Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Θα φτιάξουμε άραγε μια συνταγματική «Αρκαδία»; Κ. Γ. Παπαγεωργίου* Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος, για το βιβλίο του Γρ. Αυδίκου, Παθογένειες του Συντάγματος και Αναθεώρηση, Στοχαστής 2020

 

Με την ευκαιρία της πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης, μια πλειάδα δόκιμων συνταγματολόγων ερευνητών παρέδωσε στη δημοσιότητα κείμενα-προτάσεις, στοχεύοντας στη λυσιτελέστερη αξιοποίηση της αναθεωρητικής συγκυρίας. Ορισμένα από αυτά –υποδείγματα αναλυτικής σκέψης και ορθολογικής επιχειρηματολογίας– ανέτρεξαν, προς θεμελίωση των θέσεών τους, στην πολλαπλά στιγματισμένη από συνεχείς θεσμικές και πολιτικοκοινωνικές κρίσεις νεοελληνική εμπειρία. Ως γνωστόν, από την τελευταία μαθαίνουμε ότι σε πληθώρα συνταγματικών και ευρύτερα θεσμικών εκτροπών, αφορμή στάθηκαν οι ενδημούσες στα συνταγματικά κείμενα παθογένειες του κανονιστικού περιεχομένου τους.

Κατ’ αρχάς, ο συγγραφέας ανατρέχει στις εκάστοτε ιστορικές πολιτικές συνθήκες μέσα από τις οποίες αναδύθηκαν τα ισχύσαντα μέχρι σήμερα Συντάγματα, καθώς και στις πολιτικές εκτροπές ή συγκρούσεις που αυτά ακολούθως με τη σειρά τους γέννησαν. Μεθοδολογικά, η αμφίδρομη αυτή μελέτη της αλληλεπιδραστικής ώσμωσης μεταξύ κανονιστικού κειμένου και τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας απεγκλωβίζει τη συνταγματική ερμηνεία από μια τυπολατρική, γραμματικού τύπου, εγκύστωση στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο, αποδεικνύοντας το τελευταίο ως εφαλτήριο των πολιτικών εξελίξεων της εποχής του.

Η αναδρομή αυτή στη συνταγματική μας ιστορία –με βιβλιογραφική γνώση της οποίας ο συγγραφέας τεκμηριώνει κάθε του σελίδα– αποκαλύπτει την ιστορικοεξελικτική ερμηνεία των συνταγματικών κειμένων ως αξονική μέθοδο που ακολουθεί το έργο, ώστε να προκύπτει με ενάργεια σε ποιο βαθμό κάθε μεταγενέστερο Σύνταγμα αφομοίωσε δημιουργικά (ή και όχι!) στο κείμενό του τις όποιες αρνητικές ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εμπειρίες προκάλεσαν προγενέστερα Συντάγματα.

Μελαγχολικά, κυρίως, συναισθήματα γεννώνται από την ιστορική αυτή αναδρομή που πραγματοποιεί με συνοπτικό αλλά έγκυρο τρόπο ο ρεαλιστής Γρ. Αυδίκος, αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς. Αλλωστε, ο στοχαστής Π. Κονδύλης, με τον οξύ αλλά εύστοχο αναλυτικό λόγο του, είχε ήδη από παλαιότερα ειδοποιήσει για τον νόθο εξαστισμό της νεοελληνικής κοινωνίας –ως μιας μάλλον φαιδρής απομίμησης της αντίστοιχης ευρωπαϊκής– και ως βασικό γενεσιουργό λόγο ενός ανάπηρου συνταγματισμού, που βιώνει από τα μέσα του 19ου αιώνα η χώρα μας.

Μέσα από τις σελίδες του έργου είναι προφανής η αδιάπτωτη πίστη του συγγραφέα στον συνταγματισμό ως πυξίδα για τη βελτίωση των πολιτικών θεσμών της χώρας και την πρόοδο στην προστασία των ατομικών, πολιτικών, κοινωνικών και νεότερων γενεών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Και τούτο, ως αδήριτη προϋπόθεση της πορείας μας προς μια πιο ώριμη πολιτική δημοκρατία, με αποφυγή των οδυνηρών στιγμών της πολιτικής ιστορίας μας, από τις οποίες ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις διώξεις αντιφρονούντων και πολιτικών αντιπάλων.

Το έργο διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια: Το Πρώτο Κεφάλαιο («Παθογένειες των συνταγματικών θεσμών στη συνταγματική ιστορία») ανατρέχει στις σημαντικότερες πολιτικές κρίσεις του παρελθόντος, από τις οποίες δεινοπάθησαν τα κατά καιρούς ελληνικά πολιτεύματα και ο εγχώριος συνταγματισμός, χαρακτηρίζοντας αυτές ως «θραύσεις του συνταγματικού πλαισίου». Ως κυριότεροι τέτοιοι παράγοντες μνημονεύονται εδώ ενδεικτικά ο αποσταθεροποιητικός ρόλος των Ανακτόρων στον κοινοβουλευτικό βίο του τόπου, οι επεμβάσεις του στρατού και των ξένων δυνάμεων, η ελλιπέστατη και προσχηματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, η ευθύνη των δικαστών στην αναιμική λειτουργία του δικαστικού ελέγχου, ως αναχώματος των σχεδόν καθημερινών αυθαιρεσιών της εκτελεστικής λειτουργίας (77-82), καθώς και το τριτοκοσμικό σπορ της νόθευσης των εκλογικών διαδικασιών.

Με το Δεύτερο Κεφάλαιο («Τα επιτεύγματα και οι αδυναμίες του Συντάγματος του 1975») ο Γρ. Αυδίκος επιχειρεί μια αποτίμηση της αφομοίωσης της ιστορικής εμπειρίας περί των παθογενειών των προγενέστερων Συνταγμάτων που επιτεύχθηκε μέσα από τις εργασίες της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής (1975) καθώς και των συνταγματικών αναθεωρήσεων που ακολούθησαν (1986, 2001, 2008, 2019). Η κριτική του εστιάζει κυρίως στον υπέρμετρα αυστηρό χαρακτήρα του ισχύοντος Συντάγματος, την ελλιπή παρουσία θεσμικών αντίβαρων, ως εγγυητικών μέσων της λειτουργίας των συνταγματικών προβλέψεων, την ανάγκη μεγαλύτερης αμεσοδημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και, βέβαια, τα πανίσχυρα και αδάμαστα φαινόμενα της ελληνικής διαφθοράς, της κομματικής συναλλαγής και του πελατειακού κράτους, ως κομβικών –και μάλλον ανίατων– νοσηρών αιτιών θραύσης του συνταγματικού πλαισίου.

Το Τρίτο Κεφάλαιο («Ο δημόσιος διάλογος για τη συνταγματική μεταρρύθμιση και η ολοκλήρωσή της») συνιστά ένα χρήσιμο πανόραμα των κοινοβουλευτικών διεργασιών της πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης.

Στο Τέταρτο Κεφάλαιο («Μία πρόταση αναθεώρησης»), ο συγγραφέας καταθέτει στον δημόσιο διάλογο τις δικές του προτάσεις εν όψει μιας μελλοντικής αναθεώρησης, οι οποίες είναι συνεπείς προς τις αδυναμίες που έχει ήδη διαπιστώσει στο Τρίτο Κεφάλαιο και άρα κινούνται προς ομόλογη κατεύθυνση (άμβλυνση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος, ενίσχυση των αμεσοδημοκρατικών θεσμών του πολιτεύματος, ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης κ.ά.).

Το έργο επιστεγάζεται με Παράρτημα Πηγών που καθιστούν αμεσότερη την προσφυγή του αναγνώστη τού κυρίως κειμένου στα παραπεμπόμενα θεμελιώδη κείμενα.

«Θα φτάσουμε άραγε στα Κύθηρα και τη συνταγματική Αρκαδία;», αναρωτιέται ο Γρ. Αυδίκος, ολοκληρώνοντας την ιστορική αναδρομή, την ανάλυση των δεδομένων του και τις βελτιωτικές του Συντάγματος προτάσεις του. Επικαλούμενος τις τελευταίες ως αναιρετικές των συνταγματικών παθογενειών, εμφανίζεται ο ίδιος έλλογα νομίζουμε αισιόδοξος, υπογραμμίζοντας ότι το πλέγμα των προτεινόμενων αλλαγών δεν συνιστά ουτοπία και είναι εφικτό να συμβάλουν, σε μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση, στην ενίσχυση της ποιότητας της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας.

* αν. καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου