Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Ο Κίτσος Μακρής και το Πήλιο

 Ο Κίτσος Μακρής υπήρξε συστηματικός ερευνητής και συλλογέας του λαϊκού πολιτισμού στο Πήλιο.Μόλο που δεν είχε συστηματική εκπαίδευση στο συγκεκριμένο αντικείμενο, η αγάπη και η αφοσίωσή του σ' αυτό τον ανέδειξαν σε κορυφαία μορφή ερευνητή, ισάξιο με άλλους κορυφαίους λαογράφους(π.χ. Λουκόπουλο, Φραγκάκι, Χατζημιχάλη, κ.λπ.). Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στην Τσαγκαράδα στα μέσα της δεκαετίας του 2000, σε διημερίδα που διοργάνωσε ο δήμος της περιοχής.



  Η απόφασή μου να αναφερθώ τον Κίτσο Μακρή είναι προέκταση του ενδιαφέροντός μου να συνδεθεί το πανεπιστήμιο με την τοπική κοινωνία, απότοκος της πεποίθησής μου ότι η περιοχή στην οποία εδράζεται το πανεπιστήμιο, δεν μπορεί να είναι απλώς και μόνο ο χώρος που φιλοξενείς τις εγκαταστάσεις. Οφείλουν να αναληφθούν πρωτοβουλίες κι από τα δύο μέρη, ώστε οι ανταγωνισμοί που αναπτύσσονται να είναι δημιουργικοί. Ακόμη, οφείλουν να εμπεδώσουν μια σχέση που θα είναι επωφελής και για τις δυο πλευρές, όπου η συνύπαρξη δεν θα είναι αναγκαστική, αλλά θα προκαλεί ποιοτικές συνεργασίες. Ένας τέτοιος εταίρος του πανεπιστημίου είναι η τοπική αυτοδιοίκηση, που έτσι κι αλλιώς διερμηνεύει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του τοπικού πληθυσμού με τον πιο άμεσο τρόπο.
  Στο πλαίσιο των όσων προανέφερα, ο Κίτσος Μακρής αποτελεί ένα εφαρμοσμένο παράδειγμα της συνάντησης του πανεπιστημίου με την τοπική κοινωνία. Όπως γνωρίζετε, το σπίτι του παραχωρήθηκε στο πανεπιστήμιο μαζί με τους κόπους της ζωής του. Το πανεπιστήμιο έχει σκύψει πάνω στους πηλιορείτικους θησαυρούς του Μακρή και σύντομα θα μπορούν οι ερευνητές να έχουν πρόσβαση στο αρχείο του.
   Ο Κίτσος Μακρής, όμως, αναπόφευκτα οδηγεί στο Πήλιο, που αγάπησε, περπάτησε, φρόντισε και μάζεψε τα κομμάτια της ψυχής του. «Πάντοτε έλεγε πως τα έργα του δεν τα πουλάει μα τα χαρίζει» σημείωνε για το Θεόφιλο στο έργο του «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο»(1996:18). Ίσως η πράξη του να χαρίσει το έργο της ζωής του, την ίδια του τη ζωή, στο πανεπιστήμιο να είναι και μια πράξη συνέπειας προς τα γραφτά του, αλλά και μια πρόδρομη δήλωση για τον τρόπο που ονειρευόταν το πανεπιστήμιο. Φανταζόταν ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει απιθώνοντας την καρδιά του ο καθένας, πέρα από υστεροβουλίες.
  Στόχος μου, λοιπόν, είναι να μιλήσω για το λαϊκό πολιτισμό, για τη λαϊκή τέχνη, για το περιβάλλον του Πηλίου όπως τα είδε ο Κίτσος Μακρής και με την ευκαιρία αυτή να προσδιορίσουμε τη θέση που βρισκόμαστε κάποιες δεκαετίες μεταγενέστερα.
  Ο Κίτσος Μακρής είναι, πάνω απ’ όλα, ένας πρωτοπόρος μελετητής, μια φωτεινή προσωπικότητα που η βαθιά γνώση, συνοδευόμενη από μια εγγενή οξύνοια, του επέτρεψε να εγκύψει στη λαϊκή τέχνη, να μαγευτεί απ’ αυτήν, να περισυλλέξει πολλά αντικείμενα από τους σκουπιδοτενικέδες του νεοέλληνα της μεταπολεμικής περιόδου που αγωνιούσε να συμβαδίσει με τα νέα καταναλωτικά και αισθητικά πρότυπα, να γνωρίσει τον πολιτισμό του πλαστικού, κι αυτόν τον έκανε να αντιμετωπίσει με αδιαφορία ή με περιφρόνηση τα είδη της λαϊκής τέχνης.
  «Υπάρχει παρανόηση και για το χαρακτήρα της λαϊκής μας τέχνης. Πολλοί νομίζουν πως η λαϊκή μας τέχνη ασκούνταν από αδέξιους τεχνίτες και απευθύνονταν μόνο σ’ ένα κοινό με μειωμένες απαιτήσεις από την τέχνη. Έτσι κάθε αδιεξιότητα και κακοτεχνία την ανάγουν σε λαϊκή τέχνη. Λάθη και τα δύο. Οι λαϊκοί μας τεχνίτες δεν είναι αυτοδίδακτοι και κατέχουν μια καταπληκτική, πολλές φορές, τεχνική»(Βήματα, 52).
  Ο Μακρής τα γράφει αυτά το 1960, σε μια εποχή που έπιπλα και οι κατσαρόλες, τα κιλίμια και οι βελέντζες, οι φορεσιές και άλλα περιφρονήθηκαν μέσα από τον πυρετό της νέας εποχής, που τα θεώρησε κατώτερα μπρος στην παραγωγή της βιομηχανίας. Ο ίδιος πονούσε με ό, τι έβλεπε και προσπαθούσε ν’ αλλάξει τα μυαλά των ανθρώπων, δεν ήταν όμως εύκολο για εκείνη την εποχή. Ενδεχομένως, τα λόγια του για την αξία της λαϊκής τέχνης ακούγονται κούφια και στη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα, όπου η μαστορική δε βρίσκει χώρο, όλοι θέλουν να μάθουν γράμματα, να γίνουν σπουδαίοι.
  Μ’ αυτό το τελευταίο, την υποτίμηση διαφωνεί ο Μακρής που πιστεύει ότι η μελέτη των δημιουργημάτων της λαϊκής τέχνης συνιστά σπουδαία μαθητεία για όλους. Η λαϊκή τέχνη είναι ύμνος στην ανθρώπινη επινοητικότητα, καθώς συνδυάζει το χρηστικό με το όμορφο. Φαντάζομαι ότι αν όσοι ασχολούνται με το περιβάλλον, την κατασκευή σπιτιών, την οργάνωση των δημοσίων χώρων μελετούσαν τα έργα των λαϊκών τεχνιτών θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν την εμπειρία τους και να δώσουν λύσεις που θα σέβονταν την αρμονία φύσης και ανθρώπου.
    Ο λαϊκός πολιτισμός για το Μακρή οργανώνεται γύρω απ’ αυτή την αρμονία. Στο πλαίσιο αυτό κατανοεί τη λαϊκή τέχνη ως ένα σύνολο πραγμάτων που εμπεριέχει αυτή την αρμονία. «Αρχοντικά και εκκλησίες, βρύσες και γεφυρούλες, φιδωτά καλντερίμια και τρεχούμενα νερά συνθέτουν την ομορφιά της Μακρινίτσας»(Βήματα, 124). Εντοπίζει τη μαγεία της λαϊκής τέχνης, τη δύναμή της, στη δυνατότητα να δημιουργεί μορφολογικές αρμονίες. Οι εκκλησιές, οι γέφυρες, τα ρέματα, η φύση όλη είναι στατικά στοιχεία ενός όλου που ο ίδιος εκλαμβάνει ως λαϊκή τέχνη. Η μελέτη ξεχωριστά αυτών των μορφών διευκολύνουν την προσπάθειά του να διεισδύσει στην ουσία των προϊόντων της λαϊκής τέχνης. Τον βοηθούν ακόμη να κατανοήσει την «αγάπη του Ρωμιού προς τη μορφή» που ουσιαστικά ικανοποιεί την αγάπη του στην ομορφιά. Πολύ νωρίς μελέτησε μορφές λαϊκής τέχνης στις οποίες οι πιο πολλοί δεν έδιναν σημασία. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι βρύσες του Πηλίου, που έχουν ποικίλες μορφές ανάλογα με τον κατασκευαστή, τον κτήτορα και την περιοχή. Η μορφή, λοιπόν, για τον Κίτσο Μακρή γίνεται αφορμή να εξετάσει τη λαϊκή τέχνη στο πλαίσιο συγκεκριμένων ιστορικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών συνθηκών. «Η λαϊκή τέχνη δημιουργήθηκε στις μικρές πολιτιστικές και οικονομικές ενότητες στις οποίες ήταν καταμερισμένος ο ελληνικός χώρος(…)Ο εθνοτοπικός χαρακτήρας της είναι συμφυής με την ύπαρξή της»(Βήματα, 126). Μελετώντας τις μορφές αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να πάει πέρα από αυτό που βλέπει, να ασχοληθεί δηλαδή με την οικονομία και την κοινωνία, να μελετήσει  το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον ως ένα σύνολο. Αυτό κάνει όταν προσπαθεί να κωδικοποιήσει και να ταξινομήσει τη χωροταξική οργάνωση των χωριών του Πηλίου(απλός, σύνθετος και επίνειο. Μαγνησία. Το χρονικό ενός πολιτισμού, 183). Εκεί, προβάλλει τη μορφή του χωριού ως συνισταμένη επιμέρους μορφών(πλατεία, αγορά, εκκλησία, βρύσες, καλντερίμια, χωράφια, κ.λπ) που αποτελεί απάντηση στις γεωμορφολογικές συνθήκες. «Η σύντομη αυτή ιστορική και τοπογραφική περιγραφή μας εξηγεί και το χαρακτήρα της λαϊκής τέχνης του Τρικεριού. Νησιώτες που μετακομίζουν συφφάμελα στο βουνό, σε τόπο άδεντρο και άνυδρο μεταφέρουν πολλά από τα στοιχεία της ζωής τους στη νέα τους εγκατάσταση. Προσαρμόζονται, όμως, στο καινούριο τους περιβάλλον καθώς και στο πνεύμα της τέχνης και στην τεχνική των μαστόρων της εποχής»(Βήματα, 165).
  Ακόμη, η μορφή τον οδηγεί στο λαϊκό τεχνίτη. Ο Μακρής είναι βαθύτατα ανθρωποκεντρικός και παράλληλα, πέρα από τις αντικειμενικές συνθήκες(είδος υλικών, γεωμορφολογία), εστιάζει στον πρωταγωνιστή της λαϊκής τέχνης που είναι «ο τεχνίτης και όχι ο ιδιοκτήτης», όπως παρατηρεί σ’ ένα κείμενό του για τα αρχοντικά του Πηλίου(Βήματα, 71).Στο σημείο αυτό ο Μακρής αναδεικνύεται πρωτοπόρος μελετητής, γεγονός που οφείλεται και στη γνώση του πηλιορείτικου πολιτισμού. Για το Μακρή η κατανόηση της λαϊκής τέχνης δεν μπορεί ν’ αφήσει απ’ έξω το λαϊκό τεχνίτη. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος να δίνονται αυθαίρετες ερμηνείες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σάτυρου που βρέθηκε στα χαλάσματα του αγίου Γεωργίου Νηλείας μετά τους σεισμούς του 1955. Πρόκειται για ανάγλυφο «που φοράει γνήσια πηλιορείτικη βράκα ως το γόνατο κι από εκεί και κάτω προβάλλουν γυμνά τα τραγοπόδαρα»(Βήματα, 277). Κάποιοι άλλοι θα επιχειρούσαν να ανακαλύψουν διάφορους συμβολισμούς και να θεωρητικολογήσουν. Ο Μακρής προτάσσει την πρωτοβουλία του μάστορα. «Η περίπτωση μας αναγκάζει να ξανακοιτάξουμε το ρόλο της προσωπικότητας μέσα σε μια ομαδική και παραδοσιακή τέχνη, όπως η λαϊκή. Ποτέ δεν πρέπει να φανταζόμαστε τους τεχνίτες σαν ουδέτερους φορείς(…)Ο πηλιορείτης σάτυρος θα μορφάζει ειρωνικά κάθε φορά που θα θέλουμε να αγνοήσουμε περιπτώσεις σαν τη δική του»(Βήματα, 278).
  Πέρα απ’ αυτά, ο Μακρής έχει πλήρη συνείδηση ότι ζει σε μια μεταβατική εποχή όπου η λαϊκή τέχνη, όπως την ήξερε, χάνεται, γεγονός που ενεργοποιεί προσπάθειες για τη διάσωση μορφών πολιτισμού με τη δημιουργία μουσείων ή με την εμπορευματική αξιοποίηση διάφορων μορφών για τουριστικούς λόγους. Και τα δύο προξενούν- ή πρέπει- προβληματισμό, ακόμη και σήμερα.
  Όσον αφορά την τουριστική αξιοποίηση, εισάγει σ’ ένα κείμενό του τον όρο «μερεμέτια ημίσπατων»(Βήματα, 324), που ο ίδιος αναλαμβάνει να εξηγήσει. «Ημίσπαστος σημαίνει μισοξεκολλημένος, μισογκρεμισμένος» και συνεχίζει. «Πρόκειται για μερικούς μοργανατικούς γάμους ανάμεσα στην παλιά λαϊκή αρχοντιά και στο μίζερα χρησιμοθηρικό μικροαστισμό μας. Το φαινόμενο είναι ευρύτερο. Η βέβηλη επέμβαση σε πόλεις, χωριά και τοπία, που τη συναντούμε τόσο συχνά, έπαψε πια να μας προκαλεί αγανάκτηση. Μιθριδατισμός της ασκήμιας»(Βήματα, 324). Υπάρχει ένας τέτοιος μιθριδατισμός στο Πήλιο; Θα χρησιμοποιούσα πιο ήπια έκφραση , για να περιγράψω την κατάσταση που διαμορφώθηκε ως απότοκος τουρισμού. Έτσι, κι αλλιώς εκείνο που αξίζει σήμερα είναι να μετρήσουμε τη συμφωνία μας σε αρχές και σε διάθεση για μια άλλη αντίληψη στη διαχείριση του περιβάλλοντος και της κληρονομιάς μας. Ο Μακρής στηλιτεύει τον εξωτισμό στην αντιμετώπιση της λαϊκής τέχνης. Πιστεύει ότι αυτό είναι μια ασκήμια όταν προσπαθούμε να συνταιριάσουμε αταίριαστα πράγματα. Αν έγραφε λίγο αργότερα θα χαρακτήριζε το φαινόμενο αυτό φολκλορισμό που έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση. Όμως με αφορμή τις παρατηρήσεις του Μακρή, θα ήθελα να αναφερθώ στη νεοπαραδοσιακότητα που είναι εμφανής και στο Πήλιο. Παντού, βλέπουμε πινακίδες με την ένδειξη «παραδοσιακός φούρνος, παραδοσιακή ταβέρνα, παραδοσιακό καφενείο, παραδοσιακά γλυκά», «είδη λαϊκής τέχνης», κ.λπ. Βεβαίως, όλα αυτά είναι μέρος του εξωτισμού στον οποίο αναφερόταν ο Μακρής. Εγκλωβίσαμε την παραδοσιακή ζωή σε μικρές συσκευασίες και την πουλάμε για να μαλακώσουμε τον πόνο για κάτι που ο κάτοικος του αστικού κέντρου το έχει απολέσει. Το ζήτημα είναι αν  η παραδοσιακότητα διασώζεται στο Πήλιο και σε άλλες τουριστικές περιοχές ή απλώς εισάγεται από αλλού(Ταϊβάν, π.χ.). Το Πήλιο έχει όλες τις προϋποθέσεις ώστε  η παραδοσιακότητα να μην είναι μόνο λόγια αλλά και ουσία τόσο όσον αφορά την ποιότητα όσο και τις τιμές, μια και η παραδοσιακότητα δεν απευθύνεται πλέον στους απλούς ανθρώπους, στους μεροκαματιάρηδες. Αυτοί δεν μπορούν να αγοράσουν «παραδοσιακότητα», είναι ακριβή. Προορίζεται για αυτούς που μπορούν να πληρώσουν για να αγοράσουν παραδοσιακό χρόνο.
  Επιπλέον, ο Μακρής θίγει το θέμα της ίδρυσης μουσείων και νομίζω ότι οι απόψεις του είναι επίκαιρες. «Τοπικό μουσείο λαϊκής τέχνης στη Μακρινίτσα!Η είδηση δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες του Βόλου. Να χειροκροτήσουμε την ωραία πρωτοβουλία μα και να σταθούμε με κάποια περίσκεψη μπροστά της»(Βήματα, 24). Ο Μακρής υποστήριζε τη σύσταση μουσείων σε πόλεις, για να αποφευχθεί η «άσκοπη διασπορά υλικού» και για να «μην έχουμε απλώς μιαν αποθήκη λαϊκών καλλιτεχνημάτων». Δεν θα συμφωνήσω με το Μακρή για τη δημιουργία ενός μόνο μουσείου. Ωστόσο, η βασική του προβληματική είναι σωστή. Αν αυτά έγραφε το 1959 που τα μουσεία ήταν λιγοστά, μπορεί κανείς να υποθέσει ποιες θα ήταν οι απόψεις του με την πολυδιάσπαση που παρατηρείται, καθώς είναι πολλά τα μουσεία που ουσιαστικά είναι αποθήκες, χωρίς τη δυνατότητα έκθεσης αλλά και συντήρησης.
  Είναι ανάγκη σήμερα να υπάρξει συντονισμός των μουσείων και μουσειακών συλλογών στο Πήλιο. Οι μεμονωμένες ενέργειες που ικανοποιούν την ανάγκη της συλλογής του υλικού και ενίσχυσης της τοπικότητας, δεν μπορούν να έχουν δυναμικά αποτελέσματα αν δεν υπάρξει δίκτυο για τη διαχείριση των μουσειακών διαδρομών.
  Θεωρώ ότι η μελέτη του Μακρή μπορεί να βοηθήσει τους Πηλιορείτες να τοποθετήσουν τη διαφορετικότητά τους στο πλαίσιο μιας ιστορικής και πολιτισμικής συλλογικότητας.
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου