Άη μου
Γιώργη, αφέντη μου κι αφεντοκαβαλάρη,
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγγελος στη νεότη·
παρακαλώ σε αφέντη μου αγγελοστρατιώτη,
παρακαλώ σε σώσε μας ‘πό Δράκοντα μεγάλο,
’π’ ά δε ντού ’πηαίναν άθρωπο κάθε πρωΐ και ώρα,
σταλιά νερό δεν ήφηνε να κατεβή στη Χώρα,
Τα μπουλεθιά ερίχνανε κι ότινος θέλ’ ας πέσει,
ήπεμπε το παιδάκι ντου τού Δράκοντα πεσκέσι.
κι ο μπουλετής εξέπεσε εις τη βασιλοπούλλα,
απού την είχ’ η μάνα τζη μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγον είπε:
-Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε.
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρι’ ακονισμένα:
– Γή δώσ’ μας το παιδάκι σου, γή παίρνομε κι εσένα.
– Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήσει.
Πιάνουν ντη και στολίζουν ντη ’πο το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα και με μαργαριτάρι·
και παίρνου ντην οι βάγιες τση να πά’ να σεργιανίσει
και πάνε και τη δένουνε στού λιονταριού τη βρύση·
Στα μάρμαρα τού πηγαϊδιού ρίξα ν-την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Άη Γιώργης τό ’μαθε και τρέχει να τη σώσει
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώσει·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στο μάγουλο τού πηγαϊδιού πηγαίνει και καθίζει.
– Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το ’ποθάνω,
άφησε ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω·
– Πήγαινε, νέε, πήγαινε, πήγαινε στο χωργιό σου
να μην σε φάει το θεργιό κι εσέ και τ’ άλογο σου.
-Στα γόνατα σου, λυγερή, θέλω να με ψειρίσεις
και σα’ θ’ ακούσεις το θεργιό, εμένα να μιλήσεις.
Μέσα που τον-ε ψείριζε περνά ‘να μ-περιστέρι
κι εβάστα ν-Τίμιο Σταυρό εις το δεξό ν-του χέρι.
Και αναμεσώς εις το Σταυρό ήγραφε Άη-Γιώργης
κι απού πιστεύγει στ’ όνομα ποτές δε ν-τελειώνει.
Και το θεργιό κατέβαινε κι εσούντο-νε τα όρη
και η κόρη από το φόβο τζη εφώνιαζ’ Άη-Γιώργη.
-Κόρη, που το βρες τ’ όνομα, πχοιος σου ‘δωσε τη χάρη;
-Μέσα ‘κειά που σε ψείριζα, πέρασε μ-περιστέρι
κι εκράθιε ν-Τίμιο Σταυρό εις το δεξό ν-του χέρι.
Εστάθηκε ανατολικά και κάνει το σταυρό ν-του
και πέζει ν-του μνια μαχαιργιά και κόβγει το λαιμό ν-του.
Και ξαναπάιζει ντου άλλη μια και τρώει ντη στο στόμα
κι αμέσως τον εξάπλωσε χάμαι στσή γής το χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
τσή κορασίδας τό ’δωκε, μέσα στη Χώρα μπαίνει.
Όντε το κωλοσέρνανε στη χώρα τη μεγάλη,
ούλοι ‘ποσφαλιστήκανε, ούλοι μικροί, μεγάλοι.
Κι όντε το κωλοσέρνανε στση χώρας τα σοκάκια,
ούλοι ‘ποσφαλιστήκανε μέσα στα ντουκιανάκια.
-Πόσο μου δίνετε, παιδιά, ετούτηνε την ώρα,
να μη μολάρω το θεργιό να καταπιεί τη χώρα;
-Πάρε, αφέντη, τα κλειδιά και πάρε και τη χώρα
και μη μολάρεις το θεργιό ετούτηνε την ώρα.
-Δε θέλ’ απού τσι χώρες σας, μήτ’ απού τα κλειδιά σας,
μονο για να πιστέψετε εσείς και τα παιδιά σας.
-Πάρε βασιλιά το τέκνο σου, λάβε το το παιδί σου
κι από τα φύλλα τση καρδιάς δώσε ντου την ευκή σου.
-Για πε’ μου, στρατιώτη μου, πώς λένε τ’ όνομά σου,
εγώ να κάμω χάρισμα μεγάλο τσ’ αφεδιάς σου.
-Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμης τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά ντου την πλευρά βάλ’ έναν καβαλλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
να μπαίνουν να τον προσκυνούν ούλοι μικροί μεγάλοι
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγγελος στη νεότη·
παρακαλώ σε αφέντη μου αγγελοστρατιώτη,
παρακαλώ σε σώσε μας ‘πό Δράκοντα μεγάλο,
’π’ ά δε ντού ’πηαίναν άθρωπο κάθε πρωΐ και ώρα,
σταλιά νερό δεν ήφηνε να κατεβή στη Χώρα,
Τα μπουλεθιά ερίχνανε κι ότινος θέλ’ ας πέσει,
ήπεμπε το παιδάκι ντου τού Δράκοντα πεσκέσι.
κι ο μπουλετής εξέπεσε εις τη βασιλοπούλλα,
απού την είχ’ η μάνα τζη μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγον είπε:
-Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε.
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρι’ ακονισμένα:
– Γή δώσ’ μας το παιδάκι σου, γή παίρνομε κι εσένα.
– Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήσει.
Πιάνουν ντη και στολίζουν ντη ’πο το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα και με μαργαριτάρι·
και παίρνου ντην οι βάγιες τση να πά’ να σεργιανίσει
και πάνε και τη δένουνε στού λιονταριού τη βρύση·
Στα μάρμαρα τού πηγαϊδιού ρίξα ν-την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Άη Γιώργης τό ’μαθε και τρέχει να τη σώσει
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώσει·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στο μάγουλο τού πηγαϊδιού πηγαίνει και καθίζει.
– Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το ’ποθάνω,
άφησε ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω·
– Πήγαινε, νέε, πήγαινε, πήγαινε στο χωργιό σου
να μην σε φάει το θεργιό κι εσέ και τ’ άλογο σου.
-Στα γόνατα σου, λυγερή, θέλω να με ψειρίσεις
και σα’ θ’ ακούσεις το θεργιό, εμένα να μιλήσεις.
Μέσα που τον-ε ψείριζε περνά ‘να μ-περιστέρι
κι εβάστα ν-Τίμιο Σταυρό εις το δεξό ν-του χέρι.
Και αναμεσώς εις το Σταυρό ήγραφε Άη-Γιώργης
κι απού πιστεύγει στ’ όνομα ποτές δε ν-τελειώνει.
Και το θεργιό κατέβαινε κι εσούντο-νε τα όρη
και η κόρη από το φόβο τζη εφώνιαζ’ Άη-Γιώργη.
-Κόρη, που το βρες τ’ όνομα, πχοιος σου ‘δωσε τη χάρη;
-Μέσα ‘κειά που σε ψείριζα, πέρασε μ-περιστέρι
κι εκράθιε ν-Τίμιο Σταυρό εις το δεξό ν-του χέρι.
Εστάθηκε ανατολικά και κάνει το σταυρό ν-του
και πέζει ν-του μνια μαχαιργιά και κόβγει το λαιμό ν-του.
Και ξαναπάιζει ντου άλλη μια και τρώει ντη στο στόμα
κι αμέσως τον εξάπλωσε χάμαι στσή γής το χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
τσή κορασίδας τό ’δωκε, μέσα στη Χώρα μπαίνει.
Όντε το κωλοσέρνανε στη χώρα τη μεγάλη,
ούλοι ‘ποσφαλιστήκανε, ούλοι μικροί, μεγάλοι.
Κι όντε το κωλοσέρνανε στση χώρας τα σοκάκια,
ούλοι ‘ποσφαλιστήκανε μέσα στα ντουκιανάκια.
-Πόσο μου δίνετε, παιδιά, ετούτηνε την ώρα,
να μη μολάρω το θεργιό να καταπιεί τη χώρα;
-Πάρε, αφέντη, τα κλειδιά και πάρε και τη χώρα
και μη μολάρεις το θεργιό ετούτηνε την ώρα.
-Δε θέλ’ απού τσι χώρες σας, μήτ’ απού τα κλειδιά σας,
μονο για να πιστέψετε εσείς και τα παιδιά σας.
-Πάρε βασιλιά το τέκνο σου, λάβε το το παιδί σου
κι από τα φύλλα τση καρδιάς δώσε ντου την ευκή σου.
-Για πε’ μου, στρατιώτη μου, πώς λένε τ’ όνομά σου,
εγώ να κάμω χάρισμα μεγάλο τσ’ αφεδιάς σου.
-Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμης τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά ντου την πλευρά βάλ’ έναν καβαλλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
να μπαίνουν να τον προσκυνούν ούλοι μικροί μεγάλοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου