«Με λάσπη και καλάμια την καλύβα μου θα χτίσω», έγραφε ο Ιρλανδός ποιητής Γέιτς (Στης λίμνης το νησί). Αποζητούσε τη μοναξιά, την ειδυλλιακότητα, τη ζωή μες στη φύση, φτιαγμένη από φτηνά υλικά και πολλές προσδοκίες.
Δεν είμαι βέβαιος ότι οι άνθρωποι του κάμπου της Θεσσαλίας θα ενθουσιάζονταν με μια τέτοια προοπτική. Γεννήθηκαν μες στη λάσπη, οι πιο παλιοί, πάλεψαν να αποτινάξουν από τις πλάτες τους τσιφλικάδες. Πότισαν τη γης τους με αίμα και ιδρώτα, να αλλάξουν τη μοίρα τους. Ηταν κάθε στιγμή αντιμέτωποι με κάτι που δεν μπορούσαν να ελέγξουν: από τη μια μεριά το αφεντικό κι από την άλλη τα φυσικά φαινόμενα. Ηταν οι άνθρωποι της λάσπης. Που αγωνίζονταν να τη βγάλουν από το δέρμα τους.
Κι εκεί που νόμιζαν πως τα κατάφεραν, ήρθε η λάσπη του 21ου αιώνα να γκρεμίσει τη ζωή τους. Να λασπώσει τα όνειρά τους. «Ξύπνησα νωρίς το πρωί, πήγα στον Απόλλωνα και ένιωσα να γίνομαι ένα με τη λάσπη. Οσα αγωνιστήκαμε να στήσουμε είχαν γίνει λάσπη.
Βούλιαζαν το πόδια μου μέσα». Τέτοιες αφηγήσεις σαν της Βάσως μοιάζουν με εκείνα τα μοιρολόγια, τα ξερά, χωρίς δάκρυα. Ακούγεται μόνο ένα συνεχές μουρμουρητό. Κάποιες φορές θαρρείς πως είναι η αποδοχή της μοίρας κι άλλες ένας πόνος που γίνεται οργή για όσους νοιάζονται μόνο για τις γιρλάντες αφήνοντας τον κάμπο ανοχύρωτο.
Οργή γ’ αυτούς που μιλάνε για κακιά ώρα. Για τον καιρό και το κλίμα που καταπίνουν το μέλλον του κάμπου. Τότε είναι που η τηλεόραση δείχνει το αποκαμωμένο ζευγάρι στην Καρδίτσα, ξέπνοο, μπροστά στο βομβαρδισμένο με λάσπη μαγαζί. Με πόδια γυμνά και βλέμμα απλανές. Κουβάρι μαύρο ο καιρός, γράφει η Παμπούδη. Εδεσε τον κάμπο κόμπο, το ίδιο και το στομάχι των ανθρώπων του.
Είναι η κακιά η ώρα; Εντονα καιρικά φαινόμενα πάντα συμβαίνουν. Και δεν θα σταματήσουν. Ούτε η χώρα μας είναι θύμα μιας οικογενειακής γκαντεμιάς. Μια τέτοια αντίληψη μας μεταφέρει στον χώρο του ανορθολογισμού. Κι όσο επαναλαμβάνεται αυτή η άποψη, έστω και ως χαριτολόγημα, τόσο πιο πολύ εμπεδώνεται ο ανορθολογισμός. Και όταν αυτή η σκέψη ριζώνει, υπάρχουν κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες.
Είναι το κακό το μυαλό μας. Που πολλά χρήματα πηγαίνουν στις τσέπες των δικών μας ανθρώπων. Και όσα μένουν γίνονται ασφάλτινη πέτσα. Οσοι ασκούν διοίκηση αδιαφόρησαν για τη φύση. Για τα βουνά και τα νερά που κατέβαιναν με φούρια. Κι αντί να προβλέψουν το μέλλον, περιφρόνησαν τη δύναμη του νερού. Τα θυμωμένα ποτάμια γίνονται σαν τα ατίθασα άτια του.
Χρειαζόμαστε αξιωματούχους που να πονάνε τον κόσμο. Δημόσιο που να είναι κοντά στους ανθρώπους του μόχθου. Ο κάμπος ένα ατελείωτο μοιρολόι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου