Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Έμυ Ντούρου, ιστορίες για τα βιβλία στο Documento

 

Καλησπέρα σας,


Μια δυσάρεστη προσωπική εμπειρία είναι η αφορμή για τη σημερινή επιστολή. Καθώς περπατούσα πριν από λίγο καιρό στο κέντρο της Αθήνας έπεσα θύμα κλοπής. Δυστυχώς αυτά συμβαίνουν συχνά και καλό είναι να τα προσπερνάει κανείς με συνοπτικές διαδικασίες. Ωστόσο, το συμβάν μού έδωσε το έναυσμα να ξαναπιάσω στα χέρια μου τέσσερα διαμάντια της παγκόσμιας λογοτεχνίας με ήρωες κλέφτες ή θύματα κλοπής, τα οποία προτείνω σήμερα.  
Πρώτος στη λίστα ο «Όλιβερ Τουίστ» (Εκδόσεις Γκοβόστη, μτφρ. Πέτρος Αναγνωστόπουλος), ο εννιάχρονος που προσπαθεί να επιβιώσει στο χάος του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Κάρολος Ντίκενς, στο πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα με κεντρικό ήρωα ένα παιδί (δημοσιεύτηκε το 1838), περιγράφει με σοκαριστικό τρόπο τη φτώχεια που κρυβόταν πίσω από την πραγματικότητα της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει ο Όλιβερ από την πείνα και την απελπισία που βιώνει ως τρόφιμος ιδρυμάτων είναι να γίνει μέλος μιας συμμορίας παιδιών-πορτοφολάδων. Την εκπαίδευσή τους έχει αναλάβει ο κύριος Φάγκιν ο οποίος έχει στήσει ολόκληρο δίκτυο με στόχο την επιβίωση των εξαθλιωμένων μέσα από την εκμετάλλευση όσων δείχνουν να είναι σε καλύτερη μοίρα. Εδώ μία από τις μεθόδους που τους διδάσκει: «Όταν σήκωσαν το πρωινό τραπέζι, ο πρόσχαρος γέρος κύριος και τα δυο παιδιά έπαιξαν ένα πολύ περίεργο κι ασυνήθιστο παιχνίδι που παιζόταν έτσι: Ο πρόσχαρος γέρος κύριος έβαζε μια ταμπακέρα στη μια τσέπη του παντελονιού του, ένα σημειωματάριο στην άλλη κι ένα ρολόι στην τσέπη του γιλέκου του με μιαν αλυσίδα στο λαιμό του κ’ έχωνε μια καρφίτσα με ψεύτικα διαμάντια στο πουκάμισό του· κούμπωνε σφιχτά τη βελάδα του και, βάζοντας τη θήκη των γυαλιών του και το μαντήλι του στις τσέπες, πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω στο δωμάτιο μ’ ένα μπαστούνι, μιμούμενος πώς περπατάνε οι γέροι στο δρόμο. Πότε σταματούσε στο τζάκι, πότε στην πόρτα, δίνοντας την εντύπωση πως κοιτούσε μ’ όλη του την προσοχή τις βιτρίνες. […] Όλη αυτή την ώρα, τα δυο παιδιά τον ακολουθούσαν από κοντά. Εξαφανίζονταν απ’ τα μάτια του κάθε φορά που γύριζε, τόσο επιδέξια και γοργά που είταν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς τις κινήσεις τους. Στο τέλος ο Τσίφτης τον πατούσε τυχαία στο παπούτσι ενώ ο Τσάρλεϋ Μπαίητς σκόνταφτε πάνω του από πίσω και στο ένα κείνο λεπτό τούπαιρναν, με την πιο εξαιρετική ταχύτητα, ταμπακέρα, ρολόι, αλυσίδα, καρφίτσα, μαντήλι, ακόμα και τη θήκη των γυαλιών. Αν ο γέρος κύριος ένιωθε κάποιο χέρι σε μιαν απ’ τις τσέπες του, φώναζε σε ποια τσέπη είταν· τότε το παιχνίδι ξανάρχιζε πάλι απ’ την αρχή».
 

Από την έκδοση του «Όλιβερ Τουίστ» το 1838

Ένα βράδυ του 1818 κυκλοφορούσε στους δρόμους της Ντιν ένας αγριάνθρωπος που έψαχνε κάπου να φάει και να κοιμηθεί, αλλά έβρισκε όλες τις πόρτες κλειστές. Ήταν τόσο ανεπιθύμητος ώστε ακόμη κι όταν προσπάθησε να κοιμηθεί σε ένα πρόχειρο σκυλόσπιτο τον δάγκωσε ο σκύλος που ζούσε εκεί. Ο λόγος που κανείς εκείνη τη νύχτα δεν του πρόσφερε ούτε ένα κομμάτι ψωμί παρότι πλήρωνε όσο όσο ήταν το διαβατήριό του που έγραφε: «Γιάννης Αγιάννης, απολυθείς κατάδικος, γεννηθείς… (αδιάφορο) και διατελέσας εν τω κατέργω έτη δεκαεννέα. Πέντε μεν δια κλοπή μετά διαρρήξεως. Δεκατέσσερα δε δι’ απόπειραν αποδράσεως τετράκις. Λίαν επικίνδυνος διά την δημοσίαν ασφάλειαν». Το έγκλημα του Γιάννη Αγιάννη ήταν η κλοπή μιας φρατζόλας ψωμιού για την οποία πλήρωσε όχι μόνο με δεκαεννιάχρονη στέρηση της ελευθερίας του αλλά και με τον κοινωνικό στιγματισμό για το υπόλοιπο της ζωής του. Αν και εκδόθηκε το 1862, το μυθιστόρημα «Οι άθλιοι» (Εκδόσεις Λιβάνη, μτφρ. Γιάννης Κουχ) του Βίκτωρος Ουγκώ παραμένει δραματικά επίκαιρο σε μια εποχή όπου το κέρδος εξακολουθεί να είναι συγκεντρωμένο στα χέρια των λίγων.

Από την ταινία «Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα (1948)

«Βρισκόμαστε στα περίχωρα του Κάμπο ντέι Φιόρι, κρησφύγετου αρχαίων κλεφτών, αλλά και σύγχρονων, εκατό φορές περισσότερων μάλιστα. Βία ντέι Μπαουλάρι, Βία ντέι Κορονάρι, Βία ντελ Τσίνκουε. Εδώ είναι τα λημέρια, τα σπίτια, οι ταβέρνες, τα μπαρ, τα μαγαζιά, τα κρησφύγετα, τα μπορντέλα, τα στέκια των κλεφτών. Πήγα στην Πιάτσα ντελ Μόντε, για να βρω το όμορφο ποδήλατο που έχασα χθες. Δεν το έχασα ακριβώς, μου το πήραν σχεδόν μέσα από τα χέρια, μόλις πάτησα το κατώφλι ενός υποδηματοποιού». Κεντρικός ήρωας του «Κλέφτη των ποδηλάτων» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μτφρ. Κούλα Καφετζή) είναι ένας ζωγράφος ο οποίος περιπλανιέται στη Ρώμη προσπαθώντας να βρει το κλεμμένο ποδήλατό του. Τους φτωχοδιαβόλους των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων καταγράφει ο Λουίτζι Μπαρτολίνι στο βιβλίο του (εκδόθηκε το 1946) που είχε την τύχη να μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Βιτόριο ντε Σίκα και να αποτελέσει μία από τις αρχετυπικές ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού. «Εγώ προτιμώ να παρατηρώ τους αριστοκράτες κλέφτες», λέει ο ήρωας του Μπαρτολίνι, «Δείχνουν τουλάχιστον για υπάλληλοι του γενικού λογιστηρίου του κράτους, εμποροϋπάλληλοι ή κλητήρες. Μαλλιά παστωμένα με μπριγιαντίνη, καλοκουρεμένα, καλοχτενισμένα, μοντέρνο πουκάμισο στην τρίχα, ρολόι στο χέρι και παπούτσια αμερικάνικου τύπου. Μάτια συνήθως γκριζωπά. Μύτη σαν τραγίσιο κέρατο. Έχω μια ιδιαίτερη ικανότητα να διακρίνω από την εμφάνιση του ανθρώπου το τι είναι, κι ενδεχομένως ακόμα, και το τι σκέφτεται. Εντούτοις, υπάρχουν τόσο καλοβαλμένοι κλέφτες, που δείχνουν κύριοι με τα όλα τους. Ξεγελούν ακόμα κι εμένα. Κι όχι μόνο εμένα αλλά και τους άλλους κλέφτες, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι οι κλέφτες γνωρίζονται μεταξύ τους κι ότι όλοι όσοι συχνάζουν στην Πιάτσα ντελ Μόντε είναι από το ίδιο σινάφι».

Photo by Keenan Constance on Unsplash

Οι «Κλέφτες» (Εκδόσεις Public, μτφρ. Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης) του Τζιμ Τόμσον στην Καλιφόρνια των 60s δεν κλέβουν για να βγάλουν τη μέρα. Είναι χαρτοκλέφτες και κομπιναδόροι που εκμεταλλεύονται όσους πιστεύουν ότι μπορούν να πιάσουν την καλή στον τζόγο. «“Έπεσε από κανέναν σας αυτό το ζάρι;” Ρώτησε. Το μάδημα επί το έργον. Τα στοιχήματα διπλασιάστηκαν, και τετραπλασιάστηκαν. Μες στην παραπλανητική κίνηση του τρένου, τα χρήματα κύλησαν πλουσιοπάροχα στην τσέπη του Ρόι Ντίλον. Όταν εκείνα τα τέσσερα κορόιδα θα σκέφτονταν αργότερα τον Ρόι, θα τον θεωρούσαν οπωσδήποτε “καταπληκτικό τύπο”, τόσο φιλικά σαστισμένο με τα κέρδη του, που δεν τα θέλησε και δεν τα επιδίωξε, ώστε θα θεωρούσαν ντροπή το να επιδείξουν την παραμικρή καχυποψία. Και όταν ο Ρόι θα τους σκεφτόταν αργότερα – αλλά όχι, δεν θα τους σκεφτόταν πια. Όλες του οι σκέψεις ήταν εκείνη τη στιγμή συγκεντρωμένες πάνω τους, την ώρα που τους μαδούσε· στο να τους αποσπά διαρκώς την προσοχή, να τους κρατάει διαρκώς αφοπλισμένους». Όπως ο Ρόι κινεί τα θύματά του σαν να είναι μαριονέτες, έτσι και ο ίδιος θα γίνει έρμαιο της τύχης όταν συναντηθεί και πάλι με την εξουσιαστική μητέρα του η οποία έχει βασίσει όλη τη ζωή της στις κομπίνες.   
 
Ραντεβού την επόμενη εβδομάδα.
 
Μέχρι τότε καλό διάβασμα,
Έμυ
 
ΥΓ.: Στα αποσπάσματα που υπάρχουν μέσα σε εισαγωγικά διατηρείται η ορθογραφία και η σύνταξη των πρωτότυπων κειμένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου