Ενας πρώην σκλάβος που εξελίχθηκε σε κορυφαίο ρήτορα για την κατάργηση της δουλείας, δυο πιλότοι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που μετέτρεψαν το βομβαρδιστικό τους σε εμπορικό αεροπλάνο και διέσχισαν τον Ατλαντικό, ένας πρώην γερουσιαστής των Δημοκρατικών που έγινε ο αρχιτέκτονας της ειρήνης στη Βόρεια Ιρλανδία· και πιο πριν, ένας Γάλλος ακροβάτης που το 1974 διέσχισε πάνω σε ένα σύρμα την άβυσσο ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους, μια τσιγγάνα περίφημη στην Ανατολική Ευρώπη για την φωνή της, και ο μεγάλος Ρώσος χορευτής Νουρέγιεφ… Πρόσωπα υπαρκτά όλα τους, που έχουν εμπνεύσει τα μυθιστορήματα του Κόλουμ ΜακΚαν μετά το 2000, και έχουν γίνει η ραχοκοκαλιά των υπέροχων ιστοριών του για την ανθρώπινη συνθήκη. Στα 50 του χρόνια, αυτός ο συγγραφέας με τη διπλή, ιρλανδική και αμερικανική, ταυτότητα έχει πλέον καθιερωθεί ευρύτατα χάρη στον αριστοτεχνικό τρόπο του να παντρεύει την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία και να διευρύνει τις αλήθειες μας.
Συναντηθήκαμε στο νεοϋορκέζικο διαμέρισμά του, με αφορμή τον Υπερατλαντικό, το πρόσφατο μυθιστόρημά του που θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά την άνοιξη (Καστανιώτης, μτφρ. Κατερίνα Σχινά). Ενα γοητευτικό βιβλίο που συλλαμβάνει τον φρέσκο αέρα της εποχής μας, αναδεικνύοντας τη σημασία της ατομικής εμπλοκής στις μικρές και στις μεγάλες προσπάθειες για να γίνει ο κόσμος μας καλύτερος.
«Η ομορφιά της λογοτεχνίας», υπογράμμισε στην «Εφ.Συν.», «βρίσκεται στην ικανότητά της να αγκαλιάζει την ετερότητα. Μας επιτρέπει να μπαίνουμε στο πετσί του Αλλου και μας δίνει την ευκαιρία να τον κατανοήσουμε. Σε τούτη την εποχή που η οργή ξεχειλίζει στις κοινωνίες μας, αυτός είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να σωθούμε, γιατί έτσι ανοίγουν οι σφραγισμένοι κόσμοι, επουλώνονται τα τραύματα και γινόμαστε καλύτεροι. Και το κλειδί για όλα αυτά είναι η εκπαίδευση».
Αυτό ήταν το όπλο του Φρέντερικ Ντάγκλας (1818-1895), του βασανισμένου σκλάβου που απέδρασε στη Βοστώνη, έμαθε γράμματα, και το 1845 έγραψε την πρώτη μαρτυρία –που έγινε μπεστ σέλερ– για την κόλαση που βίωσε. Τότε ταξίδεψε στο Δουβλίνο και έκανε ομιλίες για να συγκεντρώσει χρήματα υπέρ του αγώνα για την κατάργηση της δουλείας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Ο ΜακΚαν τον παρακολουθεί στον Υπερατλαντικό, εισδύει στην καθημερινότητά του, σκαλίζει τον χαρακτήρα του, και παρατηρεί τους γύρω του να αλλάζουν στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Το ίδιο «βλέπει» όταν ο Αγγλος Αλκοκ με τον Σκωτσέζο Μπράουν κάνουν το 1919 την πρώτη παράτολμη πτήση προς τον Νέο Κόσμο, για να νικήσουν την ανάμνηση του Μεγάλου Πολέμου. Και ξανά, όταν το 1995, ο 62χρονος Τζορτζ Μίτσελ προσγειώνεται στο Μπέλφαστ για να προσπαθήσει να ανατρέψει το αιματηρό πεπρωμένο της Β. Ιρλανδίας. Με αφετηρία λοιπόν την ιδέα της προσπάθειας για υπέρβαση των φαινομενικά αξεπέραστων εμποδίων, όπως τη συμβολίζουν τα υπερατλαντικά ταξίδια των ηρώων του, ο ΜακΚαν συνθέτει μια ολοζώντανη τοιχογραφία ανθρώπων και έργων όπου καθρεφτίζονται ταυτόχρονα η μεγάλη και η μικρή ιστορία.
«Είναι ευθύνη μας να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο»
♦ Ζούμε σε μια ταραγμένη εποχή ανθρωπιστικής κρίσης και αμφισβήτησης του μοντέλου ζωής στις δυτικές κοινωνίες, κι όμως εσείς γράφετε ένα βιβλίο για το φως και για την ειρήνη. Πώς και έτσι;
Σας βεβαιώνω ότι είναι πολύ πιο δύσκολο αυτό, από το να γράφεις για συγκρούσεις. Ο πόλεμος έχει τους ήχους του που είναι εντυπωσιακοί, ενώ η ειρήνη είναι πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση, δύσκολη να τη συλλάβεις. Και στις δύο περιπτώσεις άλλωστε, το μεγάλο ερώτημα είναι «ποια ζωή θέλουμε;». Δεν είμαι αφελής λοιπόν. Μιλάω και για τον φόβο και για την αγωνία, την καταπίεση, τα αδιέξοδα, και κάτι αντίστοιχο κάνουν και οι κυνικοί. Εμένα όμως δεν με ενδιαφέρει να μιλώ για κάτι δεδομένο, όπως το σκοτάδι του κόσμου, αλλά να προχωρώ ψάχνοντας τι υπάρχει παραπέρα. Διότι παραμένω αισιόδοξος, όπως μπορεί να είναι μονάχα κάποιος που έχει υπάρξει βαθιά κυνικός. «Οχι, γαμώτο σας», λέω στους κυνικούς. «Δεν είμαι σαν εσάς».
Ορισμένοι θεωρούν πως γίνομαι πολύ συναισθηματικός. Πάλι λάθος. Απεχθάνομαι τους συναισθηματισμούς αλλά έχω αισθήματα, κάτι τελείως διαφορετικό. Νιώθω πως ένα μέρος της ευθύνης μας είναι να κάνουμε αυτόν τον κόσμο καλύτερο και να το προσπαθούμε ξανά και ξανά. Δεν βρισκόμαστε εδώ για να ανεχόμαστε ό,τι συμβαίνει γύρω μας... Οι τρεις πρωταγωνιστές μου στον Υπερατλαντικό και οι ιστορίες τους μιλούν ακριβώς γι’ αυτό: για την επιθυμία και την προσπάθεια να γίνει καλύτερος ο κόσμος μας, σε πείσμα των μεγάλων δυσκολιών και του μεγάλου πόνου. Μιλούν εντέλει για την ικανότητά μας να ελπίζουμε.
♦Αναδεικνύετε τη συμβολή του Αμερικανού γερουσιαστή Τζορτζ Μίτσελ στην επίτευξη της ειρήνης στη Β. Ιρλανδία. Είναι εντυπωσιακό το πώς κέρδισε την εμπιστοσύνη των Ιρλανδών. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ο αμερικανικός παράγοντας μάλλον προσπάθησε να χειραγωγήσει τους πολιτικούς και να εξυπηρετήσει τα μεγάλα συμφέροντα…
Γνωρίζω πολύ καλά τις φρικαλεότητες των ΗΠΑ στο Ιράν, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, παλιότερα στο Βιετνάμ και σε πλήθος χώρες στις οποίες έστειλαν «ανθρωπιστική βοήθεια». Ωστόσο, τουλάχιστον σε κάποιους Αμερικανούς πολιτικούς υπάρχει ένα στοιχείο αισιοδοξίας και πίστης στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Είχαμε λοιπόν την τύχη ο Κλίντον να στείλει στη Βόρεια Ιρλανδία -και να στηρίξει- τον Μίτσελ. Χρειαζόμασταν έναν αουτσάιντερ για να προχωρήσει η ειρηνευτική διαδικασία μέχρι τη λεγόμενη Συμφωνία του Μπέλφαστ. Σκεφτείτε ότι στα τρία χρόνια που κράτησαν οι διαπραγματεύσεις, οι δύο βασικοί αντίπαλοι, ο προτεστάντης ηγέτης Ιαν Πέισλεϊ και ο Τζέρι Ανταμς του Σιν Φέιν δεν βρέθηκαν ποτέ στο ίδιο δωμάτιο.
Ο Μίτσελ ήταν μέχρι τότε ο δεύτερος ισχυρότερος άντρας στις ΗΠΑ κι όμως ήρθε σαν σκάφος αδειανό, με τη θέληση να ακούσει τις ιστορίες όλων μας. Το μεγαλείο του ήταν ότι παρέμεινε σιωπηλός χωρίς να μας κρίνει αλλά και χωρίς να παραιτείται από την προσπάθεια. Εκανε πάνω από 100 υπερατλαντικές πτήσεις! Ο,τι αφηγούμαι γι’ αυτόν, και η εκδρομή του με τον Ανταμς, συνέβη στ’ αλήθεια. Ωσπου τα πράγματα ωρίμασαν, επίσης και οι Βρετανοί, οπότε οκτώ κόμματα υπέγραψαν το 1998 μια ειρήνη που κρατά μέχρι σήμερα. Οχι επειδή την «επέβαλαν» οι ΗΠΑ, αλλά επειδή τη θέλησαν και την κέρδισαν οι λαοί τόσο της Βόρειας Ιρλανδίας όσο και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
♦ Χρειάστηκε να πάρετε άδεια από τον γερουσιαστή Μίτσελ προκειμένου να τον μετατρέψετε σε μυθιστορηματικό ήρωα;
Δεν ήθελα να τον συναντήσω. Ηθελα πρώτα να τον φανταστώ. Ετσι του έστειλα μια επιστολή ζητώντας του την άδεια να γράψω γι’ αυτόν, πήρα θετική απάντηση από τη γυναίκα του, αφιέρωσα τέσσερις μήνες στο να ανασυστήσω την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα, εκείνη μου πρότεινε κάποιες διορθώσεις, και όταν τις έκανα του έστειλα το κείμενο. Αφού το διάβασε, τότε μονάχα του πήρα μια πεντάωρη συνέντευξη και έπειτα πήγαμε μαζί μια τριήμερη εκδρομή στα μέρη του, στο Μέιν. Μετά απ’ αυτό, έβαλα τις τελευταίες πινελιές κι εκείνος δεν άλλαξε τίποτα στο γραπτό μου. Ηταν μια συναρπαστική διαδικασία που την επιδίωξα για να πετύχω την πραγματολογική ακρίβεια χωρίς να θυσιάσω τη λογοτεχνική διάσταση της αφήγησης.
Διαφοροποιήθηκα δηλαδή από αυτό που έκαναν ο Τρούμαν Καπότε, ο Τομ Γουλφ, ο Χάντερ Τόμσον και άλλοι σημαντικοί συγγραφείς, όταν εφάρμοζαν τεχνικές της μυθοπλασίας σε πραγματικά γεγονότα, λειτουργώντας όμως λίγο-πολύ ως δημοσιογράφοι. Εγώ είχα να κάνω με ένα πρόσωπο εν ζωή, και γι’ αυτό η παρουσία του Μίτσελ έχει ισχύ μαρτυρίας. Αλλά το μυθιστόρημά μου είναι ένα κράμα: οι τρεις ανδρικές ιστορίες αποτυπώνουν την πραγματικότητα, ενώ οι γυναικείες που το διατρέχουν και το δένουν είναι επινοημένες από την αρχή ώς το τέλος.
♦«Υπάρχει πάντοτε αρκετός χώρος για δύο τουλάχιστον αλήθειες», γράφετε κλείνοντας το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, αυτό με τα ιστορικά πρόσωπα. Αλλά στο δεύτερο μέρος, μια πρωταγωνίστριά σας διαπιστώνει ότι «Λείπει η πραγματικότητα από την αλήθεια». Τι εννοείτε;
Θέλησα με αυτό το μυθιστόρημα να εξερευνήσω ή και να αμφισβητήσω την έννοια της αλήθειας, το ποιος θεωρείται και ποιος είναι πραγματικά ο φορέας της, θέλησα να προκαλέσω ερωτήματα για το εάν πρέπει να την αφήνουμε στα χέρια της επίσημης ιστορικής αφήγησης ή να την αναζητούμε και στους αφανείς. Αλλά παράλληλα θέλησα να αναδείξω και τα ρευστά όρια μεταξύ μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας. Ετσι δημιουργείται διαρκώς μια ένταση που κεντρίζει την πλοκή. Ο Ντάγκλας λ.χ. αποκαλύπτει στους Ιρλανδούς τα φριχτά βασανιστήρια, στα βαρέλια κ.α., που υποφέρουν οι σκλάβοι στην Αμερική.
Ομως όταν επιστρέφει εκεί βλέπουμε ότι παρά την κατάργηση της δουλείας οι φυλετικές διακρίσεις επιβιώνουν στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, κάτι που ίσως και να του διαφεύγει. Και είναι γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα όπως έδειξαν τα επεισόδια στο Φέργκιουσον. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε σε εγρήγορση. Και χρειάζεται να εξασκήσουμε τα παιδιά μας για να καταλαβαίνουν ότι η πραγματικότητα μπορεί να επινοηθεί και η επινόηση μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Επί Μπους π.χ., ο Κόλιν Πάουελ έδειχνε τη δορυφορική φωτογραφία μιας αποθήκης, και έλεγε πως αποδεικνύει την ύπαρξη χημικού οπλοστασίου του Σαντάμ Χουσεΐν. Εκτισε έναν μύθο πάνω σε ένα πραγματικό στοιχείο και προκάλεσε τον θάνατο 250.000 ανθρώπων.
♦Ως συγγραφέας, είχατε αποφασίσει από την αρχή ποιο θα ήταν το συμπέρασμά σας;
Ηξερα για ποιο θέμα θα μιλούσα: για την ειρήνη. Αλλά είναι ψέμα το ότι οι συγγραφείς έχουν απριόρι απόλυτη συνείδηση του τι θέλουν ακριβώς να πουν. Ο συγγραφέας είναι ένας εξερευνητής. Βγαίνει στα ανοιχτά με το καραβάκι της γλώσσας, για να φτάσει αλλού. Ομως δεν ξέρει πώς θα φτάσει εκεί. Μπορεί τα κύματα να το αναποδογυρίσουν, να το τσακίσουν, αλλά αυτός επιμένει ώσπου κάποια στιγμή πιάνει ξηρά. Εκεί συναντά τους χαρακτήρες του, και η ιστορία του αρχίζει να εξελίσσεται. Οπως ο Δαρβίνος έφτασε στα νησιά Γκαλαπάγκος και διαμόρφωσε τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, έτσι και ο συγγραφέας φτάνει στα Γκαλαπάγκος της φαντασίας και διαμορφώνει τη δική του θεωρία της εξέλιξης της ανθρώπινης φύσης. Κι όσο πιο πεισματικά δουλέψει τόσο πιο κοντά θα φτάσει στις απαντήσεις. Απαντήσεις που καμιά φορά τις καταλαβαίνουν πρώτα οι αναγνώστες του, και έπειτα τις συνειδητοποιεί κι εκείνος.
Λογοτεχνική γενναιότητα
♦Δηλώνετε Ιρλανδός συγγραφέας αλλά το 2009 τιμηθήκατε με το Εθνικό Αμερικανικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει, που εμπνεόταν από την 11/9. Ποιο είναι το μυστικό σας;
Είναι πολλά τα στραβά στην πολιτική των ΗΠΑ ωστόσο πρέπει να αναγνωρίσω πως από τη στιγμή που σε δέχονται ως μετανάστη, σου «επιτρέπουν» να φέρεις μαζί σου την πατρίδα σου. Δεν σε υποχρεώνουν να απαρνηθείς την ταυτότητά σου, τον τόπο σου, προκειμένου να αφομοιωθείς, κι αυτό είναι νομίζω το ψυχολογικό και πνευματικό κλειδί που σε ωθεί να γίνεις δημιουργικός. Το 2009 συμπλήρωνα 23 χρόνια στις ΗΠΑ, είχα αποκτήσει και την αμερικανική υπηκοότητα, κι αυτό ήταν, μετά το Ζολί, το έβδομο βιβλίο μου (σ.σ. εκδ. Καστανιώτης, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ). Το βραβείο λοιπόν με τιμά αλλά τιμά γενικότερα και τη μεταναστευτική λογοτεχνία.
Είναι πολύ ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου το ότι αυτή την εποχή η αναζωογόνηση των βορειοαμερικανικών γραμμάτων οφείλεται σε συγγραφείς «με δύο διαβατήρια». Σκεφθείτε τον Τζούνο Ντίαζ από τη Δομινικανή Δημοκρατία (βρ. Πούλιτζερ 2008), τον Αλεξάνταρ Χέμον από τη Βοσνία, τη Γίγεν Λι από την Κίνα, την Τζούμπα Λαχίρι από την Ινδία (βρ. Πούλιτζερ 2000), την Εντβίζ Ντάντικατ από την Αϊτή… Είναι συγγραφείς απαλλαγμένοι από τον καθωσπρεπισμό και την εσωστρέφεια που κυνηγά πολλούς αστέρες της «νέας αμερικανικής λογοτεχνίας», και που έχει εξελιχθεί σχεδόν σε μανιέρα.
♦Τζόις ή Μπέκετ; Ποιανού παιδί είστε; Σε ποια λογοτεχνία πιστεύετε;
Με διαμόρφωσαν και οι δύο αυτοί μεγάλοι Ιρλανδοί, που έζησαν πολλά χρόνια μακριά από τον τόπο τους. Αλλά θα σας το πω και αλλιώς: δεν μου αρέσει η λογοτεχνία που γράφεται εκ του ασφαλούς και κλείνει τις κουρτίνες στην οργή που υπάρχει στον έξω κόσμο. Πιστεύω λ.χ. πως η νέα αμερικανική λογοτεχνία χρειάζεται μια ένεση αγριάδας: αυτό το κάτι που έχουν ο Ντοκτορόου ή ο ΝτεΛίλλο, αυτό που είχε ο Μέιλερ. Και επιμένω ιδιαίτερα στο στοιχείο της λογοτεχνικής γενναιότητας, που σπρώχνει τα πράγματα. Ενστερνίζομαι δηλαδή την άποψη του Βόνεγκατ: «Πρέπει να πηδάμε από τα βράχια και να ανοίγουμε τα φτερά μας ενόσω πέφτουμε». Πρέπει να τολμάμε αν θέλουμε να καταξιωθούμε. Ο Μπέκετ λέει: «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».
Η κακία κάποιων πολιτικών
«Η κρίση τσάκισε την Ιρλανδία. Λένε ότι οι Ιρλανδοί είναι πλέον σε καλύτερη θέση από τους Ελληνες, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Ο αδελφός μου έχασε το σπίτι του και η αδελφή μου, που είχε δική της πετυχημένη δουλειά, είναι πια πωλήτρια παπουτσιών. Είναι γεγονός ότι από τα τέλη του ’90 η Ιρλανδία άρχισε να συμπεριφέρεται σαν χώρα σε εφηβεία. Εκανε πάρτι στο σπίτι των γονιών της -της Ε.Ε.- με βουτιές στην πισίνα και ακροβατικά στον πολυέλαιο. Ελα όμως που στις τέσσερις το πρωί γκρεμίστηκε ο πολυέλαιος και επέστρεψαν οι γονείς! Ηταν οι τράπεζες, που έλιωσαν τον λαό και ενίσχυσαν τα συντεχνιακά συμφέροντα των πλουσίων. Οι πολιτικοί μας ηγέτες τούς άνοιξαν τις πόρτες, κι αυτό θα το πληρώνουν οι ιρλανδικές οικογένειες και μετά την επόμενη γενιά. Η κοινωνία μπορεί να υπήρξε αφελής και ανόητη, αλλά οι πολιτικοί της κρίσης υπήρξαν κακοί. Με μια κακία συνειδητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου