Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση «Ποιος τη ζωή μου», μια διαδρομή στη ζωή του σπουδαίου ανθρώπου, του μεγάλου καλλιτέχνη που σήκωσε στις πλάτες του και ένα τμήμα της σύγχρονης νεοελληνικής μας Ιστορίας. Του Μίκη Θεοδωράκη. Θα τολμούσα να πω πως η δραματοποίηση της ζωής του μεγάλου μουσουργού μπορούσε να τιτλοφορηθεί «Τι στη ζωή μας». Ολα όσα συμβαίνουν επί σκηνής δεν περιορίζονται στην οικογένεια και τις προσωπικές περιπέτειες του Μίκη. Είναι –ήταν– η παράσταση ένας καθρέφτης των ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων στην προπολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα. Είναι απότιση φόρου τιμής σε όλους όσοι στάθηκαν όρθιοι στις εθνικές περιπέτειες αλλά και απέναντι σε προσπάθειες για καθυπόταξη του φρονήματος των Ελλήνων σε εθνικές κατοχές και αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα.
Παρακολουθώντας την παράσταση ήταν αναπόφευκτη η συνειρμική σύνδεση με τα όσα συζητιούνται και πράττονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Επανέρχεται το ερώτημα –σε φιλοσοφικό και πολιτικό επίπεδο– αν υπάρχουν διανοούμενοι. Αλλοτε το ερώτημα αποκτά αγωνιώδη χαρακτηριστικά. Τι κάνουν οι διανοούμενοι; Γιατί δεν αντιδρούν; Αναρωτιούνται πολλοί. Ενα ερώτημα που συχνά υπαγορεύεται από δημοσιογράφους και πολιτικούς στα ΜΜΕ, οι οποίοι αναφέρονται απαξιωτικά στους πνευματικούς ανθρώπους, γεγονός που συνοδεύεται από το κούνημα του δαχτύλου, το σύμβολο της εξάρτησης ενός μέρους της διανόησης από τους αγωγούς της ενημέρωσης και τους παντός είδους εργολάβους. Είναι οι ίδιοι που φιλοξενούν ένα κομμάτι διανοουμένων –ηθοποιών, συγγραφέων, τραγουδιστών–, άλλοτε ως αλατοπίπερο στη συζήτηση κι άλλοτε ως μια προσπάθεια να επενδύσουν στην «εγκυρότητα» των λεγομένων-φετφάδων του παριστάμενου διανοούμενου.
Ο Μπουρντιέ ισχυρίζεται ότι οι διανοούμενοι σιωπούν και δεν τοποθετούνται ξεκάθαρα στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας (πολιτικά, οικονομικά, οικολογικά) από φόβο μήπως χάσουν τα προνόμια που απολαμβάνουν από τις θέσεις που κατέχουν. Εχει δίκιο. Ωστόσο, η γενίκευση είναι άδικη. Οι διανοούμενοι παρουσιάζονται ως μια ομοιογενής ομάδα. Μέγα λάθος. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς είναι αόρατοι στον δημόσιο χώρο. Οι απόψεις τους δεν φτάνουν ποτέ στους πολίτες. Το περισσότερο που μπορεί να κερδίσουν είναι δυο- τρία λεπτά δημοσιότητας αν έχουν κάποια εξειδίκευση, που μπορεί να συμβάλει την ενημέρωση όταν προκύπτει κάποιο θέμα. Στη συνέχεια επανέρχονται στην ανωνυμία τους. Ποιος νοιάζεται για τις αγωνίες των ερευνητών, των φιλοσόφων, των φιλολόγων, των λαογράφων (άντε να ερωτηθούν για κάποιο έθιμο σε κάποια γιορτή, μέρος κι αυτοί μιας φολκλορικής αντιμετώπισης του παρελθόντος), των φυσικών, των βιολόγων και γιατρών που δίνουν τη μάχη τους για την πρόοδο της ανθρωπότητας.
Κανείς δεν δίνει σημασία σ΄ αυτούς. Αντίθετα, λοιδορούνται. Περικόπτονται τα ερευνητικά κονδύλια. Πέφτουν τα φώτα της δημοσιότητας σε κάποιον απ΄ αυτούς όταν βραβεύονται από διεθνείς οργανισμούς ή όταν αποφασίζουν να ενταχθούν στην αγέλη του life style.
Πράγματι, κάποιοι διανοούμενοι σιωπούν. Οι πιο πολλοί, όμως, απλώς δεν ακούγονται. Είναι αποκλεισμένοι. Δεν ανήκουν στους καθεστωτικούς διανοούμενους. Η τελευταία ιδιότητα αυτή συνοδεύεται από υλικά αγαθά, βραβεία, θέσεις σε οργανισμούς, διαφήμιση, εξασφάλιση θέσης στις τηλεοπτικές συζητήσεις. Γίνονται «επώνυμοι» και, κάποιες φορές, είναι το Μήλον της Εριδος για τα κόμματα για κάποια θέση στα έδρανα της Βουλής ή του Ευρωκοινοβουλίου. Αναμφίβολα, αυτοί οι διανοούμενοι τα βάζουν όλα στη ζυγαριά. Γίνονται λαλίστατοι μόνο όταν πρόκειται να χαϊδέψουν τα αυτιά των εργοδοτών τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση σιωπούν. Κόβουν πάντα το καρπούζι στη μέση. Και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ. Διατυπώνουν ένα λόγο χωρίς γωνίες, που δεν ενοχλεί κανένα.
Αυτή η διαφορά είναι που αναδεικνύει τους διανοούμενους σε πρωτοπορία και πνευματικούς ηγέτες. Η παράσταση στο Badminton είναι αλήθεια πως σε παρασύρει σε επικολυρική ανάταση. Το τέλος, ωστόσο, σε επαναφέρει στην πνευματική στέπα που έχει προκληθεί από πολλούς παράγοντες. Ο Μίκης, με όλες τις πολιτικές ταλαντώσεις του, είναι ένας πνευματικός ογκόλιθος, σύμβολο μιας εποχής και εκπρόσωπος μιας σειράς διανοουμένων (Χατζιδάκις, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Αναγνωστάκης, Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης κ.λπ.), που έδωσαν ελπίδα στους χειμαζόμενους Ελληνες. Που ανανέωσαν τον νεοελληνικό μας πολιτισμό. Που μας έκαναν περήφανους τόσο για το έργο τους όσο και την ασυμβίβαστη στάση τους.
…………………………………………………………
*Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου