·
Από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του, σπουδαίος φιλόλογος με μεγάλη
συμβολή στην ελληνική φιλολογία, θεωρητικός και παρεμβατικός πολιτισμικός
κριτικός, αλλά και, κυρίως, πανεπιστημιακός δάσκαλος με πολυετή θητεία και
πολλούς μαθητές, ο Νάσος Βαγενάς έχει συνδέσει το όνομά του, μεταξύ άλλων, με
τα κομβικής σημασίας γεγονότα της πρόσληψης του Μπόρχες στην Ελλάδα ως μέλους
μιας κλειστής αίρεσης μυημένων αναγνωστών, μεταφραστών και συγγραφέων που,
συνεχώς, από τη δεκαετία του 1970, διευρύνεται επικινδύνως.
Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η
επίσημη εισαγωγή του ύφους του Μπόρχες στην ελληνική πεζογραφία γίνεται με το
πιο εντυπωσιακό είδος της πεζογραφίας του, το φανταστικό δοκίμιο ή
ψευδοδοκίμιο, τον Αύγουστο του 1973, με την πρώτη δημοσίευση του κειμένου «Ο
Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Ερημης Χώρας», πρώτου μέρους
του τριπτύχου μιας από τις πιο επιδραστικές συλλογές της μεταπολεμικής
πεζογραφίας μας, της Συντεχνίας (Κέδρος, 1976). Είναι επίσης γνωστό ότι ο
Βαγενάς πρωτοστάτησε στις επαφές με τον συγγραφέα μετά την τυχαία (!) συνάντησή
τους στο κέντρο της Αθήνας (3 Σεπτεμβρίου 1983), επαφές που οδήγησαν, οκτώ
μήνες αργότερα, στην αναγόρευση του Αργεντινού σε επίτιμο διδάκτορα της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης (12 Μαΐου 1984).
Τα γεγονότα της
συνάντησης περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο στο κείμενο «Ο Μπόρχες στην οδό
Πανεπιστημίου», ήδη δημοσιευμένο στο πιο μεγάλο αφιερωματικό τεύχος ελληνικού
περιοδικού («Χάρτης», τχ. 8, Οκτώβριος 1983: 130 σελίδες αφιερωμένες
αποκλειστικά στον Μπόρχες), ενώ το «Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο λαβύρινθος της
ειρωνείας» (Στιγμή, 1984) που αποτελεί το κείμενο της ομιλίας που εκφώνησε ο
Βαγενάς κατά την τελετή αναγόρευσης, μια ολιστική προσέγγιση στο έργο του
Μπόρχες, που ακολουθεί τα χνάρια των βασικών συμβόλων και της ειρωνικής φύσης
της δοκιμιακής του γλώσσας, ανοίγει τον ανά χείρας τόμο, όπου ο
φιλόλογος/ποιητής Βαγενάς συγκεντρώνει τα μπορχεσιανά του κείμενα, πεζά και
ποιήματα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, αναπαράγοντας στον τίτλο του τη ρήση
του Καλβίνο: «Η λογοτεχνία του Μπόρχες είναι μια λογοτεχνία υψωμένη στο
τετράγωνο».
Η πρωτοπόρα εμπλοκή του Βαγενά στην υποδοχή του Μπόρχες έχει αφήσει ανεξίτηλα
τα ίχνη της τόσο στον ποιητικό όσο και στον κριτικό του λόγο. Η κριτική του
οξύνοια, συνδυασμένη με την ποιητική ευαισθησία του, συχνά συμπυκνώνεται στο
απόσπασμα ή τον αφορισμό, και οι «Σημειώσεις για τη γραφή του Μπόρχες» (μικρό
τμήμα τους ήταν γνωστό από το 2014), εκκινώντας από αυτοβιογραφικές αφορμές και
την πρώτη επαφή (σ’ ένα βιβλιοπωλείο της Ρώμης, το 1970), προχωρούν σε
οξυδερκείς παρατηρήσεις για την καταλογική ποίηση, την επίδραση, το χιούμορ, τη
λειτουργία των κοινών τόπων, την εμμονή στους προλόγους, τη σχέση με την
Καβαφική ποιητική (ιδιόμορφη ειρωνικής υφής διανοητική γλώσσα που, όμως, είναι
σε θέση να εκλύσει μεγάλα αποθέματα συγκίνησης), την άρνηση συσχέτισης με τον
μεταμοντερνισμό, τη σημασία της πρωτοτυπίας («η πρωτοτυπία του Μπόρχες έγκειται
στο γεγονός ότι ο Μπόρχες αδιαφορεί για την πρωτοτυπία»), και άλλα μικρο- και
μεγα-θέματα της μπορχεσιανής ποιητικής.
Θυμίζω ότι «Σημειώσεις» είναι ο
ειδολογικός όρος που χρησιμοποιεί ο Βαγενάς και για την κριτική ή πολιτιστική
του επιφυλλιδογραφία (Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, 2013, Σημειώσεις από
το τέλος του αιώνα, 1999), ωστόσο οι παρούσες ξαναπιάνουν το νήμα εκείνων των
πρώιμων «Σημειώσεων για την ποίηση» (Δέντρο, τχ. 14, 1980) με την υπογραφή του
ψευδώνυμου προσωπείου του (Πάτροκλος Γιατράς), που συντροφεύει τον Βαγενά από
τη Συντεχνία (1976) ώς τη σκωπτική ποίηση της συλλογής Στέφανος (2004). Ο
Γιατράς άνετα θα προσυπέγραφε τη ρήση του Βαγενά: «Σκέφτομαι πως η γραφή του
Μπόρχες είναι ένα είδος καθαρής ποίησης».
Με τον ίδιο τρόπο, τα «μπορχεσιανά»
ποιήματα που περιέχονται στον τόμο (από συλλογές του 1986, του 1989, του 2010,
του 2017) επιβεβαιώνουν τη διαρκή συνομιλία του Βαγενά με τον Μπόρχες. Αυτό
ισχύει ιδιαίτερα για την πεντάδα των μπορχεσιανών μεταφράσεων του περίκομψου
φυλλαδίου Οι τρεις ερημίτες και άλλα ποιήματα (Περισπωμένη, 2017) όπου ο
Βαγενάς ανάγει τολμηρά τη λογοτεχνική μετάφραση στο επίπεδο της
(ανα)δημιουργίας. Για παράδειγμα, το σονέτο «Ο ερωτευμένος», από την Ιστορία
της νύχτας του Μπόρχες, που για τον Βαγενά αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση του
καλλιτεχνικού ιδεαλισμού του και το ωραιότερο σονέτο του, για τον Αχιλλέα
Κυριακίδη συνιστά ακράδαντη επιβεβαίωση του γνωστού μπορχεσιανού αφορισμού:
«Συχνά το πρωτότυπο αδικεί τη μετάφραση!»
Θα μείνω, φυσικά, στο παλαιότερο κείμενο
του τόμου, «Η γενεαλογία του Πιερ Μενάρ» («Pierre Menard’s Genealogy»), μια
μεταπτυχιακή εργασία του Βαγενά, τότε φοιτητή της Θεωρίας και Πρακτικής της
Μετάφρασης στο Πανεπιστήμιο του Εσσεξ (1972). Η ύπαρξη του κειμένου ήταν
γνωστή, τουλάχιστον, από το αφιέρωμα του περιοδικού Πόρφυρας (τχ.130, 2009) και
τη μελέτη της Μορφίας Μάλλη («Η συντεχνία»).
Επειτα από πενήντα χρόνια ο ίδιος θεωρεί
τη μελέτη «δημοσιεύσιμη», εγώ θα έλεγα ότι η προσέγγιση και το συμπέρασμα είναι
μάλλον πρωτοποριακά για την εποχή τους κι ότι η εργασία μπορεί να θεωρηθεί μια
πρώιμη σημαντική συμβολή στην έρευνα για τη μυστηριώδη προσωπικότητα του Πιερ
Μενάρ (; - 1939) που ταλανίζει ακόμα τις μπορχεσιανές σπουδές. Σήμερα,
πράγματι, η ιστορία του Πιερ Μενάρ [από πλείστες όσες μελέτες μέχρι τη
μυθιστορηματική πραγμάτευση της σχέσης με τον Βαλερί στο μυθιστόρημα του Μισέλ
Λαφόν Μια βιογραφία του Πιερ Μενάρ (Gallimard, 2008)] θεωρείται «το κλειδί για
το σύνολο έργο του Μπόρχες» («μια αλληγορία της δικής του συγγραφικής
περιπέτειας»), και ο μονήρης λόγιος της Νιμ, «ένα μπορχεσιανό ανάλογο του
βαλερικού κυρίου Εδμόνδου Τεστ».
Ωστόσο, ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι η
κατά τόπους ψευδοδοκιμιακή ρητορική της μελέτης δείχνει ότι ο εικοσιεπτάχρονος
τότε Βαγενάς ήδη προσπαθούσε να συντονιστεί με το αμίμητο ύφος του Αργεντινού,
ένα μόλις χρόνο πριν προσθέσει, με τη Συντεχνία, τον δικό του κρίκο στη γνωστή
γενεαλογία. Γιατί αν ο Εδμόνδος Τεστ εγέννησε Πιερ Μενάρ, ο Πιερ Μενάρ εγέννησε
Πάτροκλο Γιατρά, και ούτω καθεξής στον αιώνα των αιώνων…
Οπως και να ’χει, η διαπίστωση, στον
αφορισμό 24 των Σημειώσεων, της φιλολογικής αυστηρότητας του μπορχεσιανού ύφους
καταλήγει ως εξής: «“Ο φιλόλογος Μπόρχες” θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός
βιβλίου που, για να είναι άξιο του περιεχομένου του, θα έπρεπε να γραφεί από
έναν φιλόλογο της δικής του ολκής».
Μπορεί να μην έχει γραφτεί ακόμα αυτό το
«φανταστικό βιβλίο», όμως ο ανά χείρας τόμος αποτελεί σημαντική συμβολή προς
αυτήν την κατεύθυνση. Μακριά από το πανεπιστημιακό τσίρκο ή τον πιθηκισμό των
μίμων όπως θα έλεγε ο Στάινερ, το βιβλίο του Βαγενά (όπως και το Μπεθ του
Δημήτρη Καλοκύρη) αποτελούν ασφαλώς τα ευαγγέλια της αίρεσης του Μπόρχες στην
Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου