Ο Βόλος είναι μια πόλη μονίμως ραχατλίδικη. Ακουμπισμένη η πλάτη στο Πήλιο, τρέφεται από τους ψιθύρους της ιστορίας του. Το κεφάλι στον πλάτανο, στην πλατεία της Μακρινίτσας, ακούει ιστορίες που φτάνουν στην αχλή του μύθου. Μολογάνε για τον Κένταυρο και το πουκάμισο του Νέσσου που έγινε σάβανο για τον Ηρακλή που νέρωσε τα αισθήματά του. Τα πόδια της πόλης πλατσουρίζουν στον Παγασητικό.
Βρίσκεται σε μια εύθυμη διάθεση ο Βόλος, έτοιμος να πάρει το πρώτο πλοίο για τις Σποράδες. Η θάλασσα γίνεται φιλοπαίγμων. Νωρίς το απόγευμα τα κύματα ορθώνονται, «έλα να παίξουμε» (Χριστόπουλος, Ροδακιό 2023) μοιάζουν να λένε. Το κάλεσμα απευθύνεται σ’ όσους κάθονται στο τσιμεντένιο τειχίο του πάρκου. Ελάτε να παίξουμε το παιχνίδι της τοπικής ιστορίας. Τα κύματα αποκτούν ανθρώπινη μορφή. Βγαίνει μονοσάνδαλος από τη θάλασσα ο Ιάσονας, να ξαποστάσει από το κουραστικό ταξίδι, να ξεδιψάσει την περιέργειά του. Ακολουθεί ο Σαράτσης και ο Δελμούζος, ευθυτενείς και ευχάριτες, μόλο που ταλαιπωρήθηκαν και δέχθηκαν τα πάρθια βέλη από εκείνους που γίνονται τροχοπέδη στο αγαθό της εκπαίδευσης για όλους τους ανθρώπους.
Οι δύο τους, με βήμα σταθερό, διασχίζουν τον τοίχο του παλιού εργοστασίου, του Παπαστράτου, και θρονιάζονται στα δικά τους αμφιθέατρα. Εκεί που ακούγεται η ανάσα των φοιτητών/τριών για τον δικό τους αγώνα. Για το δικαίωμα στο αγαθό της εκπαίδευσης. Που δικάζονται σε μια ανοιχτή δίκη, σε μια νέα εκδοχή των «Αθεϊκών». Τα γράμματα και η ανθρωπιά πουλιούνται μισοτιμής στα καλάθια των πεζοδρομίων. Από τα εμπορικά καταστήματα. Φυσάει στο μπαστουνάκι. Αναζητώ τα ίχνη από τον Γιάννη Πίκουλα, τότε που μοιραζόμασταν τη θέρμη για ένα Πανεπιστήμιο- θερμοκήπιο της γνώσης. Που θα προσφέρει τον καρπό της επιστήμης σε όποιον τον ζητήσει. Τότε που φανταζόμασταν τον Σαράτση και τον Δελμούζο να έρχονται στην παρέα μας και να ανιστορούν όσα έπαθαν για τις κοινές προσδοκίες.
Το Πανεπιστήμιο βάλλεται πανταχόθεν. Ο ανθρωπισμός ντεμοντέ. Ο Σαράτσης και ο Δελμούζος καθηλωμένοι στα αμφιθέατρά τους. Το Πανεπιστήμιο σε βαθιά κρίση, γίνεται κι αυτό μάρκα στο καζίνο της άμεσης χρηστικότητας. Οδός Δημητριάδος, το σώμα στον αυτόματο πιλότο οδηγεί στο παλιό καπνεργοστάσιο του Σπίρερ. Εκεί που η πόλη αρμάθιαζε τις μνήμες της. Στο Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας. Οι σκιές της Αίγλης Δημόγλου και του Γιάννη Κουτή ξεκουράζονται στο παγκάκι, έτοιμοι να βάλουν πλάτη και από τον κόσμο της άλλης όχθης.
Δεν ξέρω αν η δική μου ψυχή είναι βαριά ή αν μαζώχτηκαν πολλά σύννεφα πάνω από την πόλη τα τελευταία χρόνια· αν η ιστορική μνήμη περονιάζει το παρόν· αν η σκόνη από τα τσιμέντα έχει επικαθίσει στους πόρους της μνήμης και η πόλη έπαθε αμνησία. Βόλος, η πόλη των προσδοκιών. Και του Πηλίου με τους Κενταύρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου