Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Μια λοξή ματιά στην Ήπειρο του Κώστα Μπαλάφα


 







       Ένα από τα ερωτήματα που βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα είναι η σχέση της τέχνης με τη ζωή, με ό,τι συνιστά την παρουσία του ανθρώπου αλλά και το γεωγραφικό ανάγλυφο. Με την πραγματικότητα, θα μπορούσε  να προσθέσει κανείς.
       Πρόκειται για μια σχέση διαμεσολαβημένη, όπου αποτυπώνεται η επιθυμία, η οπτική δηλαδή του δημιουργού, αλλά και η ‘μεταφορά’, οι τεχνικές δηλαδή που χρησιμοποιούνται για τη μορφοποίηση της οπτικής του δημιουργού[1]. Δεν είναι στις προθέσεις μου, όμως,  να αναφερθώ στις φωτογραφικές τεχνικές του Μπαλάφα. Το πράττουν οι ειδικοί. Δικός μου στόχος είναι να ιχνηλατήσω την επιθυμία του δημιουργού και πώς αυτή αναπαριστάται στο τελικό καλλιτεχνικό προϊόν. Όλα αυτά εντάσσονται στη γενικότερη συζήτηση για το ρόλο της τεχνολογίας στην αναπαράσταση του ερεθίσματος. Αν σήμερα η απάντηση είναι εύκολη, καθώς η τεχνολογία έχει εξελιχθεί τόσο πολύ, ώστε να είναι εύκολα αναγνώσιμος ο καθοριστικός της ρόλος στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, ενός δικού της κόσμου που απλώς χρησιμοποιεί τη ζωή ως μοντέλο, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων ο Μπαλάφας ανέπτυξε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, η κατάσταση ήταν διαφορετική, ιδίως για την τέχνη της φωτογραφίας. Για τους πολλούς φωτογραφία σήμαινε απεικόνιση, σχεδόν νατουραλιστική. Το μόνο έργο του φωτογράφου ήταν να πατήσει το κουμπί και να πάρει τη φωτογραφία.
       Το έργο του Μπαλάφα διαψεύδει αυτή την απλουστευτική αντίληψη και ενισχύει την άποψη ότι η λαϊκή τέχνη δεν είναι μια απλή απεικόνιση, αλλά εγγράφεται στο καλλιτεχνικό δημιούργημα η ματιά του δημιουργού. Ονόμασα την τέχνη του λαϊκή, γιατί έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό ότι ο Μπαλάφας κουβαλάει τη σοφία των μαστόρων της Ηπείρου, που χωρίς πολλά γράμματα-με λίγα κολυβογράμματα, θα προσέθετα-δημιούργησαν έργα , τα οποία θαυμάζονται για την τεχνική και μορφολογική τους αρτιότητα. Αναφέρω το παράδειγμα του Κώστα Μπέκα, του οποίου το θαυμαστό έργο, το γεφύρι της Πλάκας, υμνείται ως συμπύκνωση της λαϊκής τέχνης. Ο Μπαλάφας γνωρίζει και θεωρεί απαράμιλλη τη μαστορική των γεφυριών. «Αλλά τα ομορφότερα όσο και τα δυσκολότερα έργα, στην κατασκευή, ήταν τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια»[2]. Στο λεύκωμά του για την Ήπειρο περιλαμβάνεται σημείωμά του, όπου κάνει αναφορά στη λαϊκή τέχνη, ιδίως στα δημιουργήματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Διαβάζοντας, λοιπόν, τα σχόλιά του και εστιάζοντας στον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, μπορώ, χωρίς κανένα δισταγμό, να πω ότι ο Μπαλάφας είναι ένας λαϊκός τεχνίτης, που διδάχτηκε από τη σοφία των σπουδαίων μαστόρων[3]. Τα έργα τους ήταν η μαθητεία του. Με όπλο τη φυσική του οξυδέρκεια και τη χαρισματική διεισδυτική σκέψη  κατάφερε να οδηγήσει τη φωτογραφική του τέχνη σε ύψη ζηλευτά, γεγονός που τον κατατάσσει στη χορεία των μεγάλων μαστόρων της Ηπείρου.
       Ο Μπαλάφας δε σπούδασε. Δεν έμαθε τεχνικές σε οργανωμένη εκπαιδευτική βαθμίδα. Η αφήγηση για το πώς συναντήθηκε με τη φωτογραφία θυμίζει ιστορίες για το πώς άλλοι τεχνίτες μυήθηκαν στην τέχνη τους. «Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα. είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν εμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε»[4].
       Αυτό ήταν. Μίλησε η κλίση και η μαγεία της καινούργιας τεχνολογίας. Όμως, η ενασχόλησή του με τη νέα λαϊκή τέχνη υποστηρίζεται από τις εικόνες του παρελθόντος, από το πολιτισμικό κεφάλαιο που κληρονόμησε από τους προγόνους μαστόρους. Δεν είχε επίσημη εκπαίδευση. Κουβαλούσε, όμως, τη σοφία της λαϊκής τέχνης, που του καλλιέργησε την ανθρωποκεντρικότητα στο έργο του και την αναζήτηση βαθύτερων αισθημάτων. Συχνά, η λαϊκή τέχνη αντιμετωπίζεται ως μια φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας. Αυτό είναι μέγα λάθος. Δεν συμβαίνει πουθενά. Ούτε στο δημοτικό τραγούδι ούτε στην παροιμία και το αίνιγμα ή στη λαϊκή αρχιτεκτονική. Συνήθως, οι εγγράμματοι αδυνατούν να κατανοήσουν το βάθος της λαϊκής τέχνης και το φιλοσοφικό υπόστρωμα που την υποστηρίζει. Ο Μπαλάφας είναι ένα ξεχωριστό παράδειγμα λαϊκού τεχνίτη, που ενισχύει αυτό το επιχείρημα. «Ότι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω. Δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ τακ, ετούτο το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν , αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα»[5].
       Ο Μπαλάφας μας ανοίγει την πόρτα στην κουζίνα της τέχνης του. Μας εξιστορεί τον τρόπο που δημιουργεί. Δεν είναι ένας απλός χειριστής της τεχνολογίας. Αξιοποιεί τα εργαλεία και τα εντάσσει στη λαϊκή κοσμολογία, που σμίλευσε τον τρόπο σκέψης, την αντίληψή του για τον στόχο της τέχνης.
       Παράλληλα, είναι δημιούργημα της στερημένης Ελλάδας, της άγονης γραμμής. «Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός»[6]. Ο Μπαλάφας με αδρές γραμμές σκιαγραφεί το προσωπικό του κάδρο. Ο λόγος του λιτός  μα λαξεμένος σαν την πέτρα στα σπίτια, τις εκκλησιές και τα γεφύρια. Τα ίδια γνωρίσματα έχει και η φωτογραφία του: λιτή μα λαξεμένη. Είναι λιτή σαν το ηπειρωτικό τοπίο με τις λαγκαδιές και τις κορυφογραμμές, τους ανθρώπους που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, έτοιμοι να δώσουν τον αγώνα της επιβίωσης σ’ αυτό το τοπίο το αρμολογημένο από πέτρα και πουρνάρι. Είναι όμως και λαξεμένη, καθώς ο Μπαλάφας έχει πλήρη συνείδηση ότι το μάτι του είναι μάτι των ανθρώπων του τόπου του που διεκδικούν το δικό τους μερτικό στη ζωή, που αγωνίζονται και με τα θηρία ακόμη προκειμένου να μετατρέψουν στη στέρηση σε δύναμη. Γνωρίζει πως η οπτική του ακουμπάει στο πολιτισμικό κεφάλαιο που κληρονόμησε.
       Σ’ αυτές τις συνθήκες έμοιαζε προδιαγεγραμμένη η οπτική του Μπαλάφα. Βάδισε στα χνάρια όλων των άλλων τεχνιτών, που έθεσαν την τέχνη τους στην υπηρεσία του ανθρώπου. Ύμνησαν τη φύση και τον αγώνα του ανθρώπου. Αναμετρήθηκαν με τα ποτάμια και τις χαράδρες. Υπηρέτησαν τις μεταφυσικές τους ανάγκες με εκκλησιές και εικονίσματα που συνέδραμαν την ανάγκη να οικειοποιηθούν τον τόπο αλλά και να τον ξεπεράσουν.
       Η φωτογραφική τέχνη λοιπόν του Μπαλάφα είναι η συνέχεια του μοιρολογιού, του τραγουδιού της ξενιτιάς, των γεφυριών. Είναι ύμνος στον αγωνιζόμενο άνθρωπο που στέκει όρθιος σ’ όλες τις αντιξοότητες. Δεν έχει αφετηρία τη μιζέρια. Είναι αντίθετα δοξαστικό στη λαϊκή κοσμολογία. «Εμένα, σ’ όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή. ο αγώνας του για επιβίωση, και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα , και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας»[7].
       Το απόσπασμα αυτό είναι η προγραμματική διακήρυξη του καλλιτέχνη Μπαλάφα, εμπεριέχει την καλλιτεχνική του συνείδηση, η οποία ζυμώθηκε σε αντίξοες, γεωγραφικές και οικονομικές συνθήκες αλλά και φέρει τα σημάδια μιας κοινωνικής θέσης απέναντι στο φωτογραφικό του πεδίο, γεγονός που συμβάλλει στη λάξευση της λοξής του ματιάς προς ό,τι στοχεύει η φωτογραφική του μηχανή. Δεν ενδιαφέρεται να προβάλει και να αποθεώσει την ομορφιά του τοπίου ως μια αυτόνομη οντότητα. Για τον Μπαλάφα προτεραιότητα έχει ο άνθρωπος, οπότε το τοπίο αποτελεί συστατικό στοιχείο της λαϊκής κοσμολογίας. Είναι αυτό που διαμορφώνει την οικονομία, την κοινωνική και πολιτισμική συμπεριφορά. «Το ηπειρώτικο τοπίο το συνθέτουν βουνά με πανύψηλες κορφές, βαθιές χαράδρες και απότομες βουνοπλαγιές που του δίνουν μια σπάνια φυσική ομορφιά και υποβλητική στιβαρότητα» σχολιάζει ο ίδιος[8].
       Παρά την δοξολογία του φυσικού τοπίου, ούτε στα γραφτά του ούτε στις φωτογραφίες του αναδεικνύει το τοπίο ως αυτοσκοπό για περιδιάβαση στη φυσική ομορφιά. Τον ενδιαφέρει ο εσωτερικός διάλογος της φύσης με τον άνθρωπο και γι’ αυτό, συνήθως, τα τοπία χρησιμεύουν ως εισαγωγή στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Τον απασχολεί το πώς η υποβλητική στιβαρότητα του τοπίου απεικονίζεται στα πρόσωπα και τα σώματα των ανθρώπων που φωτογραφίζει. Τα πρόσωπα(τσελιγκάδες, κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι, ψαράδες, μεροκαματιάρηδες στα Γιάννενα,παιδιά) είναι εμποτισμένα στη στιβαρότητα του τοπίου. Δεν υπάρχει πουθενά παράπονο. Κούραση, ναι. Πολλοί αποκάμνουν στο τέλος της ημέρας. Το βασικό αίσθημα, ωστόσο, είναι μια υπόρρητη αισιοδοξία που αναδύεται από την κίνηση των σωμάτων κόντρα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες(χιόνι) ή το στερημένο, θαμπό τοπίο της πόλης. Τα σώματα, κατά κανόνα, αντιστέκονται, έχουν την τάση να ορθώνονται, ακόμη κι όταν είναι ζαλικωμένα. Είναι πρόθεση-αλλά και η πίστη του δημιουργού-να υπογραμμίσει το διαρκή αγώνα του Ηπειρώτη. Σ’ ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί τη ζωή του αυτός επιμένει να υπερβαίνει τις αντιξοότητες.
       Ο Μπαλάφας φωτογραφίζει εργαζόμενους, ανθρώπους δηλαδή την ώρα της δουλειάς ή του διαλείμματος. Είναι σπάνιες οι φωτογραφίες που αναφέρονται σ’ αυτό που ονομάζουμε ελεύθερο χρόνο. Ακόμη και τότε, όπως στην περίπτωση των γερόντων στην πλατεία και τους δρόμους του Μετσόβου, πρόκειται για κινήσεις ενταγμένες στην κοινωνική δομή του χώρου. Είναι οι κυριακάτικες συναντήσεις, που δίνουν τη δυνατότητα στους γερόντους να σχολιάσουν αλλά και να αναπαράξουν την κυρίαρχη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία του Μετσόβου.
Προβολή εικόνας πλήρους μεγέθους
       Καρτερικότητα και αποφασιστικότητα εκπέμπουν τα πρόσωπα του Μπαλάφα. Αυτό φαίνεται και στις γυναικείες φιγούρες, που έχουν σημαντικό μερίδιο στην προτίμησή του. Γράφει «Ήταν οι σταυρωμένες της ηπειρώτικης κοινωνίας, που ανδρώσαν οικογένειες με ήθος, ιδανικά και αξιοπρέπεια»[9]. Ο Μπαλάφας έχει σαφές, κοινωνικό και ιδεολογικό περίγραμμα, που  καθοδηγεί τη φωτογραφική του μηχανή. Οι «γυναίκες» του, πράγματι, εκφράζουν αυτό που γράφει, αυτό που ξέρουμε για την ηπειρώτισσα. Είναι παντού, κάθε στιγμή, σε κάθε οικογενειακή και κοινωνική δραστηριότητα. Κανακεύουν τα παιδιά, παλεύουν μαζί με το σύντροφό τους και τους συγγενείς στο  κοπάδι και το χωράφι. Πρωτοστατούν στην εκπλήρωση των μεταφυσικών αναγκών της οικογένειας και του σογιού με τα μνημόσυνα. Θα έλεγα ότι οι «γυναίκες» του Μπαλάφα είναι γήινες, απαλλαγμένες από την υπερβολή της οπτικής γωνίας. Καθημερινές γυναίκες, με εμφανή τα ίχνη του χρόνου και της ταλαιπωρίας στο κορμί τους. Γυναίκες , όμως, που ορθώνουν το κορμί τους και το προσφέρουν στήριγμα στην κοινωνία της Ηπείρου. Θυμίζουν  τα μεσιανά δοκάρια, που αναλαμβάνουν να στηρίξουν όλο το σπίτι. Κάτι τέτοιο αποπνέουν οι «γυναίκες» του Μπαλάφα. Λιπόσαρκες αλλά και με αίσθηση του ρόλου τους που τους οπλίζει με δύναμη, η οποία εκπλήσσει. Γυναίκες ζαλικωμένες με τα παιδί, με γεννήματα στην αγορά, γυναίκες στο ετήσιο ανεβοκατέβασμα στα βουνά, αρχόντισσες του Μετσόβου που φροντίζουν να δηλώσουν υπαινικτικά την κοινωνική τους θέση αλλά και γυναίκες του κάματου. Όμως, όσο κι αν η βιοτή λυγίζει το ασθενικό κορμί και οι κοινωνικές συνθήκες φορτώνουν τις πλάτες τους με ευθύνες δεν υπάρχει παράπονο στον τρόπο που κοιτάζουν. Μπορεί να βγάζει πόνο η ζαλικωμένη και διπλωμένη γερόντισσα, όμως δεν επιτρέπει τη λύπηση. Πρόκειται για αγέρωχες φιγούρες, οι οποίες δηλώνουν την αποφασιστικότητα και την καρτερικότητά τους, καθώς γυρίζουν το κεφάλι στο φακό, ενώ συνεχίζουν την πορεία τους στο χιονιά. Είναι εντυπωσιακή η φλόγα που βγάζουν τα «γυναικεία μάτια» του Μπαλάφα. Ο ίδιος αφιερώνει, σε μήνυμά του που διαβάστηκε σε τιμητική εκδήλωση στο Μουσείο Μπενάκη, όλα όσα έγιναν εκείνη την ημέρα στην ηπειρώτισσα γυναίκα. «Σε αυτές που παρ’ όλη τους τη φτώχεια και την ανέχεια είχαν τη δύναμη να ζήσουν και να δημιουργήσουν και να κρατήσουν στον τόπο τη ζωή. Σε μια γη κακοτράχαλη, ματωμένη και περήφανη που θαρρείς πως από τη φύση της γεννήθηκε για αγώνες(…)Αυτές οι γυναίκες μόνες, σε δύσκολους καιρούς, καλλιεργούσαν με το τσαπί τη στέρφα γη, θαρρείς πως στύβαν’ με τα δυο τους χέρια το λιγοστό τους χώμα και το πότιζαν με ιδρώτα για να το κάμουν να καρπίσει. Μάνες υπέροχες, μια ολάκερη ζωή να παλεύουν με την πέτρινη μοίρα τους»[10].
       Ένα άλλο πεδίο, στο οποίο εστιάζει το φακό του ο δημιουργός, είναι  η κτηνοτροφία και η  υλοτομία , δευτερευόντως, που αποτελούν συστατικά στοιχεία της Ηπείρου. της οικονομίας και της κοινωνίας της. Είναι εκεί που συγκροτείται η κοσμολογία του Ηπειρώτη, κατά τον Μπαλάφα. Ακόμη και στα πρόσωπα υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον αστικό και τον ορεινό χώρο. Στην πόλη των Ιωαννίνων, από την οποία αντλεί θέματα του αστικού χώρου(μεροκαματιάρηδες στην αγορά και στα εργαστήρια), η ομίχλη δημιουργεί μια θολή ατμόσφαιρα που συχνά τα ανθρώπινα σώματα και η ανθρώπινη βούληση εμφανίζονται παγιδευμένα. Αντίθετα προς την πόλη, τα πρόσωπα του βουνού είναι βουτηγμένα στο φως και το αγνάντιο της βουνοκορφής. Αυτό αποτυπώνεται και στην ψυχική τους διάθεση. Οι τσομπαναραίοι νιώθουν να κυριαρχούν στο χώρο τους, ενώ οι οικογένειες που ανεβοκατεβαίνουν στα χειμαδιά εκφράζουν τη συλλογική ευθύνη.
       Δεν είναι εύκολο να ολοκληρωθεί η αναφορά στο έργο του Μπαλάφα. Υπάρχουν πολλά ακόμη που μπορεί να πει κανείς. Όμως, θα έλεγα ότι ο Μπαλάφας επιχειρεί με τις φωτογραφίες του να αναπαραστήσει τη δική του Ήπειρο. Αυτή σχετίζεται με τον κόσμο του βουνού, που είναι κυρίαρχος. Είναι η καρδιά της Ηπείρου. Ακόμη, ένα άλλο σημείο της Ηπείρου του Μπαλάφα είναι τα Γιάννενα, το κατεξοχήν αστικό κέντρο που συμβολικοποίησε την υπέρβαση των αντιξοοτήτων από τους Ηπειρώτες και την ανάπτυξη ενός ενδιαφέροντα ανθρωποκεντρικού πολιτισμού. Ένα τρίτο σημείο είναι τα πρόσωπά του, οι εμβληματικές φυσιογνωμίες της φωτογραφικής του τέχνης, που λειτουργούν ως φορείς της λαϊκής κοσμολογίας. Όλα αυτά αναγορεύουν τον Μπαλάφα σε συνεχιστή και κληρονόμο των παλιών μαστόρων, που έσωσαν αλλά και αποτύπωσαν το πολιτισμικό ήθος της Ηπείρου.
     


[1] Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου. 2008. Homo Americanus. Αθήνα : Καστανιώτης, σ.24.
[2] Κώστας Μπαλάφας. 2003. «Ήπειρος. Ο τόπος και η παράδοσή του», στο λεύκωμα: Ήπειρος. Αθήνα: Ποταμός/Μουσείον Μπενάκη, σ. 15.
[3][3][3] Σ’ αυτό συγκλίνουμε με την άποψη του      Ηρακλή Παπαϊωάννου, παρόλο που η αφετηρία είναι διαφορετική. «Ο Κώστας Μπαλάφας είναι ένας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης, αφενός γιατί ο λαός είναι ο βασικός πρωταγωνιστής των φωτογραφιών του, αφετέρου γιατί σ’ αυτόν κυρίως απευθύνεται αυτό το έργο». Κώστας Μπαλάφας. 2003. Φωτογραφικές μνήμες από τη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη/Φωτογραφικό Αρχείο, σ.8.
[5] Ό.π., σ.2.
[6] Ό.π., σ.1.
[7] Ό.π., σ.2.
[8] Κώστας Μπαλάφας. 2003. «Ήπειρος. Ο τόπος και η παράδοσή του», στο λεύκωμα: Ήπειρος. Αθήνα: Ποταμός/Μουσείον Μπενάκη, ό.π., σ.10.
[9] Ό.π., σ.17.
[10] Γιώργος Καρουζάκης, «Αφιέρωσε τη δικιά του μέρα στις Ηπειρώτισσες μανάδες», εφημ. Ελευθεροτυπία, 21 Μαΐου 2008, σ.25.
Προβολή εικόνας πλήρους μεγέθους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου