Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Κούλα Αδαλόγλου Η μοναχική σκιά της Μίκας Βαγγέλης Αυδίκος, Η σκιά της Μίκας εκδ. Ταξιδευτής, 2013 , περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τεύχη 168-169/2013


Η Σκιά της Μίκας[1] είναι το τέταρτο λογοτεχνικό έργο του Βαγγέλη Αυδίκου (Πρέβεζα, 1951), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Αν υποθέσουμε ότι ο Βαγγέλης Αυδίκος επιχειρεί
1. να γράψει μια ενδιαφέρουσα ιστορία
2. επιπλέον, η ιστορία αυτή να έχει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ
3. με κέντρο την ιστορία να δώσει ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία, από το παρελθόν και από το παρόν, από την Ελλάδα και τη διασπορά,
μπορώ να υποστηρίξω ότι ο συγγραφέας είναι συνεπής με αυτό που επιχειρεί στο μυθιστόρημά του, και μάλιστα το πετυχαίνει.

Η Μίκα του τίτλου δεν είναι απλώς η αόρατη πρωταγωνίστρια της αφήγησης, αλλά ο καμβάς, πάνω στον οποίο ξετυλίγονται τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της αφήγησης:
 -η καταστροφή και η προσφυγιά από τη Σμύρνη το 1922
-τα γεγονότα του 1955, στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη
-το οικονομικό κραχ-κατάρρευση του χρηματιστηρίου στην Αμερική το 1929
-ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος και η απόβαση στη Νορμανδία, το 1944
-ο εμφύλιος πόλεμος και η μετεμφυλιακή Ελλάδα, κυρίως οι υιοθεσίες μικρών παιδιών στην Αμερική, χωρίς την άδεια των γονιών τους.
-οι συνθήκες προσαρμογής, ένταξης ή αφομοίωσης των μεταναστών στην Αμερική, διαχρονικά.
-η Αμερική λίγο πριν από την πρώτη εκλογή (2008) του Μπαράκ Ομπάμα ως Προέδρου.

Η Μίκα φθάνει στην Αμερική το 1922, μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Συνδέεται ερωτικά με τον Ιρλανδό Πάτρικ, ο οποίος παίρνει μέρος στην απόβαση στη Νορμανδία και σκοτώνεται. Η ζωή της, που είχε αρχίσει να χαμογελά, συντρίβεται, αφού μάλιστα προηγουμένως έχει δει τις μετοχές στις οποίες επένδυσε όλα τα χρήματά της να καταρρέουν, το 1929.
Συναντιέται με τον ελληνικό εμφύλιο, μολονότι δεν κατεβαίνει ποτέ στην Ελλάδα, μέσω της οργάνωσης που στέλνει μικρά παιδιά στην Αμερική για υιοθεσία, για να σωθούν από τους «κόκκινους», δηλαδή από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Έτσι υιοθετεί ένα αγόρι τριών ετών, που θα το ονομάσει Πάτρικ, το όνομα του χαμένου συντρόφου της. Το παιδί δεν γνωρίζει ότι είναι υιοθετημένο, κι αυτό θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις της υπόθεσης. Ανοίγω σε αυτό το σημείο παρένθεση, για να τονίσω τη σημαντική αυτή αναφορά στον ελληνικό εμφύλιο. Είναι γνωστό ότι το θέμα του ελληνικού εμφυλίου προσεγγίζεται τον τελευταίο καιρό από διάφορες οπτικές και φωτίζονται με διαφορετικό φωτισμό διάφορες πτυχές του. Το ελάχιστα γνωστό θέμα των υιοθεσιών μικρών παιδιών που στέλνονταν στην Αμερική χωρίς την άδεια των φυσικών γονιών τους, αμέσως μετά τη γέννησή τους με τη συνεργασία κάποιων νοσοκομείων και μέσω μιας Επιτροπής υπευθύνων στην Αμερική, αποτελεί κομβικό σημείο στην πλοκή και στην εξέλιξη της υπόθεσης. Αλλά είναι και μια συμβολή με το βάρος της ιστορικής πληροφορίας.

Ποια είναι η αφετηρία της αφήγησης; Τι ζητά ένας Έλληνας με κλασικές σπουδές σε μια αμερικανική οικονομική εταιρία και ποια θέση μπορεί να κατέχει στην εταιρία Διεθνείς Οικονομικοί Σύμβουλοι, που δραστηριοποιούνταν στο χώρο επενδύσεων υψηλού ρίσκου, και για ποιο λόγο;  Ο Κοσμάς Τρίκαρδος έχει κάνει κλασικές σπουδές στην Αμερική, με έμφαση στον Αριστοτέλη. Η πρόσληψή του από την εταιρία, ως συνεργάτη για τη διερεύνηση υποθέσεων,  είναι γι’ αυτόν, μια έκπληξη, και η υπόθεση που του αναθέτουν μια πρόκληση κι ένας τρόπος για να αποδείξει ότι μπορεί να εδραιώσει τη θέση του και να εξελιχθεί, επιπλέον μάλιστα να λάβει μια τέτοια αμοιβή, που θα του επιτρέψει να αλλάξει επίπεδο ζωής.
       Έτσι αρχίζει η έρευνά του να συγκεντρώσει στοιχεία για τη Μίκα και τη ζωή της, και ταυτόχρονα η Μίκα γίνεται το κέντρο, από όπου ξεκινούν ακτινωτά αναφορές σε ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, με τον προβολέα της αφήγησης να φωτίζει συχνά λιγότερο γνωστές πτυχές και με τον αφηγητή να φανερώνει έμμεσα ή άμεσα την οπτική του.
-Η έρευνα αρχίζει από το παγωμένο Μπρονξ, από τον χώρο του νεκροταφείου μάλιστα. Ατμοσφαιρικές περιγραφές από το κρύο του καιρού αλλά και του χώρου, σε συνδυασμό με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιοχής.  
-Πίσω στο Έλλις Άιλαντ. Η ιστορία της πρώτης εισόδου των μεταναστών στην Αμερική.Τα πρώτα σημειώματα και τα φύλλα ημερολογίου της Μίκας.
-Το θέμα της μισθωμένης μετανάστευσης, δηλαδή όταν ο μετανάστης πήγαινε να δουλέψει για ένα αφεντικό που τον έχει ήδη προσλάβει, πριν ξεκινήσει από την πατρίδα του, με τους όρους που δεν επιδέχονται παρέκκλιση, και που φυσικά δεν ήταν ευνοϊκοί για τον μετανάστη. Έτσι ξεκινά η Μίκα, με συμβόλαιο με τον μπος, από τον οποίο θα δραπετεύσει ύστερα από λίγο.
-Ένα μεγάλο μέρος της έρευνας διεξάγεται στο Κολόμπους του Οχάιο. Ο Κοσμάς συναντά την ιρλανδική κοινότητα του Κολόμπους. Και την ελληνική κοινότητα, με οδηγό του πάντα τον Ηλία Καλοσίμο, καθηγητή, διευθυντή του Κέντρου Εληνικών Σπουδών στο Οχάιο Στέιτ Γιουνιβέρσιτι. Έφυγε από τη Σμύρνη το 1961, για να μην στρατευτεί στον τουρκικό στρατό, για να παραμείνει Έλληνας, κατά τον πατέρα του.
Η επαφή με τις κοινότητες δίνει την αφορμή στον συγγραφέα να παρουσιάσει τις όψεις της ζωής κυρίως των Ελλήνων μεταναστών, δεύτερης και τρίτης γενιάς αλλά και καινούριους, με τις διαβαθμίσεις του αυτοπροσδιορισμού τους, εφόσον άλλοι επιθυμούν να κρατήσουν ισχυρούς τους δεσμούς με τη χώρα καταγωγής τους, άλλοι επιθυμούν να αφομοιωθούν ως «Αμερικάνοι». Η Εκκλησία φυσικά δεν μπορεί να λείπει, με τον ιδιαίτερο ρόλο της στη συνοχή της Κοινότητας, αλλά και στην ενσωμάτωση;

Τελικά τα νήματα δένονται. Ο κύκλος κλείνει για τα πρόσωπα, με οικονομική απογοήτευση για τον Κοσμά. Ωστόσο, η σκιά της Μίκας είπαμε ότι στοιχειώνει η ζωή του. Ένα άλλος στοιχείο φαίνεται στον ορίζοντα την τελευταία στιγμή. Happy end; Όχι ακριβώς. Απλώς η έρευνα συνεχίζεται, και το μυστήριο στη ζωή της Μίκας.

Εστιάζοντας στην αφήγηση, θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτό που λέει ο αφηγητής, ότι βρίσκει τη σκιά της Μίκας αλλά όχι την ίδια, πραγματώνεται όντως μέσα από την αφήγηση. Σπαράγματα οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται σιγά σιγά. Αλλά ολόκληρη η ζωή της δεν θα αποκαλυφθεί ούτε ως το τέλος του βιβλίου. Τα περισσότερα στοιχεία, εκτός από τις αφηγήσεις προσώπων που τη συνάντησαν, προέρχονται από σημειώματα και φύλλα ημερολογίου, και κάποιες φωτογραφίες. Ο αφηγητής που ερευνά τα βρίσκει στο Έλλις Άιλαντ, στο Μπρονξ, και σε δύο φακέλους. Τον έναν του δίνει ο Πρόεδρος του ιρλανδικού κλαμπ στο Κολόμπους, στο οποίο δούλευαν ο Πάτρικ και η Μίκα. Τον δεύτερο φάκελο τον παίρνει αργότερα στα χέρια του, από την εγγονή της Μίκας.
Θεωρώ το αφηγηματικό αυτό εύρημα πολύ σημαντικό, γιατί μπορούμε και ακούμε τη φωνή της Μίκας, που δεν ζει πια, να μιλά η ίδια για τα συναισθήματά της, για τους φόβους της, τις αποφάσεις της, τη μοναξιά της, την ελπίδα της. Η αφήγησή της παρεμβάλλεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κοσμά Τρίκαρδου. Μια φωτογραφία δείχνει το πρόσωπό της, με τα ίχνη της ταλαιπωρίας και της θλίψης – έχει χάσει ήδη τον Πάτρικ και τις οικονομίες της.
Η Μίκα είναι αποφασιστική και γενναία. Όταν γκρεμίζεται κάτι, όταν δεν μπορεί να την ικανοποιήσει μια κατάσταση, φεύγει, εξαφανίζεται, κι αρχίζει πάλι κάτι καινούριο. Αυτό δυσκολεύει πολύ τον ερευνητή αφηγητή να βρει τα ίχνη της, αλλά αυξάνει το ενδιαφέρον και την αγωνία του αναγνώστη.  
Αλλά και κάτι ακόμη. Δεν είναι ο τύπος της επιτυχημένης μετανάστριας στην Αμερική, που έκανε την προσπάθειά της και ανταμείφτηκε με χρήματα και ευτυχισμένη ζωή. Αυτός το τύπος που μας γίνεται συμπαθής και οικείος, μια ζεστή γυναίκα που στερείται την αγάπη αυτών που αγάπησε, πιστεύω ότι ήταν το καλύτερο αφηγηματικό κέντρο, για να κρατηθούν και τα άλλα πρόσωπα αλλά και τα ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα που προαναφέρθηκαν.
       Στο βιβλίο έχουμε την ερωτική ιστορία της Μίκας και του Πάτρικ, μέσα στο ταραγμένο σκηνικό της εποχής που έζησαν. Ο αναγνώστης μπορεί να ρίξει το βάρος σε όποιο συστατικό θέλει: στην ερωτική ιστορία, με την εποχή σε δεύτερο πλάνο ή στην εποχή και σε όλα τα γεγονότα που συνδέονται με τα πρόσωπα, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις λεπτομέρειες για τη ζωή των προσώπων.
       Από την προσωπική μου ανάγνωση κρατώ  έντονα τη φωτογραφία της Μίκας με τα σημάδια της φθοράς στο πρόσωπο, καθώς και τη φωνή της στο όνειρο του αφηγητή, σ. 160-61. Κρατώ, με άλλα λόγια, την προσπάθεια μιας γυναίκας να αντιμετωπίσει όσα συμβαίνουν γύρω της και την υπερβαίνουν, τη δύναμη και την αξιοπρέπειά της.
Εντέλει την πολύ πικρή γεύση της ανθρώπινης μοναξιάς.






[1] Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου  το Σάββατο, 18 Μαΐου, στη 10η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου