις της κατεργασίας ή βιομηχανίας των μαλλίνων ειδών, πριν η αναπτυχθούν αι ευρωπαϊκαι βιομηχανίαι , ώστε να καταντήση αύτη μονοπώλιον των Συρρακιωτών καποτοφοράδων, δια τον ναυτικόν και εργατικόν κόσμον της τε Ελλάδων και των Ευρωπαϊκών Μεσογειακών πόλεων, αφού έφθανον μέχρι των Ηρακλείων στηλών.

     Και αι μεν γυναίκες κατηργάζοντο τα φημισμένα εις στερεότητα και χρωματισμούς και συνδυασμούς μάλλινα είδη επιπλώσεων και ενδυμασιών και τα του εμπορίου καλτσιρά, δήμιτα, φλοκάτα και καππότα , οι δε άνδρες λεγόμενοι ραφτάδες και καπποτάδες, παραλαμβάνοντες τα είδη ταύτα, τα έρραπτον εις ποικίλλας ενδυμασίας και κάππας και τα επώλουν παντού της Μεσογείου, ώστε

Και σήμερον διατηρείται, νομ΄κιζω, εις τας Ιταλικάς φορτωτικάς, δηλαδή την κάππαν το διδόμενον δώρον τοις πλοιάρχοις υπό των Συρρακιωτών καπποτάδων.

      Πάντα ταύτα εξύμνησεν ο αθάνατος ποιητής μας , ο Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης, Κώστας Κρυστάλλης.

       Οι ευφυείς όμως και επιχειρηματίαι Συρρακιώται ήσαν λίαν φιλοπάτριδες, ώστε και πλουτούντες και ευημερούντες εις τα Ξένα και εις Ελεύθερα Κράτη, εν μόνον όνειρον είχον, το μεγαλείον της ιδίας Πατρίδος και την ζηλευτήν Ελευθερίαν της Ελλάδος, ώστε εκ των πρώτων εμυήθησαν εις την Φιλικήν Εταιρείαν

 Και παλινοστούντες εδαπάνων τον πλούτον των εις καλλιμαρμάρους και ευρυχώρους οικίας, μεθ’ απάσης ανέσεως και ευμαρείας εις σύστασιν Εκκλησιών και Σχολών, μετά πληρεστάτων βιβλιοθηκών εξ αρχαίων ελληνικών και ευρωπαϊκών βιβλίων, αφού ήσαν γλωσσομαθέστατοι και συνετήρουν άρτια σχολεία πρώτης  εκπαιδεύσεως και ως παράδειγμα της φιλοπατρίας των και της φιλομαθείας των ας αναφέρω το συστηθέν ποτε Τοπάλειον Παρθεναγωγείον και το υφιστάμενον Οικοτροφείον «Ο Γιαννιώτης». Συνεπώς και επιστήμονας πολλούς ανέδειξε τιμώντας την πατρίδα των, και ας αναφέρω τινάς, τον Βασιλάκην Βέην, Συρρακιώτην ιατρόν του Σουλτάνου, Γεώργιον Βάφαν, καθηγητήν του Πανεπιστημίου, τον Νικ. Βάφαν , αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Γεώργιον Μπήτσιον, οφθαλμολόγον, τον Πέτρον Ζαλοκώσταν, χημικόν, και λοιπούς.

       Ευημερούντες όμως οι Συρρακιώται δεν επαναπαύοντο εις τον πλούτον των και εις την ειρήνην, αλλά διαπνεόμενοι υπό του Ζήλου της Ελευθερίας, εδράττοντο των όπλων οσάκις εδίδετο αφορμή. Τρις κατεστράφη, λέγεται το Συρράκον, αλλ’ η τρίτη υπήρξε τελειωτική, ολοκαύτωμα του εθνικού αγώνος, η γενομένη τον Ιούλιον του  1821 και της οποίας την επέτειον δεν θρηνούμεν, αλλά πανηγυρίζομεν σήμερον υπό την σκέπην της κυανολεύκου Σημαίας.

     Ιδού και το δημώδες τραγούδι:

Η λεηλασία του Συρράκου

(1821)

Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά

                         στον Άι Γιώργη.

Τώνα τηρεί τα  Γιάννινα τ’ άλλο

                        κατά το Βάλτο

το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει

                   και λέγει:

«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε ψηλά απ΄

                            την Τσουκαρέλλα.

Μην είναι μαύρα πρόβατα, μην είναι

                                            μαύρα γίδια.

-Δεν είναι μαύρα πρόβατα , ούτε και

                                        μαύρα γίδια,

Μόν’  είναι Χαλοτρύπιδες, πώρχονται

                                      στου Συρράκου.

Βρίσκουν τα σπίτια έρημα, τες πόρ-

                                                            τες ανοιγμένες.

Βάνουν φωτιά στον Αϊ- Λια και

                             καίν’ όλην την χώρα.

Ομέρ Κουμπάρος Χούγιαξε στην μέση

                                      από την Γούρα:

-Παιδιά, μην καίτε το χωριό, μην

                                     καίτε τα βακούφια,

οι Βλάχοι το μετάνιωσαν και πίσω

                                   θα γυρίσουν .

-Τι λες, τι λες παλιάρβανε, τι λες,

                                Ομέρ Κουμπάρε!

Οι Βλάχοι πάνε, φύγανε, και παν κατά

                                                τον Βάλτο,

κι όταν αλλάξη ο καιρός φτιάνουν

                                        καινούργια σπίτια,

φκιάνουν καινούργιες εκκλησιές, και-

                                νούργια μοναστήρια»

 

      Κατά το σωτήριον αυτό έτος 1821 της Ελληνικής Εθνεγερσίας, επαναστάτησε και το Συρράκον φυσικώς. Εμπνευστής και αρχηγός ταύτης υπήρξεν ο Ιωάννης Κωλέττης. Αλλά ποίος αυτός ο Κωλέττης; Φρονώ όμως ότι ουδείς Έλλην δικαιούται να αγνοή τον δαιμόνιον αυτόν αγωνιστήν και συνετόν σύμβουλον του 1821 και πρώτον Πρωθυπουργόν της νέας Ελλάδος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου