Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Κώστας Κρυστάλης, Συρράκο 1868- Άρτα 1894



        Πατέρα,
                το καράβι πλέει μεσοπέλαγα. Επιστρέφω στην  πατρίδα. Η ψυχούλα μου φουρφουρίζει αντικρίζοντας τα φώτα της Κόπραινας. .  Οι καμπίσιοι  ετοιμάζονται να ανεβούν στα βουνά. Μακάρι να τα καταφέρω κι εγώ, να ανεβώ, πισοκάπουλα έστω , σε κάποιο άλογο , να ιδώ τα βουνά μου, τα πεθύμησα. Να ανταμωθούμε και πάλι, να καθίσουμε στον καφενέ της Γκούρας και να σου μολογήσω όλα τα πάθη μου.
      Συγχώρεσέ με για την πίκρα που σου έδωσα. Με το δίκιο σου με αποκαλούσες χοϊλή, κάθε φορά που θύμωνα. Δεν σε άκουγα. Δεν μετανιώνω που πήρα τον δικό μου δρόμο. Όμως, νιώθω πως σου χρωστάω τα λόγια που δεν σου είπα. Μετανιώνω που δεν απαντούσα στα γράμματά σου. Κάκιωνα και με έπιανε το γινάτι του μπάρμπα μου του Ψαλλίδα.
    Όμως, σχώρα με που σου γράφω με καθυστέρηση. Δεν πρόλαβα να στα γράψω την ώρα που το καράβι με πήγαινε στο πεπρωμένο μου. Είσαι ψυχοπονιάρης . Μεγαλόψυχος. Δεν πειράζει, Κώστα μου, θα πεις και θα αφήσεις να αχνοφαίνεται  το συγκρατημένο από τον πόνο μειδίαμα που ομόρφυνε το αργασμένο πρόσωπό σου. Έμαθα τον θάνατό σου καθυστερημένα,  δεν πρόλαβα να έρθω στην κηδεία σου . Θα γελάσεις με κόπο, συγκαταβατικά, μόνο αυτά που αγαπούσες πολύ προλάβαινες, θα σχολιάσεις.
    Πέθανες ξενιτεμένος, στο Δεμερλί της Θεσσαλίας, επιστάτης στο κτήμα του Μέκιου. Από μέγας και πολύς, από πρώτος έμπορος των Ιωαννίνων ξέπεσες, πατέρα. Έγινες   εξηκοντάδραχμος επιστάτης κτήματος. Και το χειρότερο ήταν που ήξερες. Κι αυτό έκανε την πληγή αγιάτρευτη. Σου έδωσαν τη θέση από ελεημοσύνη. Δεν μπορούσες πια να εργαστείς. Ήταν σακατεμένο το σώμα κι η ψυχή σου. Απόλεσες την εμπορική σου  θέση στα Ιωάννινα,  πόνεσες πολύ με τον δικό μου χαμό κι ένα χρόνο μετά χάθηκε κι  ο Γούλας, ο αδελφός μου. Σ’ αυτόν είχες ακουμπήσει τα γερατιά σου.  Ήσουν πλάτανος κεραυνοχτυπημένος. Όμως άντεξες. Στις καλές μέρες φρόντιζες για όλους, δεν άφηνες κανέναν παραπονεμένο. Να βοηθήσεις, με τον καλό λόγο στα χείλη σου. Έβαζες βαθιά το χέρι στην τσέπη και το σπίτι μας ανοιχτό, έτοιμος ν’ ακούσεις και να  δώσεις κουράγιο. Τον καιρό που άλλαξαν τα πράγματα κι εσύ έχασες το μαγαζί,  έμεινες αβοήθητος. Σου γύρισαν την πλάτη όλοι. Ας είναι καλά εκείνος ο πατριώτης στη Θεσσαλία που σε μάζεψε και δεν έμεινες στον δόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου