Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Καρδιτσιώτικα Χρονικά




Καρδιτσιώτικα Χρονικά, τόμος XII. Εταιρεία Καρδιτσιώτικων Μελετών, Καρδίτσα 2010.



       Το περιοδικό ΚΑΡΔΙΤΣΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ το γνωρίζω. Μπορώ επιπλέον να αξιολογήσω τον κόπο που επενδύεται από όσους ασχολούνται με την έκδοσή του. Τι αγωνία για τη συγκέντρωση του υλικού, πόσες εργατοώρες για το στήσιμό του και την εκτύπωσή του. Όλα αυτά μου είναι γνωστά από πρώτο χέρι, γιατί ήμουν για κάποια χρόνια υπεύθυνος για το περιοδικό ΠΡΕΒΕΖΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ που εκδίδει η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πρέβεζας. Έτσι είναι ευκολότερο για μένα να κατανοήσω την προσφορά όλων αυτών που διοικούν την Εταιρεία αλλά και φροντίζουν την έκδοση του περιοδικού. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγεται ο πρεβεζάνικης καταγωγής  Γιάννης Κατσικοβόρδος,  ο οποίος  ουσιαστικά έχει ταυτιστεί με την Καρδίτσα σε σημείο που να οδηγεί τον μελετώντα   τα θέματα της τοπικότητας και της εντοπιότητας να ασχοληθεί με την περίπτωση αυτή ως χαρακτηριστική του πώς το ‘ξένο’ διεμβολίζει το ‘ντόπιο’. Ο Κατσικοβόρδος είναι μια παραδειγματική περίπτωση για τις συνεχείς μεταβολές του τοπικού μέσα στο χρόνο έτσι που αυτό που ήρθε ως ξένο ενσωματώνεται, γίνεται ένα με το ντόπιο και καταλήγει να προτείνεται ως νέα διάσταση του τοπικού. Ένας άλλος λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι το ενδιαφέρον μου για το ρόλο του τοπικού τύπου-συμπεριλαμβανομένων των περιοδικών-στην ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού και την ενδεχόμενη διαμόρφωση μιας ομάδας τοπικών λογίων που εκφράζουν την τοπική συνείδηση, καθώς και την παρουσία του τόπου στον ευρύτερο χώρο και χρόνο. Σ’ όλα αυτά προσθέστε το ενδιαφέρον μου, ως μέλους του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας,  για τον τοπικό πολιτισμό, που ξεκίνησε με τη μελέτη μου για το φάντασμα της Πορτίτσας και συνεχίστηκε με την έρευνα για τη γουρνοχαρά στο Δήμο Φύλλου(η κύρια έρευνα διεξήχθη στην Ιτέα) που δημοσιεύτηκε σε αφιέρωμα της Ελληνικής Εθνολογικής Εταιρείας στο συμβολισμό.
       Τα ΚΑΡΔΙΤΣΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τα γνώρισα καλύτερα όταν πήρα στα χέρια μου τον παρουσιαζόμενο τόμο. Η λέξη ‘έκπληξη’ είναι λίγη για να περιγράψει τα συναισθήματά μου όταν διάβασα τον πρόλογο του Διοικητικού Συμβουλίου. Δώδεκα  τόμοι, 5300 σελίδες, 320 εργασίες είναι πραγματικά ένας άθλος για όσους πέρασαν από το συμβούλιο και υποστήριξαν την έκδοση. Σωστά το Συμβούλιο χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη παραγωγή άθλο. Πρόκειται για μια υπερπροσπάθεια όμως που ακουμπάει στους ώμους ‘κουζουλών’. Η πάλη με τα λιμνάζοντα ύδατα στις περιφερειακές πόλεις στηρίζεται στις εμμονές τοπικών λογίων που προτιμούν τα χειρόγραφα και τις σκόνες των αρχείων από την άνεση του καναπέ και του τηλεοπτικού κοντρόλ. Για το λόγο αυτό αξίζει ένας έπαινος σε ζωντανούς και τεθνεώτες εραστές του τοπικού πολιτισμού, τους ονειροπόλους δονκιχώτες της περιφέρειας.
       Όμως, ο αγώνας αυτός έρχεται από τα βάθη της ιστορίας. Είναι μια πάλη που δίνεται σε κάθε εποχή. μια πάλη με το χρόνο, ένας αγώνας ενάντια στη λήθη και τη φθορά. Είναι ο αγώνας των παλαιότερων που δίνει τη σκυτάλη στους νεώτερους τοπικούς λόγιους, που τους χρίζει συνεχιστές της αέναης προσπάθειας να διατηρηθεί στην επιφάνεια η τοπική μνήμη και να παραδοθεί στις επερχόμενες γενιές πιο φρέσκια, με μεγαλύτερα τμήματά της. «Η χειρ μου μετά παρέλευση ετών θα τραπεί εις χώμα, αλλά η υπογραφή μου θα είμαι εις τους αιώνας», γράφει μια ενθύμηση του Μηναίου Ιουλίου που δημοσιεύεται στο κείμενο του Κώστα Αθ. Παΐση(σελ. 76). Η φράση επαναλαμβάνεται σε άλλη ενθύμηση που δημοσιεύει ο Νικόλαος Παλάντζας(σελ. 258). «Η χήρη ταύτη γράφουσα θα γίνει μαύρο χώμα τα δε παντής γραφόμενα θα ζουν εις τους αιώνας, βάζω την υπογραφή μου να την εθνυμούμε Κατράνας και Κώστας Μάγκος».
      Φαίνεται πως αυτή η φράση είναι κοινό μοτίβο, που επαναλαμβάνεται σε διάφορες μορφές από αυτούς που γράφουν ενθυμήσεις στο περιθώριο  διαφόρων εκκλησιαστικών βιβλίων. Εντυπωσιάζει η αυτοσυνειδησία των γραφόντων(ιερέων, ψαλτών, ή και άλλων) όσον αφορά το ρόλο της γραφής ενάντια στη φθαρτότητα και το χρόνο που ξεπερνάει τα πεπερασμένα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Πράγματι, όλοι όσοι γράφουν δίνουν αγώνα με τη φθορά και τη λήθη. Αυτό βεβαίως είναι μια ψυχολογική προσέγγιση. Ωστόσο, η γραφή και η συνείδηση της πάλης με τη λήθη αποκτούν κοινωνικές διαστάσεις, ξεφεύγοντας από μια σπερματική ψυχολογική αφετηρία, όταν η καταγραφή γεγονότων, συμπεριφορών, συνηθειών απεικονίζει τη συλλογικότητα και εκφράζει πολιτισμικές συμπεριφορές που μπορούν να αποκωδικοποιήσουν νοοτροπίες και  κοινωνικούς θεσμούς. Τα εκκλησιαστικά βιβλία  με τις ενθυμήσεις αναλαμβάνουν ένα  ρόλο αντίστοιχο με αυτόν των Πρακτικών των Κοινοτικών Συμβουλίων που αποτυπώνουν την καθημερινότητα. Λειτουργούν , κατά μία έννοια, ως αποταμιευτήρες της τοπικής μνήμης. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι οι ενθυμήσεις στέκουν στα γεγονότα που διακόπτουν την καθημερινότητα(σεισμός, πλημμύρες, αρρώστια), τα οποία συχνά οργανώνουν την τοπική μνήμη και τον τοπικό χρόνο με αναφορά σε όσα προηγήθηκαν μιας θεομηνίας, για παράδειγμα, και όσα ακολούθησαν.  Τα προαναφερθέντα άρθρα υπενθυμίζουν την ανάγκη για πιο συστηματική έρευνα και δημοσίευση, καθώς θα δοθεί η ευκαιρία για συγκρίσεις, επιβεβαίωση ιστορικών γεγονότων και διαμόρφωση μιας τυπολογίας των ενθυμήσεων στην περιοχή της Καρδίτσας. Πέρα απ’ αυτά, παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι ενθυμήσεις που γράφονται από μαθητές, θυμίζοντας πως αλλάζουν οι εποχές αλλά παραμένει αμετάβλητη η επιθυμία του νέου να απαθανατίσει την παρουσία του στο χώρο. «Κατά της διάρκεια της λειτουργίας ή όταν συγκεντρώνονταν στην εκκλησία για το κατηχητικό τα παιδιά εύρισκαν διαθέσιμα τα εκκλησιαστικά βιβλία κα απαθανάτιζαν μέσα σε αυτά γεγονότα, καταστάσεις, πρόσωπα». Ο συγγραφέας του άρθρου βρίσκει την ευκαιρία να υπογραμμίσει την απουσία των σημερινών από την εκκλησία. Αυτή είναι η μία διάσταση. Η δεύτερη αφορά το μοτίβο της γραφής από παιδιά που επανέρχεται κατά καιρούς. Αν τα παιδιά του 19ου αιώνα έγραφαν στα εκκλησιαστικά βιβλία-θα ήταν ενδιαφέρον να καταγραφούν αυτές οι ενθυμήσεις ώστε να μελετηθούν και να διαπιστωθεί αν συγκροτούν ένα διαφορετικό επίπεδο σκέψης σε σχέση με τους ενήλικες-τα παιδιά τα τελευταία χρόνια γράφουν στα θρανία, γεγονός που σταδιακά συγκροτεί ένα ιδιαίτερο είδος επικοινωνίας, ένα είδος νεανικού πολιτισμού.
       Ο παρουσιαζόμενος τόμος αποτελείται από 23 άρθρα , ποιήματα τεσσάρων ποιητών(Ανυφαντή, Κατσικοβόρδου, Σδράλια, Παπαζαρκάδα), την παρουσίαση  του προηγούμενου τόμου(Σπανός) και τη στήλη των βιβλιοπαρουσιάσεων,το σύνολο κοντά 500 σελίδες. Το εξώφυλλο κοσμείται με ένα αρχιτεκτονικό μνημείο της Καρδίτσας του Μεσοπολέμου, το Μέγαρο Ξενοδοχείο Άρνη.
       Στον τόμο κυριαρχούν τα πρόσωπα, τα λατρευτικά πρόσωπα, είτε πρόκειται για την αρχαία εποχή είτε για τη μεταβυζαντινή και σύγχρονη. Ο Απόλλωνας ήταν εμβληματική λατρευτική προσωπικότητα για την αρχαία Θεσσαλιώτιδα(συγγραφέας ο Κωνσταντίνος Π. Καταραχιάς). Πρόκειται βέβαια για μια τοπική εκδοχή ενός θεού που είχε πλατιά απήχηση. Όμως, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για τον πολιτισμό και τη θρησκευτικότητα της περιοχής οι μορφές των θρησκευτικών ηγετών που ανέδειξε η Καρδίτσα. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Αρσένιος από τα Καλογριανά που έζησε το δεύτερο μισό του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα(συγγραφέας ο Χαράλαμπος Θωμά Τσιχτσής). Είναι απορίας άξιο πώς αυτή η περιοχή έβγαλε τόσους σημαντικούς ηγέτης της Ορθοδοξίας. Έπειτα, ο Αρσένιος αναδεικνύεται σε μια σπουδαία προσωπικότητα που διαπρέπει στη Θεσσαλία και στην Κωνσταντινούπολη. Πέρα όμως απ’ αυτά, αναδεικνύεται σε σημαντική φυσιογνωμία της εκκλησίας της Ρωσίας, από την οποία αγιοποιήθηκε. Πρόκειται για μια πολύπλευρη προσωπικότητα που είχε πάντα στο μυαλό του την ενίσχυση του ελληνικού πολιτισμού(στο Λβωφ της Ουκρανίας οργάνωσε το σχολείο της πολυπληθούς ελληνικής παροικίας και υπήρξε ο πρώτος διδάσκαλος που δίδαξε την ελληνική γλώσσα στους μαθητές του). Πιστεύω πως οι θρησκευτικοί ηγέτες αυτής της περιόδου, σε μεγάλο βαθμό, έχουν σημαντικό ιστορικό, πολιτικό και πολιτισμικό εκτόπισμα ανταποκρινόμενοι σε μια πολύ-επίπεδη αποστολή.
       Ο Δουσικιώτης Ιερομόναχος Χατζη-Γεράσιμος(συγγραφέας ο Δημήτριος Γ. Καλούσιος) είναι η πιο λαϊκή εκδοχή του Αρσένιου εκφράζοντας τον πεισματικό αγώνα του λαού για μόρφωση και πρόοδο αλλά και ένα βαθύτατο θρησκευτικό αίσθημα. Ζητώ την κατανόησή σας για τη συμπάθεια που δείχνω προς τον Χατζη-Γεράσιμο. Όμως, «ανήκει μεν στους απαίδευτους και σχεδόν αγράμματους καλόγηρους, αλλά, χάρη στη ζωηρή φιλομάθειά του, το φιλερευνητικό πνεύμα, την ακατάβλητη θέληση και πεισματική επιμονή, άφησε σημαντικότατο και αξιοθαύμαστο έργο»(σελ. 134). Αν ο Αρσένιος είναι ο διανοούμενος επίσκοπος που κινείται με άνεση στους κόλπους της ανώτατης θρησκευτικής ηγεσίας, ο Χατζη-Γεράσιμος  εκφράζει τον κατώτερο κλήρο αλλά και τον απλό λαό που χρησιμοποιεί το πείσμα αλλά και την καπατσοσύνη για να πετύχει τους στόχους. Αυτοσυστήνεται ο ίδιος
Ότι αμαθίς ιμί κ(αί) χωρικώς της τέχνης:
Γράμματα ουκ επίσταμε αντίστοιχα ουδόλος:
Μόνο κολυβογράμματα ολίγον επεδεύθιν.
       Κι όμως αυτός ο αγράμματος αναδείχθηκε σε εξέχουσα φυσιογνωμία του  19ου αιώνα στη μονή Δουσίκου Τρικάλων.
       Την τριάδα των θρησκευτικών μορφών αυτού του τόμου συμπληρώνει ο Σεραφείμ που βρήκε μαρτυρικό θάνατο μετά την πρώτη αποτυχημένη επαναστατική κίνηση του Διονυσίου Σκυλοσόφου. Το άρθρο αυτό(συγγραφέας ο Χρήστος Λιαπής) , πέρα από την ανάδειξη μιας μαρτυρικής μορφής που διοχέτευσε την πίστη και τη φιλοπατρία του σε ενεργό αγώνα για την εθνική αναγέννηση, είναι εξαιρετικά χρήσιμο για τις παράλληλες πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν και μια σχετική αυτονομία. Η πρώτη συνδέεται με τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στον αποκεφαλισμό του Σεραφείμ και στην τύχη της Κάρας του, τα οποία εμπλέκονται με την αχλύ της παράδοσης ανασύροντας από την τρέχουσα πολιτισμική παράδοση κοινά μοτίβα. Ένα τέτοιο συνδέεται με τη διεκδίκηση της Κάρας από δύο. Τελικά, επέλεξε ο Μητροπολίτης των Τρικάλων Θεωνάς να φορτώσει , μέσα σε δισάκι, την Κάρα σε ένα μουλάρι ατίθασο και όπου σταματούσε εκεί θα δινόταν η Κάρα. Η ανάθεση της επίλυσης των διαφορών και τοπικών συγκρούσεων στο ένστικτο  ζώων-μουλάρια κατά κύριο λόγο-είναι ένα γνωστό μοτίβο στη λαϊκή μας παράδοση, ένδειξη της πεποίθησης των ανθρώπων για τη νοημοσύνη και τη διαίσθηση εκείνων των ζώων που μπορούσαν να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις χωρίς να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Το δεύτερο θέμα είναι η αβανιά(συκοφαντία) στην Οθωμανοκρατία που είχε πολύ-επίπεδες διαστάσεις(οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, διεθνείς σχέσεις). Είναι ένα θέμα που αξίζει να μελετηθεί πιο συστηματικά.
       Η μαρτυρική όμως μορφή του Σεραφείμ μοιάζει να γειτονεύει με αυτές των αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Πολύ συμπαθής περίπτωση είναι αυτή του οπλαρχηγού Θανάση Φροξυλιά, παιδί του καραγκούνικου Παλαμά που έδωσε τη ζωή του(1866) για να προετοιμασία την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας(συγγραφέας ο ιερέας Κωνσταντίνος Β. Φροξυλιάς) το καθήκον των τοπικών παραγόντων να αναδείξουν την προσφορά του. Γενικότερα θα έλεγα, εκκρεμεί ακόμη η ουσιαστική σχέση της εκπαίδευσης με την τοπική ιστορία, τον τοπικό πολιτισμό. Ο αυτοσεβασμός  περνάει μέσα από το σεβασμό του μικροτόπου  που μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχει ουσιαστική γνώση και επικοινωνία με τον τόπο. Η χρήση της τοπικής ιστορίας μπορεί να γίνει αποτελεσματική όταν δεν αναπτύσσεται ως μια τυποποιημένη διαδικασία αλλά ως μια καθημερινή ένταξη του σχολείου στην τοπική κοινωνία. Δυστυχώς η ιστορία μας-το ίδιο αναπαράγουν συχνά και οι τοπικές ιστορίες-προτιμούν τους κορυφαίους λησμονώντας ότι οι μεγάλες βουνοκορφές ακουμπάνε σε μικρότερες.
       Κορυφαία στρατιωτική προσωπικότητα είναι η μορφή του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Δεν θα σταθώ στα ιστορικά γεγονότα. Με απασχόλησαν όμως όσα αναφέρουν για τον εθνικό διχασμό οι συγγραφείς των άρθρων. Στη μία περίπτωση(Λάμπρος Α. Γριβέλλας) παρακολουθούμε την ανελέητη σύγκρουση Καραϊσκάκη-Ράγκου για το αρματολίκι των Αγράφων. Το σαράκι της ανθρωποφαγικής διχόνοιας δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Το ατομικό συμφέρον και η δίψα για εξουσία κάνει τους ανθρώπους να χάνουν το γενικό στόχο. Ο Καραϊσκάκης αναφέρεται ως «ανθρωπόμορφος λύκος» και ο Ράγκος όταν παίρνει την εξουσία το πρώτο που κάνει είναι να διώξει όλους τους οπαδούς του Καραϊσκάκη. Αν οι ηγέτες μας διάβαζαν πιο προσεκτικά την ιστορία θα έβλεπαν ότι έχουμε πληρώσει αυτές τις πρακτικές πολύ ακριβά.
       Τα άρθρα για τον Καραϊσκάκη συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν αποδομούν τον αρχιστράτηγο της Ρούμελης. Απλώς τον περιγράφουν με όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματα, ενώ επιπλέον αναφέρονται στο κλίμα της εποχής(συγγραφέας ο Θωμάς Β. Παπακωνσταντίνου). Οι αγιογραφίες εξυπηρετούν τη λατρεία, όχι όμως τον παραδειγματισμό από το παρελθόν. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, σε μια εκ βαθέων ομολογία του, παραδέχεται πως «όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος»(σελ. 205). Όμως, η μικροσκοπική εστίαση σε ιστορικές μορφές του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία φωτίζει τις αδυναμίες των ανθρώπων που βάζουν κάποιες φορές τη δίψα για εξουσία πάνω από το εθνικό συμφέρον. Την ώρα που διακυβευόταν ο εθνικός αγώνας οι υπεύθυνοι του αγώνα αγωνίζονταν να κοντύνουν αυτούς που δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν εξυπηρετώντας-συνειδητά ή ασυνείδητα αδιάφορο-ξένα συμφέροντα. Έτσι ο Ν. Στορνάρης, κατ’ εντολή του Μαυροκορδάτου, δίνει το δικαίωμα στον δερβέναγα των Τρικάλων να αποκαλέσει τον Καραϊσκάκη γύφτο και χαΐνη.
       Η αναφορά στις μορφές της Καρδίτσας ολοκληρώνεται με έναν άλλο σπουδαίο Καρδιτσιώτη που κατάφερε να μετατρέψει τις δυσκολίες σε μαγιά για επιτυχία. Είναι ο Θωμάς Νικολάου, συγγραφέας και μεταφραστής(συγγραφέας ο Παναγιώτης Νάνος). Οι ιστορικές συνθήκες στη δεκαετία του 1940 του επιφύλαξαν την πολιτική υπερορία για αρκετά χρόνια. Το ενδιαφέρον στοιχείο στον Νικολάου, πέρα από την αποτίμηση του συγγραφικού και μεταφραστικού του έργου, είναι η απόφαση να επιστρέψει στη γενέτειρα αναλώνοντας τις δυνάμεις του ως το τέλος της ζωής του στην προσπάθεια για να δώσει το ‘φιλί του πολιτισμού και της αναγέννησης’.
       Πέρα από τις μορφές, ο τόμος φιλοξενεί άρθρα για την οργάνωση του χώρου όπως είναι η εμπορική αγορά του Μοσχολουρίου επί Τουρκοκρατίας(συγγραφέας ο Νίκος Καραφύλλης). Το μπεζεστένι αυτό και ο τρόπος οργάνωσης του χώρου συνδέονται άμεσα με τον τρόπο που κάθε εποχή οργανώνει το χώρο, την οικονομία και την κοινωνία. Έτσι η κατανόηση αυτής της λογικής είναι χρήσιμη ώστε να κατανοήσουμε τις αλλαγές που επισυμβαίνουν σήμερα. Η οργάνωση του χώρου συμπληρώνεται από ιστορικά και δημογραφικά στοιχεία για τους οικισμούς Μαγούλα και Άρμενα(Κώστας Σπανός) αλλά και τον πρώην Δήμο Ιθώμης(συγγραφέας ο Αλέξης Γαλανούλης). Ακόμη γίνεται αναφορά στους θεσμούς που διαμορφώθηκαν στα Άγραφα πολλοί θεσμοί και συμπεριφορές από τους οποίους αρκετοί επιβίωσαν επί μακρόν λόγω της περιβαλλοντικής αυτονομίας της περιοχής(φιλοξενία,  προσωπική εργασία, πανηγύρια, κ.λπ., συγγραφέας ο Αντώνης Ηλ. Αντωνίου).
     Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι και οι πληροφορίες που δίνονται για διάφορα έθιμα της περιοχής, όπως είναι  τα κάλαντα  του χωριού Βαθύλακκος Καρδίτσας( Μάρκος Παππάς). Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς χρησιμοποιούνται αυτά σήμερα και ποιος ο ρόλος της δημοσιότητας για τη διατήρησή τους. Εξαιρετικά ποιητική όμως είναι η μεταφορική σύνθεση της παράδοσης για το γεφύρι με τα τρία στοιχειά(συγγραφέας ο Γιάννης Κ. Γιαννόπουλος). Το Βουβάλι, ο Αράπης και η Μαλέτσω που υπογραμμίζουν την πρόνοια και τον προγραμματισμό των παλιών τεχνιτών στην κατασκευή των γεφυριών. Η γέφυρα είχε τη σκιά της φροντίδας των μαστόρων της. Το Βουβάλι που κατοικούσε μέσα στα νερά, στα θεμέλια του γεφυριού, αποτελούσε εγγύηση και μαρτυρούσε τον αγώνα να διασφαλιστεί η αντοχή. Η Μαλέτσω ήταν η άλλη φροντίδα, η αισθητική. Αυτά τα στοιχειά αποτυπώνουν τη σχέση του λαϊκού ανθρώπου με τη λαϊκή τέχνη(γιατί τέχνη ήταν τα γιοφύρια). Έπρεπε πρώτα να φτιάχνουν έργα χρήσιμα και μετά όμορφα.
       Ενδιαφέρον είναι το άρθρο για την προσπάθεια ανίχνευσης της ετυμολογίας του τοπωνυμίου  Έλοβα Ευρυτανίας(συγγραφέας ο Περικλής Αστρακάς). Παρατίθενται και οι τέσσερις εκδοχές. Έτσι κι αλλιώς, η αναζήτηση της ρίζας των λέξεων δεν είναι πάντα εύκολη, γιατί οι λέξεις επικαλύπτονται από τις διάφορες ιστορικές επιστρώσεις και τις πολλαπλές πολιτισμικές επιδράσεις. Χρήσιμη εξάλλου για την τοπική ιστορία είναι η παράθεση ενός συμβολαίου που των κατοίκων του Παλιουρίου για τη μεταφορά νερού στο χωριό(συγγραφέας ο Δημήτριος Β. Στάθης)
       Ο τόμος ολοκληρώνεται α.με αναφορά σε πιο σύγχρονες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Τέτοια είναι η Σχολή Αστυφυλάκων(συγγραφέας ο Δημήτριος Αγγελής, αστυνομικός υποδιευθυντής) που προσφέρει πολλά στην τοπική κοινωνία. Τα στοιχεία που παρατίθενται είναι πολύ χρήσιμα για μια μελλοντική μελέτη της φιλοσοφίας και τον προσανατολισμό των συγκεκριμένων σχολών. Ένα άλλο κείμενο(συγγραφέας ο Γιάννης Κατσικοβόρδος) ασχολείται με τα αναγνωρισμένα σωματεία του Πρωτοδικείου Καρδίτσας(1914-1994). Το δημοσιευόμενο κείμενο(1968-1971) εστιάζει στην περίοδο της δικτατορίας. Η σωματειακή οργάνωση είναι από τις πιο σημαντικές κοινωνικές συσπειρώσεις και απεικονίζει επαγγελματικές τάσεις, μεταβολές , ωρίμανση κοινωνικών συνθηκών και τη σχέση της πόλης με την ύπαιθρο. Μπορώ να πω πως η σωματειακή οργάνωση αποτυπώνει τις διεργασίας στο κοινωνικό σώμα και τις ανάγκες των πολιτών. Υπ’ αυτή την έννοια, η καταλογογράφηση είναι πολύ χρήσιμη για τους ερευνητές. Θα έλεγα όμως ότι ο Γιάννης Κατσικοβόρδος –ή άλλοι ερευνητές-πρέπει να προχωρήσει στη μελέτη των πρακτικών και την ψηφιοποίησή τους σε συνεργασία με τους άλλους φορείς.
       β. με αναφορά στο δημοτικό τραγούδι(συγγραφέας ο Ιωάννης Χρ. Βασιλάκος), ο οποίος παραθέτει χρήσιμες πληροφορίες διαπλέκοντας τη γενική αναφορά με τις προσωπικές μνήμες. γ.με αναφορά στα κάστρα του Καταφυγίου Καρδίτσας, η οποία εμπλουτίζεται με προσωπική στιχουργία(συγγραφέας ο Πέτρος Σ. Παπαζαρκάδας).δ. την ποιητική ευαισθησία των Γιώργου Α. Ανυφαντή, Μαριάννας Κατσικοβόρδου, Δημητρίου Σ. Σδράλια και Π. Σ. Παπαζαρκάδα, οι οποίοι επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η ποίηση συνεχίζει να συγκινεί πολλούς ανθρώπους. Από την άλλη η ποίηση είναι δύσκολο να βρει βήμα έκφρασης και γι’ αυτό είναι επαινετή η ενέργεια των τοπικών περιοδικών να δίνουν χώρο σ’ όσους δοκιμάζουν τα ποιητικά τους εκφραστικά μέσα. ε.με τα κείμενα των παρουσιάσεων του προηγούμενου τόμου του περιοδικού(ομιλία του Ι. Κατσικοβόρδου και παρουσίαση του τόμου από τον Κώστα Σπανό). στ. τέλος με βιβλιοπαρουσιάσεις έργων των 1.Γ. Τζέλλου, Α. Η. Αντωνίου, Θ. Θεολόγη, Β. Χ. Καραγιάννη από τον Λ. Γριβέλλα , 2.Λ. Γριβέλλα, Δ. Στάθη Παπαζαρκάδα, , Ν. Παλάντζα, Ι. Βασιλάκο, Θ. Παπατριανταφύλλου από τον Ν. Καραφύλλη, 3. Β. Αναγνωστόπουλου από τον Μ. Παππά, 4. Ά. Ζαχαρόπουλου από τον Γ. Κλήμο.
       Ο  τόμος XII των ΚΑΡΔΙΤΣΙΩΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τοπική αυτογνωσία αλλά και ως πηγή για τους ερευνητές. Χρέος όλων μας είναι να υποστηρίζουμε τους δονκιχώτες των τοπικών κοινωνιών. Όλοι οι συγγραφείς που συμμετέχουν στον τόμο συγκροτούν ένα σπουδαίο πνευματικό δυναμικό της περιοχής, που κρατούν, σε καιρούς χαλεπούς, αναμμένο το καντήλι του ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό και  την κοινωνία    Η προσφορά εξάλλου της Εταιρείας είναι αξιοπαρατήρητη, γιατί χρέος όσων αγαπούν τον τόπο τους, τον πολιτισμό τους, είναι να μην να επαληθευτούν οι στίχοι του Ανυφαντή(σελ. 453)
Λέξεις των νεκρών:
Κώδικες των ονείρων
ανεξήγητοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου