Αν κάποιος επιχειρήσει να κατανοήσει τη συναισθηματική σχέση των Συρρακιωτών με το χώρο τους, το γενέθλιο τόπο στο παρελθόν, τη φαντασιακή εντοπιότητα για τους γεννημένους στο αστικό κέντρο απογόνους των παλιών ημινομάδων
, η διερεύνηση της ταξινόμησης των εκκλησιών που υπάρχουν μέσα στα όρια της Συρρακιώτικης γεωγραφίας είναι ένας ασφαλής οδηγός. Εκτός από τον άγιο Νικόλαο, το Συγκέντρου(Άγιος Πέτρος αρχικά, Άγιοι Απόστολοι στη συνέχεια)
, ο Προφήτης Ηλίας, ο Σωτήρας και η Παναγία οριοθετούν τον καλοκαιρινό χρόνο, την ευφρόσυνο περίοδο, κατά την οποία η κοινότητα ανασυγκροτούνταν μετά την αναγκαστική χειμωνιάτικη υπερορία
της στον κάμπο
. Ο εορτολογικός κύκλος που προαναφέρθηκε συνεχίζει να λειτουργεί ως συνεκτικός ιστός για τη διεσπαρμένη στα αστικά κέντρα κοινότητα, με κορύφωση το Δεκαπενταύγουστο
.
Ωστόσο, ο Άγιος Γεώργιος , ο Σ’ντζόρτζου των Συρρακιωτών, είναι εκείνη η εκκλησία που συμπυκνώνει τα πιο έντονα κι αντιφατικά συναισθήματα: χαρά και άφατη αγαλλίαση το Μάιο, πόνος και θλίψη τον Οκτώβριο με την επιστροφή στον κάμπο.
Στόχος μου στο παρόν άρθρο είναι να προσεγγίσω το θέμα αυτό ως συμβολική έκφραση αυτών των
αντιφατικών συναισθημάτων, που αναδύονται από την κομβική θέση του Σ’ντζόρτζου στην οριοθέτηση της εδαφικότητας του Συρράκου, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη νοηματοδότηση αν συνδεθεί με αυτό που ο
Van Gennep αποκαλεί εδαφική διάβαση(
territorial passage)
. Σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται οι διαβάσεις των βουνών, ενώ θα προσέθετα ότι μέρος αυτών των τελετουργιών αποτελούν οι εποχικές μετακινήσεις των κτηνοτρόφων από το βουνό στον κάμπο κι αντίστροφα. Πιο συγκεκριμένα, οι διαβατήριες τελετές γίνονται ευκρινέστερες στην περίπτωση των ημινομάδων, όπως ήταν οι Συρρακιώτες, που είχαν συγκροτημένο χωριό με σαφή γεωγραφική οριοθέτηση.
«Το Συρράκο έχει έκταση 29.300 στρεμμάτων, υπολογισμένη σε επίπεδη επιφάνεια, που αρχίζει από τον Άγιο Γεώργιο και φτάνει στην Τσουκαρέλα» γράφει ο Νταλαούτης
. Η τοποθεσία, λοιπόν, του Αγίου Γεωργίου που φιλοξενεί την ομώνυμη εκκλησία
αποτελεί συστατικό στοιχείο της Συρρακιώτικης εδαφικότητας που παράγει το επιχώριο πολιτισμικό ήθος
, την Συρρακιώτικη εντοπιότητα
. «Το εξωκκλήσι είναι χτισμένο σε απόσταση πέντε(5 περίπου χιλιομέτρων απέναντι από το χωριό σε υψόμετρο
1.286 μ. , σχεδόν στα σύνορα με Καλαρρύτες και Προσήλιο, αλλά –από «αμνημονεύτων χρόνων»-μέσα στον εδαφικό χώρο του Συρράκου» , προσθέτει ο Μαντζίλας
.
Με άλλα λόγια, η τοποθεσία που επελέγη να χτιστεί ο Σ’ντζόρτζου συγκεντρώνει πολλά γνωρίσματα, περιβαλλοντικά και κοινωνικά, ώστε να αναδειχτεί σε ουσιώδη μηχανισμό
για τη διαμόρφωση των συναισθημάτων των Συρρακιωτών. «Η κυκλοφορία των συναισθημάτων εξαρτάται από το σύνολο των οικονομικών και των συμβολικών συμφερόντων» υποστηρίζει ο
Vernier. Θα συμφωνήσουμε μαζί του αν επιχειρήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την άποψή του ως κατευθυντήρια αρχή για την κατανόηση του Σ’ντζόρτζου ως πηγής συλλογικών συναισθημάτων ανάμεσα στους Συρρακιώτες.
Η τοποθεσία βρίσκεται στα σύνορα, σχεδόν, με τους Καλαρρύτες, το Παλαιοχώρι
και το Προσήλιο. Υπ’ αυτή την έννοια, το σύνορο μετασχηματίζεται σε κατώφλι που διευκολύνει την είσοδο στη Συρρακιώτικη εδαφικότητα αν συνυπολογιστεί η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας
για όσους ταξιδεύουν στο Συρράκο. Είναι το πρώτο πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης μετά από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από το μουλαρόδρομο, όπως τον χαρακτηρίζει ο Μαντζήλας , ή τις λιθόσκαλες του Πουκεβίλ. «Ο βουνίσιος αυτός δρόμος, το μονοπάτι αυτό στένευε σ’ αυτό το
μέρος, σ’ αυτήν τη στάση και μεις ακολουθούμε ένα στενό διάδρομο, σαν πεζοδρόμιο, χαραγμένο πάνω σε μια μακριά αλυσίδα βράχων, φωνάζοντας κάθε τόσο, για να ειδοποιήσουμε τους ταξιδιώτες, που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, για να σταματήσουν σε κάποιο σημείο στο οποίο μπορούσαν να σταθούν στα πλάγια του στενού μονοπατιού, ώστε να μπορούμε να περάσουμε εμείς πρώτα, γιατί αν συναντιόμασταν μ’ αυτούς πάνω στο στενό αυτό μονοπάτι τα ζώα δεν θα μπορούσαν ούτε να διασταυρωθούν, αλλά ούτε και να γυρίσουν πίσω. Σ’ ορισμένα πάλι σημεία της πορείας μας τα βουνά σχηματίζουν μια προεξοχή που φαίνεται σαν θόλος πάνω από το στενό αυτό πέρασμα. Τέλος, ύστερα από αγωνία μιας ώρας, φτάσαμε στις λιθόσκαλες. Ο δρόμος ακολουθεί μιαν ανηφόρα, γι’ αυτό είναι όλο στροφές, που μοιάζουν σαν σκάλα και καταλήγουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που είναι χτισμένη στα υψώματα του βουνού»
.
Ο Πουκεβίλ περιγράφει με ακρίβεια το φυσικό ανάγλυφο της περιοχής, καθώς ο ταξιδιώτης πορεύεται προς το Συρράκο. Το πλάτωμα του Αγίου Γεωργίου συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε στην ανοδική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Ωστόσο, ο μετασχηματισμός των ατομικών συναισθημάτων, που αποτελούν τον κανόνα για όλους όσους ακολουθούν την ίδια διαδρομή, σε κοινωνικά ενεργοποιείται από τη θέα των πατρογονικών οικισμών, του Συρράκου και των Καλαρρυτών, τους οποίους στερήθηκαν κοντά ένα εξάμηνο.
Η θέση λοιπόν του Αγίου Γεωργίου είναι ένα στρατηγικό σημείο στην οργάνωση του χώρου αλλά και την προστασία της Συρρακιώτικης τοπικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους επελέγη ως σημείο οργάνωσης της άμυνας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι οι Συρρακιώτες στην επανάσταση του 1821 προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς επικυρίαρχους στον Άη Γεώργιο, ενώ την αποτυχία του εγχειρήματός τους θρηνεί η λαϊκή μούσα με το γνωστό μοτίβο των τριών πουλιών, τα οποία τοποθετεί στον Άη –Γιώργη.
Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στον Άη- Γιώργη.
Το’ να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο κατά το βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
Η γεωγραφική θέση του Αγίου Γεωργίου μοιάζει με το σημείο, όπου εφάπτονται οι δύο άκρες του δακτυλίου που περιβάλλει το Συρράκο και το οποίο οριοθετεί και νοηματοδοτεί τη Συρρακιώτικη τοπικότητα. Πρόκειται για ένα στεφάνι που συγκροτείται από τόπους που εγκιβωτίζονται στο πολιτισμικό κεφάλαιο του Συρράκου και στην ιστορική μνήμη των Συρρακιωτών. Κορυφές και πλαγιές, σπηλιές και βοσκοτόπια περικλείουν την τοπικότητα
, της οποίας εμβληματικός δείκτης για την έκφραση συναισθημάτων είναι ο Άγιος Γεώργιος.
Η συγκεκριμένη τοποθεσία συμπυκνώνει πολλές θετικές ιδιότητες. Βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με την ανοδική σκάλα. Όμως, ακόμη και η μειονεκτικότητά της όσον αφορά το ύψος
που προκαλεί τοπικές χιονοπτώσεις, μετασχηματίστηκε σε πλεονέκτημα, καθώς επέβαλε τη δημιουργία σταθμού διαμονής για τους ταξιδιώτες εκείνους που συναντούσαν αρκετό χιόνι στον αυχένα του Αγίου Γεωργίου. «Τότε, χτυπούσαν την καμπάνα και ερχόταν βοήθεια απ’ το χωριό. Με σκαπάνια και φτυάρια αναμέριζαν
το χιόνι μέχρι τον Άγιο Γεώργιο και απεγκλώβιζαν τους αποκλεισμένους ταξιδιώτες»
.
Η θέση, ως εκ τούτου, του Αγίου Γεωργίου την καθιστούσε προνομιακή τόσο για το στρατιωτικό έλεγχο του οροπεδίου όσο και για τη δυνατότητα εγκατάστασης σταθμού προστασίας από τα καιρικά φαινόμενα
. Το γεωγραφικό ανάγλυφο είναι εκείνο που εμπεριέχει τη μετεξέλιξη μιας φυσικής δυνατότητας σε κοινωνική λειτουργία
. Έτσι, οργανώνεται ένας σταθμός πολύτιμος για τη μετακίνηση των ταξιδιωτών. Το περιστύλιο της εκκλησίας, η οποία σύμφωνα με τον Κρυστάλλη κτίστηκε το 17
ο αιώνααπό κοινού από Συρρακιώτες και Καλλαρυτιώτες
, «προστατεύεται από έναν μεσότοιχο με κολώνες», περιγράφει ο Πουκεβίλ, στο εσωτερικό του οποίου «βρίσκουμε μια στέρνα, ένα φούρνο, δωμάτια θολωτά και αρκετά για διανυκτέρευση ή ημερήσια παραμονή προσώπων»
. Η εκκλησία που καταστράφηκε από τους Τούρκους ξανακτίζεται αργότερα. Αυτό το κτίσμα περιγράφει ο Κρυστάλλης. Πρόκειται για χαμηλό ναό που «περικυκλούται υπό εστεγασμένης, ευρυχώρου στοάς»
.
Σε κάθε περίπτωση ο σταθμός περιλαμβάνει χώρους για τη διευκόλυνση διανυκτέρευσης ανθρώπων και ζώων, αλλά και της διαμονής επί μακρόν αν το επέβαλαν οι συνθήκες, όπως μαρτυρά η παρουσία του φούρνου και της στέρνας. Το πλάτωμα όπου κτίστηκε ο Άγιος Γεώργιος βρίσκεται, όπως ειπώθηκε, σε τέτοιο προνομιακό σημείο που συμπύκνωσε και εξέφρασε σε συμβολικό επίπεδο τη νοσταλγία κάθε ξενιτεμένου Συρρακιώτη να επισκεφτεί την πατρογονική γη
. Η συμβολική χρήση του χώρου αναδεικνύεται με ένταση από την επιθυμία του ξενιτεμένου Συρρακιώτη Σπυρίδωνος Μπαλτατζή να ενταφιαστεί στον Άγιο Γεώργιο από τη μια μεριά για να αντισταθμίσει τη νοσταλγία του γενέθλιου τόπου που είχε ως ζωντανός και από την άλλη για να μπορεί να ελέγχει, λόγω της οπτικής επαφής με το χωριό, την υλοποίηση της διαθήκης του. «Εν τέλει παραγγέλλω τον κληρονόμον μου μετά τον θάνατόν μου αποστείλη το λείψανόν μου εις το Συρράκον ίνα ενταφιαστή εις τον Άγιον Γεώργιον όπισθεν της εκκλησίας(…)Επιθυμώ εκείθεν να επιτηρώ τους συμπολίτας μου κατά πόσον ευσυνειδήτως θα συμμορφώνται με τας θελήσεις μου»
.
Ωστόσο, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η καθαγίαση αυτής της φυσικής δυνατότητας που έχει η συγκεκριμένη γεωγραφική θέση και η ένταξή της στη τελετουργική διαδικασία εποχικής μετακίνησης του κτηνοτροφικού, κυρίως, πληθυσμού.
Η ίδρυση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου μεταστοιχειώνει το φυσικό δαχτυλίδι σε μαγικό κύκλο που οριοθετεί την τοπικότητα, θέτοντάς την υπό την προστασία του αγίου
. Ως εκ τούτου το πλάτωμα έχει τη θέση της εισόδου στη Συρρακιώτικη εδαφικότητα. Λειτουργεί ως το κατώφλι, με όρους τελετουργικής διάβασης, που ελέγχει και οργανώνει το έξω και το μέσα, την κίνηση δηλαδή όσων κινούνται από το
Παλαιοχώρι προς το Συρράκο αλλά και εκείνων που κάνουν την αντίστροφη πορεία. Γενικότερα,
οι τελετές εδαφικής διάβασης(
territorial passage) αποκτούν τελετουργική υπόσταση με την τοποθέτηση ενός αντικειμένου που εκτελεί το ρόλο του ορίου
. Στην περίπτωση του Συρράκου το φυσικό πλάτωμα ήταν ένα όριο που, σε γενικές γραμμές, οριοθετούσε το Συρρακιώτικο έδαφος
αλλά πρωτίστως όριζε την οπτική επαφή αναδεικνυόμενο σε ταξινομητικό παράγοντα του «μέσα» και του «έξω».
Ωστόσο, το όριο αφορά ένα συγκροτημένο οικισμό που , κατά προτεραιότητα, συγκροτεί την τοπικότητά, του, η οποία προβάλλεται ως συστατικό στοιχείο του ιερού πόλου που συμπεριλαμβάνει όλο το πολιτισμικό κεφάλαιο εντός του μαγικού κύκλου που προαναφέρθηκε
. Στην περίπτωση του Αγίου Γεωργίου , μπορούμε να βρούμε αντιστοιχίες με την καθαγίαση ενός οίκου μέσω της θυσίας ζώου
. Η ίδρυση της εκκλησίας μπορεί να εκληφθεί ως θεμέλιος λίθος για τη συγκρότηση της Συρρακιώτικης τοπικότητας
, η οποία οργανώνεται από το δίπολο «ιερό-μιαρό».
Ο Άγιος Γεώργιος είναι ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον πόλο «ιερό-μέσα», που αντιπροσωπεύει η Συρρακιώτικη εδαφικότητα, και στο δεύτερο πόλο «μιαρό-έξω » που βρίσκεται εκτός αυτών των ορίων. Επέχει τη θέση της εισόδου, που ταξινομεί τους ανθρώπους που το διαβαίνουν σε καθένα από τους προαναφερθέντες πόλους. Η διάβαση του κατωφλιού-ορίου εγγράφεται στους ενδιαφερομένους είτε ως συνάντηση και επανένωση με το δικό τους κόσμο είτε ως εξορία και απουσία
, γεγονός που αποτελεί και την πηγή αντίστοιχων συλλογικών συναισθημάτων.
Όλα αυτά ανιχνεύονται με ευκρίνεια στη θέση που κατέχει ο Άγιος Γεώργιος
στους εποχικά μετακινούμενους κτηνοτρόφους αλλά και τους αγωγιάτες και τους μπάτζους(τυροκόμους). Πρόκειται για ένα σημείο ιδιαίτερα σημαντικό στην οργάνωση του χώρου, αντίστοιχο με άλλες τοποθεσίες
για τους εποχικά μετακινούμε νους μαστόρους
της Ηπείρου
.
Οι απόψεις που εκτίθενται στο παρόν κείμενο είναι προϊόν τόσο αρχειακής έρευνας όσο και συζητήσεων με ανθρώπους που βίωσαν τις μετακινήσεις και καταθέτουν την εμπειρία και τα συναισθήματά τους.
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν διάσπαρτες πληροφορίες στο δίτομο έργο που χρηματοδότησε η κοινότητα Συρράκου
αλλά και στο βιβλίο του Σπύρου Νταλαούτη
. Πέρα απ’ αυτό, πληροφορίες και αφηγήσεις μπορεί να σταχυολογηθούν από τους «Αντίλαλους του Συρράκου», το έντυπο της φαντασιακής, σήμερα, κοινότητας των Συρρακιωτών. Εξάλλου, υπάρχει το οδοιπορικό της εποχικής μετακίνησης που συνέγραψε ο Συρρακιώτης φιλόλογος Δ. Γάτσιος, ο οποίος έκανε αυτή τη μετακίνηση για πολλά χρόνια
. Όμως, ιδιαίτερα γόνιμες υπήρξαν οι συζητήσεις που είχα με την Κωνσταντίνα Γρ. Αυδίκου(το γένος Σπύρου Σούλτη), τον Θεόδωρο Σούλτη και, πρωτίστως, με τον Σπ. Νταλαούτη.
«Η επόμενη ημέρα ταυτίζεται με το «νόστιμο ήμαρ». Είναι η γλυκιά ημέρα του γυρισμού» γράφει ο Γάτσιος αναφερόμενος στο τελευταίο κονάκι της Άνοιξης
. Όμως, όλων αυτών των συναισθημάτων επιτομή είναι η άφιξη στον Άη Γιώργη. «Η επ- Άνοδος αρχίζει με ιεροτελεστία» συνεχίζει ο Γάτσιος. «Το κτύπημα της καμπάνας του Άη Γιώργη δεν είναι μόνο η είδηση, το «χαμπέρι» για τους συγχωριανούς. Είναι η εσωτερική επικοινωνία και ψυχική με το ιερό σύμβολο του χωριού τους. Είναι η έκφραση ευγνωμοσύνης στον Άγιο για τη συμπαράστασή του στις δύσκολες ημέρες του χειμώνα. Είναι η ανανέωση του «συμβολαίου» να περάσουν καλά το καλοκαίρι. Είναι η νέα προσμονή της χάρης του για τα ανύπαντρα κορίτσια να βρουν τον καλό τους, αυτό το καλοκαίρι. Είναι…»
.
Στην αφήγηση υπάρχουν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν τη διαβατήρια τελετή της εδαφικής διάβασης. Τόσο ο χειμώνας στον κάμπο όσο και η άνοδος το Μάη με το κοπάδι βιώνονταν από τους Συρρακιώτες ως διαρκής και παρατεταμένη μεθοριακότητα που εγκυμονούσε κινδύνους και συνιστούσε πηγή αρνητικών συναισθημάτων. «Τα παιδιά είχαμε χαρά να πάμε στο Συρράκο. Ζούσαμε σε μια οργανωμένη κοινωνία. Στον κάμπο ήμασταν διασκορπισμένοι. 7- 8 μήνες στον κάμπο δεν ανταμώναμε ψυχή. Μόνο πρόβατα. Ήταν μια αγαλλίαση ψυχής. Ξεκουραζόμασταν» σχολιάζει ο Σπύρος Νταλαούτης. Η αίσθηση της υπερορίας, της διαβίωσης σε τόπο εκτός τόπου, συσσώρευε αρνητικό ψυχισμό που εκκενωνόταν στον Άη Γιώργη. Το πλάτωμα εξισορροπούσε τη μιαρότητα, με όρους τελετουργικούς, και το μετεωρισμό
του κοινωνικού ιστού το χειμώνα
, καθώς και την επικινδυνότητα της ανοδικής πορείας με τους κλέφτες που καροδοκούσαν αλλά και άλλους
κινδύνους στα κονάκια
.
Έτσι, οι πρώτες αντιδράσεις των Συρρακιωτών μόλις έφταναν στο πλάτωμα του Άη Γιώργη ήταν αναστεναγμοί ανακούφισης
. Η κραυγή των παιδιών «έου λου βιντζούι πρώτου Σιράκλου(=Εγώ είδα πρώτος το Συρράκο) συνιστά ηχητικό σύμβολο της εξόδου από τη μεθοριακότητα και σηματοδοτεί την επικείμενη ενσωμάτωση στην τοπικότητά τους.
Ακριβώς αυτό υπαινίσσεται και η πληθώρα των τελετουργικών πράξεων που επιτελούνται με την άφιξη στο πλάτωμα. Σ’ αυτές μπορούμε να συγκαταλέξουμε και την γκορτσιά(=αγραπιδιά) που ως δέντρο επιβάλλει συμπεριφορές. «Λίγο πριν βγούμε στον Άη Γιώργη, πενήντα(50) μέτρα, έχει μια γκορτσιά. Έχει τον ιστορικό της ρόλο. Καθώς ανεβαίναμαν καθόμασταν εκεί καταϊδρωμένοι, κουρασμένοι στον ίσκιο της»(Σ. Νταλαούτης). Βρίσκεται έξω από το κατώφλι της Συρρακιώτικης τοπικότητας, ωστόσο μπορούμε να την εκλάβουμε ως σημείο του Αγίου Γεωργίου, δεδομένου ότι η άφιξη σ’ αυτήν προανήγγειλε την προετοιμασία για την τελετουργική είσοδο στον δικό τους κόσμο, τη δική τους τοπικότητα. Παρείχε τις προϋποθέσεις για αποκατάσταση της αναπνοής, καθώς και για ανάκτηση των φυσικών δυνάμεων, ώστε η άνοδος στο πλάτωμα να πραγματοποιηθεί με κάθε επισημότητα. Δεν γνωρίζουμε αν η παρουσία της γκορτσιάς στη συγκεκριμένη θέση είναι τυχαία ή σκόπιμη. Ενδεχομένως δεν θα μετέβαλε το γεγονός ότι πολιτισμικοποιήθηκε από τους μετακινούμενους Συρρακιώτες
, προπάντων κατά την ανοιξιάτικη άνοδο στο βουνό. Εντάχθηκε στο σημειολογικό σύστημα της μεθοριακότητάς τους
, καθώς προετοίμαζε την έξοδο από αυτήν, ενώ χρησιμοποιήθηκε από τις μητέρες ως μηχανισμός εκτόνωσης των ανησυχιών και της γκρίνιας που εκδήλωναν τα παιδιά
ανανεώνοντας την υπόσχεση ότι η γκορτσιά βρίσκεται πολύ κοντά.- η διαβεβαίωση αυτή γινόταν στο τελευταίο τμήμα της κοπιαστικής ανοδικής πορείας.
Η έξοδος λοιπόν από την επικινδυνότητα της ανοδικής στράτας εκδηλώνεται με τελετουργικές πράξεις στον Άη Γιώργη. Πρώτα το σταυροκόπημα στον Άγιο που τους αξίωσε να επιστρέψουν. Στη συνέχεια το χτύπημα της καμπάνας. Πάνω από την πύλη της στοάς «υψούται τα τετράγωνον υψηλόν κωδωνοστάσιόν του φέρον μέγαν ρωσικόν κώδωνα, του οποίου οι ήχοι ακούονται μέχρι Πραμάντων» σχολιάζει ο Κρυστάλλης
. Ο ήχος της καμπάνας είναι ο συμβολικός εκφραστής των συλλογικών αισθημάτων Συρρακιωτών κατά την εδαφική διάβαση. Στην άνοδο είναι συχνά τα χτυπήματα και δυνατά, γεγονός που υποδήλωνε την ευφρόσυνη διάθεση των εισερχομένων στην εδαφικότητά τους.
Η καμπάνα του Άη Γιώργη έχει επωμιστεί το ρόλο του συμβολικού μέσου για τη διάχυση πληροφοριών σε σχέση με την είσοδο ατόμων στην εδαφικότητά τους αλλά και για την κωδικοποίηση συλλογικών αισθημάτων. Ο ρυθμός του χτυπήματος προσδιόριζε και την ποιότητα των αισθημάτων. Όπως ειπώθηκε, το πυκνό και δυνατό χτύπημα προδιέθετε, κατά κανόνα, για υποδοχή αφίξεων, εκτός από την περίπτωση χιονοπτώσεων που ο ήχος υποδήλωνε κίνδυνο και λειτουργούσε προτρεπτικά για τον απεγκλωβισμό των συγχωριανών.
Όμως, από το Μάη και έως τα τέλη Οκτωβρίου η καμπάνα ηχούσε ως άγγελος τακτικών αφίξεων, παλιννόστησης και ανασυγκρότησης της Συρρακιώτικης κοινότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο αποδέκτες του ηχητικού μηνύματος ήταν τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου που , στη μεγάλη τους πλειοψηφία, έρχονταν στο Συρράκο το Μάρτιο διαμένοντας στο οικοτροφείο. Η καμπάνα γι ’αυτά σηματοδοτούσε την επανένταξη στην οικογένεια. Ο Σπύρος Νταλαούτης δοκίμασε τα ποικίλα συναισθήματα από τον χτύπο της καμπάνας. «Ο ήχος της καμπάνας ήταν σημάδι πως κάποιος ερχόταν και θέρμαινε τις ελπίδες αυτών που περίμεναν ότι θα ’ναι ο δικός τους. Όταν ήμασταν παιδιά στο οικοτροφείο ξέραμε ότι οι δικοί μας θα ’ρθουνε στα τέλη Μάη από τα χειμαδιά. Περιμέναμε πότε θα χτυπήσει η καμπάνα για να δούμε ποια οικογένεια θα’ ρθει. Μόλις περνούσε από τον Άη Γιώργη από τον αριθμό και το χρώμα των αλόγων αναγνωρίζαμε ποια ήταν η οικογένεια».
Ο πυκνός και δυνατός ήχος ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση για την ανασυγκρότηση της τοπικότητας. Συνιστούσε κατάφαση στην τοπικότητα του Συρράκου και ανακούφιση από την έξοδο από τη μεθοριακότητα τόσο του κάμπου όσο και της ανοδικής στράτας. Ήταν μια κατάφαση στο πολιτισμικό τους κεφάλαιο που αναπαραγόταν κάθε καλοκαίρι, ιδίως στα πανηγύρια και τους γάμους όπου επιβεβαιωνόταν και ενισχυόταν το σύστημα συγγένειας και ταυτόχρονα δημιουργούνταν νέες οικογένειες. Ως εκ τούτου, η άφιξη στο πλάτωμα του Σ’ντζόρτζου και η οπτική επαφή με το απέναντι απλωμένο Συρράκο αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή και τον κατάλληλο χώρο για την έκφραση των προσδοκιών, όπως ήταν η επίκληση του αγίου για τα κορίτσια, ώστε να παντρευτούν αυτό το καλοκαίρι. Η ανοδική στράτα της άνοιξης υποδαύλιζε τα όνειρα και θέρμαινε τις προσδοκίες τόσο για την κοινωνική αναπαραγωγή με τη δημιουργία νέων οικογενειών όσο και για την αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου
.
Όμως, όλα εκτυλίσσονταν με ταχύτητα την άνοιξη. Ήταν από τη μια μεριά τα συναισθήματα θετικά και από την άλλη οι συνθήκες δεν επέτρεπαν τη σπατάλη χρόνου στο οροπέδιο της Μπουλιάνας που ξεκινάει αμέσως μετά το πλάτωμα. Οι αγροφύλακες δεν επέτρεπαν την ελεύθερη βόσκηση, μια και η Μπουλιάνα προοριζόταν για κοφτολίβαδο.
Έτσι, αφού επιτελούσαν τις αναγκαίες τελετουργικές πράξεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν και ο μετριασμός της πείνας τους με το π’ρτσ’νούσιου
, είδος ραδικιού, διέσχιζαν βιαστικά το οροπέδιο με προορισμό τα βουνά όπου θα οδηγούσαν τα πρόβατα
, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια θα κατευθυνόταν στο σπίτι με το φόβο πάντα και την ελπίδα ότι δεν είχε υποστεί μεγάλη ζημιά το χειμώνα.
Μπορούμε ωστόσο να κατανοήσουμε καλύτερα τη θέση του Άη Γιώργη στη Συρρακιώτικη τοπικότητα αν συσχετίσουμε την ανοδική στράτα με την αναχώρηση από το χωριό το φθινόπωρο. Ενώ την άνοιξη η άφιξη στον Άη Γιώργη σηματοδοτεί την ενσωμάτωση στον κόσμο της συναισθηματικής και κοινωνικής ασφάλειας, η στράτα του φθινοπώρου είναι ο αποχωρισμός με όρους διαβατήριων τελετών. Οι Συρρακιώτες εγκαταλείπουν τη βεβαιότητα της μόνιμης διαμονής και της συγκροτημένης κοινότητας εισερχόμενοι σε μια μακρόχρονη περίοδο στην οποία μπορεί να αποδοθούν τα χαρακτηριστικά της μιαρότητας και επικινδυνότητας.
Ως εκ τούτου, ο Άη Γιώργης ως το έσχατο, πλέον, σημείο της Συρρακιώτικης εδαφικότητας συμπυκνώνει όλα τα αρνητικά συλλογικά αισθήματα. Ιδιαίτερα τον Οκτώβριο, ο ήχος της καμπάνας με αυξανόμενη πυκνότητα είναι αργός διαχέοντας στην ατμόσφαιρα και τα γύρω βουνά τη θλίψη ως το βασικό κοινοτικό αίσθημα.
Όλες οι ενέργειες των οικογενειών ανήκουν στην προετοιμασία του τελετουργικού αποχωρισμού που είχαν αναφορά τον Άη Γιώργη και ξεκινούσαν αρκετές μέρες πριν από την αναχώρηση. «Οι γυναίκες πριν αναχωρήσουν για τα χειμαδιά εκπλήρωναν το τάμα τους στον Άη Γιώργη, να λειτουργήσουν την εκκλησία. Έτσι συγκεντρώνονταν σε ομάδες και μαζί με τα παιδιά τους διανυκτέρευαν το βράδυ στην εκκλησία. Άναβαν τα καντήλια και το επόμενο πρωί ερχόταν ο παπάς και τελούσε τη λειτουργία»(Σπύρος Νταλαούτης).
Η εγκοίμηση στον Άη Γιώργη
, κάποιες ημέρες πριν από την αναχώρηση, συνιστούσε συστατικό στοιχείο της τελετουργικής προετοιμασίας για τον αποχωρισμό. Η μητέρα με τα παιδιά, χωρίς τον
πατέρα που βρισκόταν στα βουνά με τα πρόβατα, αναλαμβάνει τη διεκδίκηση ενός μέρους της τοπικής ιερότητας
, η οποία θα λειτουργήσει ως μαγικός, προστατευτικός κλοιός όταν βρεθούν στον κάμπο εκτεθειμένοι στην επικινδυνότητα του μιαρού πόλου.
Αφού εξασφαλίσουν την ενσωμάτωση της τοπικότητας μέσω της εγκοίμησης οργανώνουν τον τελικό αποχωρισμό του οποίου το πρώτο βήμα γίνεται τις απογευματινός ώρες. «Πολλές φορές για να κερδίσουμε χρόνο φεύγαμε απογευματάκι από το χωριό και διανυκτερεύαμε στον Άη Γιώργη στα χαγιάτια. Το φθινόπωρο δεν είχαμε πρόβλημα. Επιτρέπονταν να βοσκήσουν τα ζώα και χαράματα φεύγαμε. Να φύγουμε από τα δύσκολα μέρα»(Σπύρος Νταλαούτης»).
Ο Άη Γιώργης συνεπώς
ήταν το εδαφικό σημείο, στο οποίο έκλεινε ο καλοκαιρινός χρόνος για τους μετακινούμενους Συρρακιώτες. Είτε με την εγκοίμηση είτε με τη διανυκτέρευση ή με το χτύπημα της καμπάνας ολοκλήρωναν την τελετουργία της εδαφικής διάβασης. Όμως, η καθοδική στράτα ήταν το αντεστραμμένο σχήμα της ανοιξιάτικης. Το φθινόπωρο επιτελούνταν ο αποχωρισμός και η είσοδος στη διαρκή και παρατεταμένη μεθοριακότητα που περιλάμβανε όχι μόνο τη στράτα αλλά και το ξεχείμασμα στον κάμπο. Έτσι, όσοι ετοιμάζονταν για τον τελετουργικό αποχωρισμό εκδήλωναν αισθήματα άφατης θλίψης που αποτυπώνονταν στο αργό περπάτημα-τα βήματα βάραιναν, «ξώγκαρδα περπατάγαμαν»(Κωνσταντίνα Αυδίκου). Ο αποχωρισμός έχει όλα τα στοιχεία του πένθους
. Η καμπάνα-το κρίσιμο σημείο που σηματοδοτούσε τη μετάβαση από τον αποχωρισμό στη μεθοριακότητα-χτυπάει αργά και πένθιμα. Είχε
το ρυθμό του χτύπου της εξόδιας ακολουθίας. Ένα τελευταίο χτύπημα, το κοίταγμα προς το Συρράκο, ώστε να κουβαλάν την εικόνα του, και αμέσως μετά η επιτάχυνση της πορείας. Εισέρχονται στη μεθοριακότητα και στόχος είναι να οργανώσουν σωστά τις διανυκτερεύσεις ως τον τελικό προορισμό, ώστε να μην αντιμετωπίσουν κινδύνους. «Το βήμα μας από τον Άη Γιώργη και μετά γινόταν γρήγορο. Σκεφτόμασταν τις έγνοιες»(Σπύρος Νταλαούτης).
Ο Άη Γιώργης βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σημείο για την οργάνωση της τοπικότητας στο Συρράκο. Η οπτική επαφή με το χωριό, η πρώτη στην άφιξη και η τελευταία στην αναχώρηση, του δίνουν προνομιακή θέση στη διαδικασία της επιτέλεσης της εδαφικής διάβασης, δυο φορές το χρόνο. Ως εκ τούτου, αναγορεύεται ο χώρος σε εμβληματικό τοπίο για τους Συρρακιώτες, όπου εκδηλώνονται τα κοινοτικά αισθήματα των μετακινούμενων: χαρά και αγαλλίαση την άνοιξη, λύπη και θλίψη το φθινόπωρο.
Ο Άη Γιώργης, με τον τρόπο αυτό, εντάσσεται στη συζήτηση για την οργάνωση της τοπικότητας, στα όρια της οποίας εκδηλώνονται συλλογικά αισθήματα. Όλα αυτά-θετικά και αρνητικά αισθήματα- αποτελούν μέρος της τοπικής ιερότητας, του Συρρακιώτικου δηλαδή πολιτισμικού κεφαλαίου , το οποίο καθαγιάζεται αλλά και οριοθετείται με το νοητό περισχοινισμό του χωριού, ο οποίος οργανώνεται από τον Άη Γιώργη.