Ταξιδεύοντας μέσ’ από τις σελίδες των αγαπημένων μου βιβλίων, που διάβαζα πάλι και πάλι, ανακάλυπτα πως κάθε φορά διαβάζοντάς τα μπορούσα και πάλι να χαθώ στην ατμόσφαιρα του καθενός, σαν να επισκεπτόμουν έναν τόπο που ήξερα και επέστρεφα εκεί με χαρά. Δεν είχε σημασία αν τώρα ήξερα τι θα γίνει στην επόμενη σελίδα. Η επιστροφή αυτή είχε τη δική της, ξεχωριστή χαρά και μια μαγεία αλλιώτικη αλλά το ίδιο δυνατή με εκείνη της πρώτης γνωριμίας.
Η μέθη της ανάγνωσης με οδήγησε γρήγορα και πολύ νωρίς, λίγο μετά τα δέκα μου, στη ζωτική ανάγκη να γράψω κι εγώ ιστορίες που οι άλλοι θα τις διάβαζαν και θα μου χρωστούσαν, όπως εγώ χρώσταγα στους συγγραφείς μου, τη χάρη της παραμυθίας, του ταξιδέματος και του ονείρου που θα τους χάριζα. Με τα χρόνια, ό,τι ξεκίνησε σαν παιχνίδι εξελίχτηκε σε εθισμό. Εθισμό από τον οποίο δεν θέλω ποτέ να απαλλαχτώ. Και αν κάποτε χρειαστεί να στερηθώ αυτό το ναρκωτικό, θα ξέρω πως ήρθε το τέλος μου.
Εμαθα από μικρός να διασκεδάζω διαβάζοντας. Σήμερα δεν υπάρχει για μένα καλύτερη διασκέδαση από το γράψιμο και συγκίνηση πιο δυνατή από την ιδέα πως τα βιβλία μου μπορεί να πρόσφεραν σε κάποιους την ίδια απόλαυση που πρόσφεραν σ’ εμένα όσα αγάπησα ως αναγνώστης. Εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν υπάρχει πιο σπουδαία τέχνη απ’ τη λογοτεχνία και πως το καλύτερο σημάδι που μπορείς ν’ αφήσεις στο πέρασμά σου από τον κόσμο αυτόν τα βιβλία σου είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου