Καλησπέρα σας, Μια δυσάρεστη προσωπική εμπειρία είναι η αφορμή για τη σημερινή επιστολή. Καθώς περπατούσα πριν από λίγο καιρό στο κέντρο της Αθήνας έπεσα θύμα κλοπής. Δυστυχώς αυτά συμβαίνουν συχνά και καλό είναι να τα προσπερνάει κανείς με συνοπτικές διαδικασίες. Ωστόσο, το συμβάν μού έδωσε το έναυσμα να ξαναπιάσω στα χέρια μου τέσσερα διαμάντια της παγκόσμιας λογοτεχνίας με ήρωες κλέφτες ή θύματα κλοπής, τα οποία προτείνω σήμερα. Πρώτος στη λίστα ο «Όλιβερ Τουίστ» (Εκδόσεις Γκοβόστη, μτφρ. Πέτρος Αναγνωστόπουλος), ο εννιάχρονος που προσπαθεί να επιβιώσει στο χάος του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Κάρολος Ντίκενς, στο πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα με κεντρικό ήρωα ένα παιδί (δημοσιεύτηκε το 1838), περιγράφει με σοκαριστικό τρόπο τη φτώχεια που κρυβόταν πίσω από την πραγματικότητα της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει ο Όλιβερ από την πείνα και την απελπισία που βιώνει ως τρόφιμος ιδρυμάτων είναι να γίνει μέλος μιας συμμορίας παιδιών-πορτοφολάδων. Την εκπαίδευσή τους έχει αναλάβει ο κύριος Φάγκιν ο οποίος έχει στήσει ολόκληρο δίκτυο με στόχο την επιβίωση των εξαθλιωμένων μέσα από την εκμετάλλευση όσων δείχνουν να είναι σε καλύτερη μοίρα. Εδώ μία από τις μεθόδους που τους διδάσκει: «Όταν σήκωσαν το πρωινό τραπέζι, ο πρόσχαρος γέρος κύριος και τα δυο παιδιά έπαιξαν ένα πολύ περίεργο κι ασυνήθιστο παιχνίδι που παιζόταν έτσι: Ο πρόσχαρος γέρος κύριος έβαζε μια ταμπακέρα στη μια τσέπη του παντελονιού του, ένα σημειωματάριο στην άλλη κι ένα ρολόι στην τσέπη του γιλέκου του με μιαν αλυσίδα στο λαιμό του κ’ έχωνε μια καρφίτσα με ψεύτικα διαμάντια στο πουκάμισό του· κούμπωνε σφιχτά τη βελάδα του και, βάζοντας τη θήκη των γυαλιών του και το μαντήλι του στις τσέπες, πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω στο δωμάτιο μ’ ένα μπαστούνι, μιμούμενος πώς περπατάνε οι γέροι στο δρόμο. Πότε σταματούσε στο τζάκι, πότε στην πόρτα, δίνοντας την εντύπωση πως κοιτούσε μ’ όλη του την προσοχή τις βιτρίνες. […] Όλη αυτή την ώρα, τα δυο παιδιά τον ακολουθούσαν από κοντά. Εξαφανίζονταν απ’ τα μάτια του κάθε φορά που γύριζε, τόσο επιδέξια και γοργά που είταν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς τις κινήσεις τους. Στο τέλος ο Τσίφτης τον πατούσε τυχαία στο παπούτσι ενώ ο Τσάρλεϋ Μπαίητς σκόνταφτε πάνω του από πίσω και στο ένα κείνο λεπτό τούπαιρναν, με την πιο εξαιρετική ταχύτητα, ταμπακέρα, ρολόι, αλυσίδα, καρφίτσα, μαντήλι, ακόμα και τη θήκη των γυαλιών. Αν ο γέρος κύριος ένιωθε κάποιο χέρι σε μιαν απ’ τις τσέπες του, φώναζε σε ποια τσέπη είταν· τότε το παιχνίδι ξανάρχιζε πάλι απ’ την αρχή».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου