·
Πώς ο «ιερός πόλεμος» κατά του ιού με την κορόνα οδηγεί σε παράπλευρες
απώλειες, όχι μόνο σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε θεμελιώδεις δημοκρατικές
αξίες και δικαιώματα; Αυτές οι πανταχού παρούσες και δόλιες βιοπολιτικές
μεθοδεύσεις εκδηλώνονται μέσα από αδιαφανή βιοκυβερνητικά σενάρια διαρκούς
επιτήρησης και καθυπόταξης των ανθρώπων. ● Τι το ιδιαίτερο έχει, άραγε, η
πρόσφατη πανδημία του κορονοϊού, ο οποίος προβάλλεται από τις περισσότερες
κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ ως ο πιο θανατηφόρος ιός που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η
ανθρωπότητα; Ενώ, αυτό που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να μας προκαλεί
μεγαλύτερη αγωνία δεν είναι η οδυνηρή αλλά πρόσκαιρη απειλή του νέου κορονοϊού,
αλλά μάλλον τα πολύ πιο ζοφερά σενάρια διαρκούς κοινωνικής, εργασιακής και
ιδιωτικής επιτήρησης.
Ή τα δημοκρατικά αντισώματα κατά της
ανθυγιεινής βιοπολιτικής
Η
πιο ορατή και άμεση συνέπεια της νέας ιογενούς πανδημίας είναι η εγκαθίδρυση
ενός έκτακτου καθεστώτος πολιτικής διαχείρισης που επιχειρεί να επαναρυθμίσει
τόσο τις διαπροσωπικές όσο και τις κοινωνικές μας σχέσεις, οι οποίες, από εδώ
και πέρα, οφείλουν να τηρούν τις «υγειονομικά» επιβεβλημένες αποστάσεις.
Γεγονός που έχει άμεση συνέπεια την επ’ αόριστον κοινωνική απομάκρυνση των
ανθρώπων και τον δραστικό περιορισμό των κοινών δραστηριοτήτων τους. Κάτι που
συνοψίζεται στο σύνθημα-προτροπή «Μένουμε σπίτι».
Πρόκειται για την κυρίαρχη βιοπολιτική εντολή, που βασίζεται στον φόβο
και όχι σε μια ελεύθερη επιλογή ή, έστω, σε μια επιστημονικά τεκμηριωμένη
ανάληψη ευθύνης απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους και γι’ αυτό, εξάλλου,
η παραβίασή της τιμωρείται. Οπως θα δούμε, αυτές οι πρωτόγνωρες πλανητικές
απαγορεύσεις και εντολές αυτοπεριορισμού δημιουργούν όχι μόνο επιπρόσθετες
κοινωνικές αποστάσεις αλλά, παραδόξως, και μια υπόγεια μαζική συναίνεση. Αυτή η
νέα μαζική συναίνεση τρέφεται από την απειλή του κορονοϊού και εκφράζεται ως
συλλογικός πανικός για την προστασία της ζωής μας από όλους ανεξαιρέτως τους
ανθρώπους, που θεωρούνται δυνητικοί φορείς του ιού.
Στα προηγούμενα άρθρα παρουσιάσαμε λεπτομερώς τα μεγάλα γνωστικά κενά αλλά και
τα επιβεβαιωμένα επιστημονικά στοιχεία που επιβάλλουν μια διαφορετική -λιγότερο
σπασμωδική ή τρομολαγνική και περισσότερο εστιασμένη- υγειονομική στρατηγική
αντιμετώπισης της νέας πανδημίας.
Το γεγονός, για παράδειγμα, της
σχετικά χαμηλής θνητότητας της COVID-19 σε σύγκριση με άλλες μεταδοτικές
ασθένειες, όπως π.χ. την εποχική γρίπη (500 χιλιάδες νεκροί) ή τη φυματίωση
(1,5 εκατομμύριο νεκροί), ετησίως.
Δύο από καιρό πολύ γνωστά
νοσήματα που, εν τούτοις, εξακολουθούν να πλήττουν την ανθρωπότητα, αν και
διαθέτουμε αποτελεσματικά τεστ για τη διάγνωση, πρόληψη και τη θεραπεία τους
μέσω εμβολίων. Τι το ιδιαίτερο έχει η πρόσφατη πανδημία του κορονοϊού και γιατί
αυτός προβάλλεται από τα ΜΜΕ ως ο πιο θανατηφόρος ιός που έχει αντιμετωπίσει
ποτέ η ανθρωπότητα;
Δεδομένου ότι η τρέχουσα
υγειονομική κρίση είναι ένα πολύ σοβαρό αλλά, εδώ και χρόνια, αναμενόμενο
επιδημιολογικά φαινόμενο, τότε η σημερινή βιοπολιτική διαχείρισή του μπορεί
κάλλιστα να θεωρηθεί ένα καινοφανές πλανητικό πείραμα.
Στα «εργαστήρια» αυτού του
πλανητικού βιοπολιτικού πειράματος σχεδιάζονται όχι μόνο οι σημερινές
στρατηγικές για την αντιμετώπιση της «κρίσης του κορονοϊού», αλλά και οι
επικείμενες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες
επιλογές, οι οποίες, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πλέον σε θέση να προαποφασίζουν
και, σε μεγάλο βαθμό, να διαμορφώνουν ανεξέλεγκτα τις προτεραιότητες της
ανθρωπότητας, στο παρόν και στο μέλλον.
Πολλοί και επιφανείς είναι οι
επιστήμονες και οι διανοούμενοι που σε αυτή τη δύσκολη ιστορική στιγμή επέλεξαν
να μη σωπάσουν αλλά να περιγράψουν, όσο λεπτομερέστερα μπορούν, τα εναλλακτικά
σενάρια για την έξοδο της ανθρωπότητας από την τρέχουσα πλανητική κρίση και τη
μετά τον κορονοϊό ανθρώπινη κατάσταση.
Αυτά τα φουτουριστικά σενάρια
προσκρούουν σε δύο, τουλάχιστον, εμπόδια: η ταχύτητα διάδοσης του κορονοϊού, οι
αντικρουόμενες πληροφορίες και οι πλανητικές συνέπειες της κρίσης καθιστούν
σχεδόν αδύνατη όχι μόνο την υποκειμενική γνωστική αποστασιοποίηση, αλλά και
κάθε προσπάθεια αντικειμενικής θεώρησης και αποτίμησης των όσων συμβαίνουν.
Συνεπώς, λόγω της άμεσης, κυριολεκτικά βιοψυχολογικής εμπλοκής των παρατηρητών,
τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να οδηγηθούν σε μια αντικειμενική αποτίμηση της
κατάστασης.
Το δεύτερο και ίσως ανυπέρβλητο
εμπόδιο είναι ότι η τελική έκβαση της σημερινής πλανητικής κρίσης εξαρτάται
κυρίως από τις συλλογικές συμπεριφορές των ανθρώπων και από τις κυρίαρχες
βιοπολιτικές που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου
κορονοϊού. Γιατί βέβαια θα έπρεπε να είναι σαφές ότι η καταστροφή που
αντιμετωπίζουμε δεν είναι αμιγώς ιογενής, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό...
ανθρωπογενής.
Γεγονός που επιβεβαιώνεται
καθημερινά από τις κυρίαρχες αντιδράσεις που υιοθετούνται απέναντι στην
πανδημία. Αντιδράσεις και μέτρα «προστασίας» που είναι τόσο υπερβολικά ώστε
γεννούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα δημιουργεί η εξάπλωση του κορονοϊού.
Περιττό να επισημάνουμε ότι
αυτές οι καταστροφικές πρακτικές στηρίζονται όχι στην επιστήμη αλλά στην ευρέως
αποδεκτή ρητορική του «πολέμου» κατά του κορονοϊού, η οποία μόνο ως πολιτική
προπαγάνδα καταφέρνει να επιβάλλεται, αφού από επιστημονική-ορθολογική άποψη
είναι εντελώς καταχρηστική και ατεκμηρίωτη. Και το ίδιο ισχύει για τα
παρεπόμενά της, όπως τα φιλοπόλεμα συνθήματα «Μένουμε σπίτι» ή «Πρέπει να
είμαστε ενωμένοι απέναντι στον κορονοϊό».
Πρόκειται για μια καθαρά
πολιτική προπαγάνδα που συνειδητά στοχεύει στη διαμόρφωση του απαραίτητου
πολεμικού και φοβιστικού κλίματος εναντίον του «φονικού» ιού Sars CoV-2, ο
οποίος υποτίθεται ότι απειλεί την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Το ότι αυτό
δεν ισχύει θα έπρεπε να είναι πια ολοφάνερο, επομένως μόνο η δόλια αλλά
συστηματική προπαγάνδα για το αντίθετο μπορεί να εξηγήσει τις υπερβολικές και
συχνά παρανοϊκές αντιδράσεις των περισσότερων ανθρώπων απέναντι σε έναν «αόρατο
εχθρό».
Μένουμε σπίτι, αλλά ελεύθεροι
Αρκεί να αναλογιστεί
κανείς πώς αντιμετωπίζονται από τους αρμόδιους φορείς της δημόσιας υγείας όσοι
ή όσες διαφωνούν τεκμηριωμένα με την αδιακρίτως επιβεβλημένη ρητορική τού
«Μένουμε σπίτι». Αυτοί οι νέοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι», όχι τόσο από τον ιό
αλλά από την πανδημία ολοκληρωτισμού, τολμούν να επικρίνουν -με εύλογα
επιστημονικά και νομικά επιχειρήματα- την αμιγώς αμυντική και εντελώς αβέβαιη,
ως προς τη μεσομακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά της, στρατηγική της «κατάστασης
εξαίρεσης». Παρά τα ορθολογικά και δημοκρατικά επιχειρήματά τους καταδικάζονται
-ομόφωνα και με περισσή ευκολία!- ως κοινωνικά απροσάρμοστοι ή ως αμετανόητοι
εχθροί της δημόσιας υγείας!
Εν τούτοις, όσοι ή όσες
επικρίνουν και δεν αποδέχονται άκριτα και αδιαμαρτύρητα την εντολή «Μένουμε
σπίτι», αναγνωρίζουν την κρισιμότητα της υγειονομικής κατάστασης και την
κοινωνική χρησιμότητα της αυστηρής ιατρικής απομόνωσης και θεραπείας των
επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και με τη στάση τους αυτή δεν διαφεύγουν από τις
προσωπικές τους ευθύνες: παραμένουν στα σπίτια τους, κινούνται όσο λιγότερο
μπορούν και φροντίζουν να μην επιτείνουν το πρόβλημα. Γιατί βέβαια, κανείς από
αυτούς δεν αδιαφορεί, ούτε και υποτιμά τους κινδύνους από την ανεξέλεγκτη
διάδοση της νόσου COVID-19 στις ευπαθείς ομάδες.
Παρ’ όλα αυτά, επιμένουν ότι
το υγειονομικό πρόβλημα της διαχείρισης της πανδημίας γιγαντώνεται και
πολλαπλασιάζεται όχι τόσο λόγω της θανατηφόρου απειλής του Sars CoV-2, αλλά
εξαιτίας της εγκληματικής και, όπως αποδείχτηκε, ανθρωποκτόνου επιλογής των
περισσότερων αναπτυγμένων χωρών, οι οποίες επέβαλαν, τις δύο τελευταίες
δεκαετίες, τη συστηματική αποσάθρωση της δημόσιας υγείας και την απαξίωση όσων
εργάζονται σε αυτήν.
Οσο για την κοινωνική
αλληλεγγύη που επικαλείται υποκριτικά και εκ των υστέρων η κρατική βιοπολιτική
εντολή τού «Μένουμε σπίτι», αυτή πρέπει να κρίνεται από τρία στοιχεία: Ποιοι
πολίτες αποκλείονται από αυτήν, ποιες κοινωνικοπολιτικές ανεπάρκειες και ποια,
μέχρι χθες, αδιαφανή προβλήματα επιχειρεί να συσκοτίσει η μαζική εφαρμογή της
και, τέλος, πώς η μαζική επιβολή της, σήμερα, συγκαλύπτει τις χρόνιες
δυσλειτουργίες και τις αδικαιολόγητες ανεπάρκειες των δημόσιων υγειονομικών
θεσμών;
Και τα δημοκρατικά αντισώματά μας;
Η TV μάς βομβαρδίζει
καθημερινά και ανελέητα για τους θανάτους και τις επικείμενες καταστροφές που
θα επιφέρει η νέα πανδημία. Πρόκειται για προσεκτικά επιλεγμένες και επιμελώς
διογκωμένες «ειδήσεις» που σκοπό έχουν, όχι να μας ενημερώσουν, αλλά,
ενισχύοντας τα εγγενή μας αισθήματα φόβου και ανασφάλειας, να μας παγιδεύσουν
σε μια κατάσταση μόνιμης και χωρίς ορατό διέξοδο απειλής.
Ετσι δημιουργείται σήμερα το
αίσθημα συλλογικού πανικού λόγω μιας διαρκούς απειλής -βιολογικής, οικονομικής,
γεωπολιτικής κ.λπ.- η οποία θα πρέπει πάντα να παραμένει επιμελώς
απροσδιόριστη. Η αρχή λειτουργίας αυτού του ψυχολογικού μηχανισμού είναι αρκετά
απλή: όσο λιγότερα γνωρίζουμε για την απειλή που ελλοχεύει τόσο περισσότερο
απειλητική τη θεωρούμε. Και αυτή η συστηματική καλλιέργεια του φόβου εξυπηρετεί,
κατά κανόνα, τις πιο σκοτεινές πολιτικές ή οικονομικές σκοπιμότητες.
Ωστόσο, ενώ κάποιοι άνθρωποι
προσπαθούν να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν ευθέως τα φοβικά τους
αισθήματα, τον πανικό και τις ανασφάλειές τους, κάποιοι άλλοι, πολύ περισσότεροι,
δοκιμάζουν απλώς να τα εξορκίσουν ή να τα απωθήσουν. Στη δεύτερη κατηγορία
εντάσσονται όλες οι προσπάθειες επινόησης «αποδιοπομπαίων τράγων», δηλαδή η
μετάθεση των δυσεπίλυτων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σε τρίτα πρόσωπα ή και
σε ιούς.
Αρχίζουμε λοιπόν να
συνειδητοποιούμε ότι ο νέος «ιερός πόλεμος» κατά του ιού με την κορόνα οδηγεί
(αναπόφευκτα;) σε παράπλευρες απώλειες, όχι μόνο σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε
θεμελιώδεις δημοκρατικές αξίες και δικαιώματα. Αυτές οι πανταχού παρούσες και
δόλιες βιοπολιτικές μεθοδεύσεις εκδηλώνονται μέσα από τα εντελώς αδιαφανή και
κοινωνικά ανεξέλεγκτα βιοκυβερνητικά σενάρια διαρκούς επιτήρησης και πλανητικής
καθυπόταξης των πολιτών. Αυτοί, μέρα με τη μέρα, μετατρέπονται σε σύγχρονους
«ελεύθερους πολιορκημένους», οι ελευθερίες των οποίων απειλούνται όχι τόσο από
τον κορονοϊό όσο από την πανδημία των ολοκληρωτικών «τελικών λύσεων» που
επιβάλλονται τάχα για την εξάλειψή του.
Παραδόξως, η νέα βιοπολιτική
του φόβου και του πανικού κατάφερε να επιβληθεί πλανητικά ως αντιστάθμισμα στις
δήθεν εγγενείς αδυναμίες της σύγχρονης δημοκρατίας και ως ένα αποτελεσματικό
μέσο για την αντιμετώπιση των εχθρών της. Ετσι, το κλίμα γενικευμένης
ανασφάλειας και ρευστότητας ευνοεί τις πιο συντηρητικές πολιτικές επιλογές των
πολιτών, οι οποίοι τρομοκρατημένοι στρέφονται σε ολοκληρωτικές πολιτικές
διαχείρισης και σε πολιτικούς ηγέτες που δημαγωγικά τους υπόσχονται ασφάλεια
και σταθερότητα, με αντίτιμο βέβαια τη «θυσία» κάποιων ήδη συστηματικά
απαξιωμένων κοινωνικών, εργασιακών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών.
Και όπως μας διδάσκει η
ιστορία ανάλογων καταστροφικών φαινομένων που, κατά το παρελθόν, οδήγησαν σε
ριζικές κοινωνικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, πάντοτε αυτές οι
κοσμοϊστορικές αλλαγές μόνο δυσβάσταχτες και δραματικές συνέπειες επέφεραν στη
ζωή των ανθρώπων. Συνεπώς, η πλανητική εκδίπλωση και η παθητική αποδοχή των
σημερινών ολοκληρωτικών «λύσεων», που λαμβάνονται βεβιασμένα και ερήμην μας,
μόνο ένα δυσοίωνο μέλλον μπορεί να επιφυλάσσουν για την επιτήδεια
τρομοκρατημένη ανθρωπότητα.
Διότι αν εξακολουθήσουμε να
αποδεχόμαστε παθητικά και αδιαμαρτύρητα τις θυσίες που, υπό το καθεστώς φόβου
και πανικού, μας επιβάλλονται ως οι δήθεν οριστικές «λύσεις» για την
αντιμετώπιση της νέας πανδημίας, τότε υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος η σημερινή
«κατάσταση εξαίρεσης» να γίνει μόνιμη επιλογή πολιτικής διακυβέρνησης και μετά
την πάροδο της ιογενούς κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου