Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Δημήτρης Παπαχρήστου, Ο σταυραετός της λογοτεχνίας, EFSYN, 12.10.18



Ριζοσπαστικές Αναγνώσεις  


Ο Κώστας Κρυστάλλης υπήρξε ποιητής τ’ αψήλου. Παιδαρέλι κατέβηκε από τα ψηλά της Πίνδου και φοβήθηκε μην τον φάει ο κάμπος. Γι’ αυτό και υπέρτατα παρακαλούσε στο ποίημά του τον Σταυραετό να χαμηλώσει λίγο. Ποίημα-καημός ελευθερίας, που πέρασε στα σχολικά βιβλία και άγγιξε τις ψυχές των σχολιαρόπαιδων.
Το «θέλω» του ποιητή απαιτεί από το ημερόδεντρο να τρώει βελάνια, τυρί ελαφιού και γάλα απ’ άγριο γίδι. Απαριθμεί τα «θέλω» του καθότι η μοίρα του τον έριξε στον κάμπο της χαμοζωής. «...Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια, και τυραννιέμαι, και πονώ και σβυέμαι νύχτα μέρα. Παρακαλώ σε σταυραητέ για χαμηλώσου ολίγο και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου. Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!»
Σπάνια έχει τυπωθεί αυτή η λαχτάρα της ελευθερίας. Ούτε έχει συνδεθεί με τα φτερά και το πέταγμα του σταυραετού. Ζούσε τον υπαρξιακό παγανισμό και την καύση του έρωτα της καρδιάς του. Από την Πίνδο άντλησε τον πλούτο της άγριας ομορφιάς της φύσης, που κρύπτεσθαι φιλεί, μπας και συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε η έλλογη προέκτασή της (και η καταστροφή της). Κράτησε στα μάτια του και στην ψυχή του εικόνες, ακούσματα, τραγούδια που έρχονταν από τους αιώνες, σαν μια συμπαντική συναυλία. Ηπιε το αστείρευτο νερό από τη βρυσομάνα παράδοση του τόπου του. Είδε τα λαμπερά αστέρια να χαμηλώνουν μες στη νύχτα - κι έτσι του βγήκε ο καημός στο ομότιτλο ποίημα: «Τι θέλω ’γω στη χλαλοή του κόσμου που μ’ αρρώστησε...».
Η συναισθηματική μνήμη γέμιζε από τους αντίλαλους των ρυακιών που κελαηδούσαν κι απ' ένα βουητό της θείας δημιουργίας. Και την άλλη μέρα και την παράλλη άκουσε το ξύπνημα της φύσης κι άρχισαν να κατρακυλάνε οι λέξεις του και στο θολό ποτάμι να γίνονται δυο αδέρφια αγκαλιασμένα. Τραγούδια και ποιήματα μιας γλώσσας που είχε γραμματική τις κορυφογραμμές και συντακτικό τους ανθρώπους. Ο Κ.Κ. πέρασε το τοξωτό Γεφύρι της Πλάκας, τον ποταμό Αραχθο (αίρων τη χθόνα) και το Γεφύρι της Αρτας, κυνηγημένος από τους Οθωμανούς· καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκιση και εξορία μαζί.
Αρνήθηκε υποτροφία για το Βουκουρέστι. Τον πατέρα του τον κρέμασαν οι Τούρκοι γιατί ήταν επαναστάτης. Ο Κ.Κ. ξεκίνησε από τη ρίζα των πραγμάτων και δέχτηκε την παράδοση για να την παραδώσει. Είναι η συνέχεια του ποιήματος με έμμετρο και πεζό λόγο· από μικρό παιδί έγινε ένα η μορφή και το περιεχόμενο. Είχε μέσα του ποιητική δύναμη. Βίωνε αυτό που έκανε - έγραφε με το αίμα του. Ελεύθερος στην έκφραση, χωρίς δεσμεύσεις και καλούπια, είχε το δημοτικό τραγούδι στα κύτταρά του. Ο νεαρός ποιητής, με όλο του το εθνεγερτικό σφρίγος και την αγνή αγάπη του για την πατρίδα και την ελευθερία (της), εξιστορούσε και διηγούνταν ανθρώπινα είτε με την ποίηση είτε με την πρόζα, είτε με την καθαρεύουσα είτε με τη δημοτική. Δεν είναι εξωτερικός, ένας τρίτος, όπως έχει επισημάνει ο Π. Μπουκάλας «ως προς τον μουσικό, λεξιλογικό, εικονοποιητικό και αξιακό κόσμο...».
Ο Κρυστάλλης κλώθει με λέξεις το μαλλί και υφαίνει με την ντοπιολαλιά του το στιγάδι της λογοτεχνίας. Είναι ο Ηπειρώτης ποιητής και Ελληνας, που έρχεται από το άπειρον της Ηπείρου και είναι ευτυχία που επιστρέφει σήμερα μέσα από τον μόχθο των συμπατριωτών του, εκατόν πενήντα χρόνια μετά. Το βιβλίο που επιμελήθηκε ο καθηγητής Λαογραφίας Ευάγγελος Αυδίκος και εξέδωσε ο εκδότης Αντρέας Ρίζος από τις ηπειρώτικες εκδόσεις Πέτρα περιλαμβάνει κείμενα των: Ευάγγ. Αυδίκου, Λ. Βρανούση, Β. Γαβριηλίδη, Γ. Γάγαρη, Β. Γκουρογιάννη, Μ. Μητσάκη, Μποέμ, Π. Μπουκάλα, Α. Μπουρατζή-Θώδα, Π. Νιρβάνα, Γρ. Ξενόπουλου, Κ. Παλαμά, Δ. Παπαχρήστου, Α. Ρίζου, Β. Χατζηβασιλείου, Κ. Χατζόπουλου Χ. Χρηστοβασίλη.
Η ζωή του ποιητή σαν μια φωτοβολίδα. Με τον Παλαμά συναντήθηκαν στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Αξίζει να σταθεί κανείς στο κείμενό του για τον νεαρό Ηπειρώτη ποιητή, που έφυγε τόσο νέος από τη ζωή. Εγραψε κι ένα ποίημα γι’ αυτόν:
Από την πέτρα ένας ανθός, άχρονος λες προβάλλει
μέσα στο χρόνο, τι είν’ ανθός, η εικόνα σου Κρυστάλλη!
Γυρεύει τη φλογέρα σου, για να μας ξαναμπάσει
στην Ηπειρο, στης λεβεντιάς τη βρυσομάνα πλάση.
Εγραψε και η Ευτυχία Παπαπαγιαννοπούλου το 1946 ένα ποίημα για τον ποιητή:
Αν πάρω της Βλαχούλας σου το δρόσο και τα κάλλη κι αχό απ’ τη φλογέρα σου, μου το σχωράς, Κρυστάλλη;
Ασε με τα πατήματα Κρυστάλλη του βουνού σου να πάρω, να ’ρθω συντυχιά κι εγώ του τραγουδιού σου.
Ο Κώστας Κρυστάλλης είναι ο Ελληνας πρόσφυγας - έτσι αποκαλούσε τον εαυτό του, αφού οι αρχές της πρωτεύουσας δεν του χορηγούσαν ταυτότητα γιατί δεν είχε χαρτιά, αδιαφορώντας εάν ήταν κυνηγημένος από τους Τούρκους. Εγραφε στον Σπυρίδωνα Λάμπρου (γιατί καιγόταν όχι μόνο να εκφραστεί αλλά και να φανεί χρήσιμος στην πατρίδα του): «Είναι κακό να είσαι ξένος μα πιο σκληρό να είσαι ξένος στην ίδια σου την πατρίδα...Εκτός τούτου η επάρατος μοίρα μου η προορίσασα τόσα δεινά διά την ζωήν μου με εδώρησε και με το χείριστον εν τω παρόντι αιώνι ελάττωμα, το να μη δύναμαι να εκφράζωμαι διά λόγων, ως πρέπει, τα δυστυχήματά μου».
Απόσπασμα από ομιλία σε ημερίδα για τον Κρυστάλλη (1868-1894), στην Πρέβεζα
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου