Παρουσιάζουμε σήμερα το νέο μυθιστόρημα ενός
ανθρώπου και επιστήμονα που τιμά με τη δράση και την παρουσία του την περιοχή
μας. Παρουσία σεμνή που υπακούει στις αρχές του “μετρίως ζην” όπως το έθεσαν οι
μεγάλοι δάσκαλοι της αρχαιότητας.
Είναι παρήγορο το γεγονός ότι επιστήμονες δεν
απορροφήθηκαν στον περίκλειστο χώρο της εξειδικευμένης γνώσης τους αλλά
ανοίγονται στον κόσμο και προσπαθούν να επικοινωνήσουν με το ευρύ κοινό· ο διάλογος αυτός, παλιός όσο τα συναισθήματα και
η ζωή των ανθρώπων, δεν έχει τέλος και ο κύριος Αυδίκος ανοιχτός στην εποχή και
τα μηνύματά της επέλεξε να μιλήσει με τον συν-άνθρωπο μέσω ενός νέου βιβλίου.
Θέλουμε να τον ευχαριστήσουμε γι'αυτό, καθώς είναι
επιταγή της εποχής οι επιστήμονες να είναι και “καθολικοί άνθρωποι” και
προσπαθούμε να στηρίξουμε τις προσπάθειες αυτές γιατί ανθίστανται σθεναρά στο
υλιστικό και απαισιόδοξο πνεύμα των καιρών. Στηρίζουμε εκείνους που αγαπούν τα
γράμματα και την τέχνη, που δηλώνουν παρουσία πνευματική και υψηλό φρόνημα σε
εποχές που τέτοιες “πτήσεις” φαίνονται μάλλον απαγορευτικές.
Ένα βιβλίο είναι πάντα αφορμή να γεφυρωθούν οι
αποστάσεις, να αναδειχθεί ο άνθρωπος, οι εσωτερικές του περιπέτειες και οι συγκρούσεις,
να αποδοθεί ο αγώνας και η αγωνία του· να αναδειχθούν ακόμα πτυχές άγνωστες της ζωής και ο ηρωισμός του
καθημερινού. Είναι όμως παράλληλα και μια αφορμή να ξεχαστεί και να ταξιδέψει η
καταπονημένη σκέψη από τη βιοτική μέριμνα, από την απογοητευτική
πραγματικότητα, από τους ποικίλους μηχανισμούς, τα σενάρια και την καταπιεστική
καθημερινότητα.
Ο κος Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα με καταγωγή
από το Συρράκο. Είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και έχει ένα
πολύπλευρο επιστημονικό έργο. Τον έχουμε ήδη γνωρίσει και για το συγγραφικό του
έργο από τα διηγήματα “Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία” (2001), “Ο δικός
μου Θεός” (2004), μυθιστόρημα, “Η κίτρινη ομπρέλα” (2007) που βρέθηκε στη μικρή
λίστα του περιοδικού “Διαβάζω” για το βραβείο μυθιστορήματος του 2008. Σήμερα
έχουμε την τιμή και την πρωτιά της παρουσίασης του νέου μυθιστορήματός του “Η
σκιά της Μίκας”.
“Το αίμα, είναι
μια μνήμη με πολύμορφη γλώσσα αλλά δυστυχώς πολλές φορές με μια μητριά
πατρίδα”.
Διαβάζοντας το βιβλίο του κου Αυδίκου, ασυναίσθητα
ήρθαν στη σκέψη τα λόγια αυτά που αναφέρονται σε έναν πρόσφυγα της Νεοελληνικής
λογοτεχνίας, τον Γιώργο Ιωάννου. Ποιος όμως είναι ο Έλληνας απόδημος, ποια η
ταυτότητα και η ψυχολογία του; “Η σκιά της Μίκας” υπήρξε αφορμή να διερευνηθούν
όροι που περνούν στην καθομιλούμενη χωρίς ποτέ να διαλευκανθεί η βαθύτερη ουσία
τους. Μεταφέρω στο σημείο αυτό κάτι από τις γνώσεις που αποκόμισα ψάχνοντας
τους όρους αυτούς:
5,6 εκατομμύρια Έλληνες πρώτης, δεύτερης και
τρίτης γενιάς, αποτελούν σήμερα τον Ελληνισμό της Διασποράς, τον Απόδημο
Ελληνισμό. Ο όρος “απόδημος” προσδιορίζεται από τον “ένδημο” ή “ενδημούντα”.
Είναι ο μη ένδημος, ο απελθών και ο κατοικών εκτός των ορίων του χώρου που
ορίζεται ως δήμος ή πατρίδα και του οποίου αποτελεί τμήμα και παραγωγή του.
Έτσι, το ίδιο το άτομο αντιμετωπίζεται ως Απόδημος από την πλευρά του γεννήτορα
χώρου και ως μετανάστης ή έπηλυς από την πλευρά του χώρου υποδοχής.
Ως απόδημο νοείται το τμήμα εκείνο του Ελληνισμού,
το οποίο ζει εκτός των προγονικών εστιών του. Η αναφορά στην κοινή καταγωγή
αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό του συνόλου του. Δεν είναι όμως μόνο η
καταγωγή που κρατά τον απόδημο Ελληνισμό ζωντανό κομμάτι και μέρος του· εδώ οι έννοιες “ταυτότητα” και “Ελληνικότητα”
αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία. Η ταυτότητα αυτή ως μύθος και ιστορία, δίνει
στον Ελληνισμό την αίσθηση της συνέχειας στο χρόνο και της ενότητας στο χώρο.
Με το σκεπτικό αυτό, οι Έλληνες απόδημοι στην εγκατάστασή τους στη νέα χώρα
έπρεπε να κατοχυρώσουν τους ολικούς όρους επιβίωσής τους οικοδομώντας
ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις και τους στόχους της αποδημίας.
Η συγκρότηση του Απόδημου Ελληνισμού, υπήρξε
καρπός μιας μακρόχρονης διαδικασίας άλλοτε ως πρόσφυγας, άλλοτε ως μετανάστης
και άλλοτε ως πολιτικώς διωκόμενος σε εποχές που οι (πολιτικές) περιστάσεις για
τη χώρα υπήρξαν ανώμαλες. Αποτέλεσε μια δύναμη που στήριξε τον Ελληνισμό και
τον στηρίζει, ενώ αγωνίζεται σαν μια ενιαία ανθρώπινη μάζα, συλλογικό σώμα και
ψυχή να συντηρήσει τα στοιχεία της εθνότητας και τις αξίες της.
Με την πάροδο του χρόνου οι απόδημοι
συσπειρώνονται μέσα στα πλαίσια της χώρας υποδοχής και αντιτάσσουν τη δική τους
πολιτισμική άμυνα. Είναι η εποχή που δοκιμάζεται η συνοχή τους και επιχειρούν
να οργανωθούν προκειμένου να διατηρήσουν τον ψυχικό σύνδεσμο με τη μητέρα-Πατρίδα.
Έτσι προκύπτουν οι ομογενειακές οργανώσεις, θεσμοί που για ένα μεγάλο διάστημα
κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ικμάδα και την ταυτότητά τους.
Ωστόσο, η δεύτερη και η τρίτη γενιά μεταναστών
αποτελεί καρπό ενός διαπολιτισμικού περιβάλλοντος· δεν δείχνουν την ίδια προθυμία να προτάξουν τα στοιχεία της Ελληνικότητας,
παρότι αισθάνονται την ανάγκη της διατήρησής της. Έτσι ο Έλληνας μετανάστης
γίνεται αποδέκτης μιας προκαθορισμένης νομοτέλειας που θέλει την υποχώρηση του
ενδοεθνικού περιβάλλοντος υπέρ του γηγενούς. Στην πραγματικότητα αυτή,
εστιάζονται και οι ανησυχίες των ξενιτεμένων για τη γλώσσα, τα έθιμα και η
προσπάθεια να αναβιωθούν ή τουλάχιστον να μην ξεχαστούν.
Αυτή η περιφερειακή αναζήτηση της ψυχολογίας και
της συμπεριφοράς των αποδήμων, κρίθηκε αναγκαία γιατί μόνο μέσα στα πλαίσιά της
μπορεί κανείς να εισπράξει όλα τα μηνύματα του έργου· η “σκιά της Μίκας” απαρτίζεται και συμπληρώνεται
μέσα από τις αναζητήσεις αυτές γιατί το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον
αποτελεί το υπόβαθρο της ιστορίας. Έτσι το έργο είναι μια αφορμή για παράλληλες
αναγνώσεις της ίδιας ιστορίας.
Ο Έλληνας Οδυσσέας, μετανάστης και αναζητητής μιας
ζωής διαφορετικής σπρωγμένος κάποτε από την ανάγκη και κάποτε από την ιστορία,
την κοινωνική πραγματικότητα ή τις οικονομικές συγκυρίες, ήρθε όντως πολλές
φορές αντιμέτωπος με την αποδημία. Πίσω από το μυθιστόρημα ο αναγνώστης θα
ανακαλύψει όλα τα γνωρίσματα αυτά. Κάτω από το έργο, ως βαθύτερο υπόστρωμα και
άξονας που κάθετα το συνέχει και το υποβαστάζει, διαγράφονται όλες οι
παράμετροι που προαναφέρθηκαν, καθιστώντας το έργο με πολλά επάλληλα στρώματα
που αλληλοκαλύπτονται συγκροτώντας τον (εξωτερικό) ιστό της.
Ο Μικρασιατικός, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, η
ιδεολογία της Αμερικής που οι μετανάστες αλλά και οι πρόσφυγες Έλληνες
καλούνται να ενσωματώσουν, φέροντας ταυτόχρονα όλο το βάρος του δικού τους
πολιτισμικού φορτίου, σαν αγωνία και ηθική ευθύνη αναγνωρίζεται στη “σκιά της
Μίκας”. Η άμυνα του ανθρώπου σε τέτοιες στιγμές εκφράζεται μέσα από την κριτική
στάση απέναντι στην Πατρίδα-Μητέρα, με την επανάληψη των εθίμων, την καταφυγή
στην πίστη και την Εκκλησία, με τη συντήρηση της γλώσσας, με τη συγκρότηση
οργανώσεων· ωστόσο, ο
αγώνας της επιβίωσης, η μέριμνα για την καθημερινότητα, η τριβή με την κυρίαρχη
ιδεολογία οδηγούν σταδιακά την άμυνα αυτή, σε όλο και πιο νέες γραμμές
υποχώρησης. Ανεπαίσθητα αλλά καθοριστικά η μητριά Πατρίδα κυριαρχεί και ο
απόδημος γίνεται μέρος του συστήματός της, κρατώντας ως στοιχείο υπερηφάνειας
την παλιά του ταυτότητα. Ταυτότητα χωρίς όμως το ιδεολογικό της φορτίο, αλλά
περισσότερο σαν μια ανάγκη σύνδεσης με το παρελθόν και τις απώτερες ρίζες του.
Ο νέος κόσμος και το “Αμερικάνικο Όνειρο” είναι ο
κύριος γεωγραφικός χώρος του βιβλίου. Καθώς όμως ο χώρος αυτός ανοίγει, μια
τεράστια Πατρίδα αποκαλύπτεται...μέσα της ανακαλύπτει ο αναγνώστης την Ελλάδα
της Σμύρνης, των νησιών του Αιγαίου, την Ηπειρωτική Ελλάδα και από εκεί
ανοίγεται σε ένα ευρύτερο πεδίο, στις αχανείς Μεγαλουπόλεις στο αστικό τοπίο
του “Αμερικάνικου Ονείρου”. Έτσι γραφικά χωριά, επαρχιακές πόλεις με τους
χαλαρούς ρυθμούς τους, η Αθήνα, η Σμύρνη, η Φλώρινα, το Μπρονξ, το Μανχάτταν
και η μακρινή Ιρλανδία γίνονται το περίβλημα που επενδύει το χώρο στον οποίο
κινείται ο αφηγητής.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση παρουσιάζεται ανάγλυφα.
Το αιώνιο παχνίδι της οικονομίας, ο καπιταλισμός, τα χάσματα οι πλούσιοι και οι
φτωχοί σε ένα ατελείωτο μωσαϊκό, ψηφίδες ενός κόσμου ενιαίου που συνυπάρχει
διαλεγόμενος, αντιπαρατιθέμενος ή συνεργαζόμενος. Μέσα στο χώρο αυτό,
εμπεριέχονται και κινούνται τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, η αναζήτηση ποιότητας στη
ζωή, οι προσδοκίες για κοινωνική προβολή και καταξίωση.
Όλα αυτά δοσμένα με το πρίσμα του σύγχρονου
κόσμου, των ασθματικών ρυθμών και αλλαγών, μετακινήσεων, της πολιτικής
σκακιέρας και του ανταγωνισμού. Βιβλίο καταγραφικό, πολυπρόσωπο που συμπλέκει
αδιάσπαστα το παρελθόν με το παρόν καθώς η ιστορία του αφηγητή, συμπλέκεται με
την ιστορία της Μίκας. Η αναζήτηση της πρώτης [γίνεται αφορμή] καταλήγει όχι
μόνο σε μια έρευνα του παραλθόντος της ηρωίδας αλλά και σε μια περιπέτεια
αυτογνωσίας για τον αφηγητή· τον οδηγεί σε
μια ιδιαίτερη ενδοσκόπηση, σε διαδικασία αναγνώρισης των δικών του αδιεξόδων
καθώς και των πολύπλοκων συμβάσεων που συνθέτουν τελικά τη ζωή του...
Μυθιστόρημα κινηματογραφικό που υπακούει στους
κανόνες και τα αιτήματα μιας γοργής πλοκής, που αποτυπώνει εικόνες, πρόσωπα και
καταστάσεις· αφήνει τις
δραματικές στιγμές να αιωρούνται για λίγο, πριν ο αναγνώστης κληθεί να
αντιμετωπίσει μια νέα κατάσταση που ανατρέπει δεδομένα. Με στοιχεία του
αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου βήμα-βήμα προωθείται η λύση του αινίγματος
μέσα από προσδοκίες και διαψεύσεις.
Μυθιστόρημα που μπορεί να διαβαστεί ξανά και ξανά,
επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις, με διαφορετική κάθε φορά οπτική που ανοίγει
θέματα για επανεξέταση· αφήνει την
αίσθηση πως τίποτε δεν είναι πιο οριστικό από το τώρα, το παρελθόν ποτέ δεν
χάνεται μέσα στο παρόν αλλά συνεχίζει να περπατά μαζί του στα μονοπάτια της
ιστορίας, και ο άνθρωπος αιώνιος και πρόσκαιρος ταυτόχρονα αναζητά πάντα έναν
επιδιωκόμενο στόχο. Στόχο που κι όταν ακόμη – και τις πιο πολλές φορές έτσι
συμβαίνει – κρίνεται κατώτερος των προσδοκιών του, υποδεέστερος, εκείνος κρατά
το κέρδος της γνωριμίας του μαζί του· της επαφής και επικοινωνίας με τον “άλλο”
τον συνάνθρωπο, τη συνάντηση μαζί του στην οδοιπορία για την επίτευξη του
στόχου του· μυστικά ζωής γίνονται κοινά μυστικά και έτσι, όσο υπάρχουν άνθρωποι
το αιώνιο παιχνίδι θα συνεχίζεται, θα υπάρχει το πριν και το μετά και οι
ιστορίες τους θα γίνονται αφορμή για μια νέα ιστορία...
“Η σκιά της Μίκας” είναι όντως μια σκιά, ένα
όνομα, μια αναφορά που ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης και των αναμνήσεων·
θυμίζει τον Ιλιαδικό ήρωα (ραψ. Χ 199-200): “Ώς δ' ἐν όνείρω
οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν/Οὐτ΄ τ' ἀρ' ὃ τόν δύναται ύποφεύγειν, οὐθ'
ὃ διώκειν” (Όπως στ'όνειρο λοιπόν, όπου ο κυνηγός δεν μπορεί να προφτάσει
τον κυνηγημένο και μήτε ο ένας γίνεται να ξεφύγει, μήτε ο άλλος να τον
φτάσει...)
Αποσυμβολίζοντας τα πρόσωπα, ο αφηγητής είναι ο
άνθρωπος που πατώντας σε δυο πατρίδες δεν γνωρίζει ποια τελικά υπερτερεί στη
ψυχή του· η πρώτη μακρινή και γι'αυτό εξωραϊσμένη αναπόφευκτα· η δεύτερη
αντιμετωπίζεται με την κριτική ματιά του ατόμου που αντιλαμβάνεται τα
ιδεολογήματά της, το προσωπείο και την εικόνα της. Θυμίζει τον ερευνητή που
παρά τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειες, ο πόθος του να γνωρίσει τον οδηγεί
όλο και πιο μακριά, τον Καβαφικό ήρωα της “Ιθάκης” που καλείται να
αντιμετωπίσει τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής και το αναγκαστικό ταξίδι του προς
την αυτογνωσία.
Ταξίδι συνοψίζοντας είναι η “σκιά της Μίκας”.
Ταξίδι που ο άνθρωπος καλείται να υλοποιήσει στη ζωή του, να καταβυθιστεί και
να ανέλθει, να αγαπήσει τις αντιφάσεις της και εν τέλει να αγαπήσει τον εαυτό
του και τη ζωή την ίδια, σαν μια περιπέτεια χωρίς αρχή και τέλος, σαν μια σκιά
που όσο την προσεγγίζεις τόσο αυτή με μαγικό τρόπο μετατοπίζεται και
ξεφεύγει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου