Το κείμενο που ακολουθεί ανήκει στον γιο μου και δημοσιεύεται στο έγκυρο περιοδικό ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ.Αναδημοσιεύεται επειδή ασχολείται με ένα ζήτημα που μας απασχολεί όλους.
To δικαίωμα αντίστασης κατά το Σύνταγμα
ως έσχατο όριο των συνταγματικών συνεπειών της κρίσης χρέους
Γρηγόρη Αυδίκου
Δικηγόρου, LLM, Υπ. Δ.Ν.
Τον 19ο αιώνα ο Ν. Ι. Σαρίπολος έγραφε στην Πραγματεία Συνταγματικού Δικαίου «Όχι, μυριάκις, όχι! Η κυριαρχία του έθνους ουδ’ εκλείπει … ουδ’ Επιμενίδειον κοιμάται ύπνο υπό τα φύλλα του συνταγματικού χάρτου, αλλά τουναντίον παρίσταται αείποτε και γρηγορεί επιβλέπουσα τας αρχάς … φρουρούσα το έργον της, έτοιμη να ανακαλέσει τα παρεκλίοντα εις την ην αφήκαν τάξιν …. νομίζομεν δε ότι και την άγρυπνον ταύτην του έθνους φρουρά προκαλεί το 107 του ημέτερου συντάγματος άρθρο, διότι άλλως ουδεμίαν καθ’ ημάς ήθελον έχει έννοια αι λέξεις αυτού «η τήρησις του συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμό των Ελλήνων». Σήμερα το άρθρο 120 § 4 περιέχει αυτήν την εγγύηση τήρησης του συντάγματος για την οποία μιλούσε ο Σαρίπολος προβλέποντας ότι «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον Πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με την βία». Στόχος της μελέτης αυτής είναι να ερευνήσει αν και κατά πόσο το δικαίωμα αντίστασης, κατά το Σύνταγμα, αποτελεί έσχατο και αποτελεσματικό όριο στις συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους, όταν πλέον οι υπόλοιπες προληπτικές και κατασταλτικές εγγυήσεις εφαρμογής του Συντάγματος δεν επαρκούν για την διατήρηση της συνταγματικής νομιμότητας και της κυριαρχίας.
Β. Μικρά προλεγόμενα για το δικαίωμα αντίστασης
1. Η ιστορική εξέλιξη του δικαιώματος αντίστασης στην Ελληνική Συνταγματική ιστορία
Είναι κοινός τόπος η καταγωγή και η γέννηση της αντίστασης στην πόλη-κράτος, στην οποία το φαινόμενο της τυραννίας αποτέλεσε τον πολιτειακό λόγο γένεσης της αντίστασης. Ωστόσο, στην σύγχρονη εποχή το δικαίωμα αντίστασης ως ρητό δικαίωμα με την μορφή που περιγράφεται σήμερα στο άρθρο 120 § 4 του Συντάγματος δεν υπήρχε στα παλαιότερα Ελληνικά Συντάγματα. Βέβαια, ήδη από τα συντάγματα της επαναστατικής περιόδου υπήρχε ρήτρα για την τήρηση του Συντάγματος. Η ρήτρα αυτή δεν υπάρχει στο Πολίτευμα της Επιδαύρου το 1822. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ψήφισμα της Δεύτερης Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος το 1823, το οποίο επαναλαμβάνεται αυτούσιο στο ψήφισμα της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας το 1827, το οποίο διακήρυξε ότι «Το αυτό Πολίτευμα, υπό το όνομα «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος αναγνωριζόμενον ως εφεξής αφιερούται εις την πίστην της Βουλής, του Κυβερνήτου και του Δικαστικού, δια να διατηρείται με ακρίβεια. Αφιερούται εις τον πατριωτισμό παντός Έλληνος, δια να ενεργήται καθ’ όλην την έκτασιν». Στη συνέχεια η ίδια ρήτρα συμπυκνώθηκε σε μία φράση στο Σύνταγμα του 1844 το οποίο στο τελευταίο του άρθρο (αρ. 107) όρισε ότι «η τήρησις του Συντάγματος αφιερούται εις τον Πατριωτισμό των Ελλήνων». Από το Σύνταγμα του 1844 και την διατύπωση αυτή η ρήτρα επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα σε όλα τα ελληνικά συντάγματα μέχρι και το Σύνταγμα του 1952, στο οποίο συμπεριλήφθη στο άρθρο 114, που αποτέλεσε σύνθημα των διαδηλωτών και συμβόλιζε τις πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις της εποχής. Με το Σύνταγμα του 1975 η ρήτρα αυτή αλλάζει για πρώτη φορά από το Σύνταγμα του 1844 και τα επαναστατικά συντάγματα. Η ρήτρα εντάσσεται στο άρθρο 120 § 4, αντικαθίσταται η λέξη «αφιερούται» με την λέξη «επαφίεται» και προστίθεται η δεύτερη φράση η οποία ορίζει ότι « (οι Έλληνες), δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.»
2. Η εμφάνιση του δικαιώματος αντίστασης σε έννομες τάξεις άλλων χωρών
Το δικαίωμα αντίστασης σε έννομες τάξεις άλλων χωρών εμφανίζεται σε πρώιμο στάδιο ήδη από πολύ νωρίς με την Magna Carta to 1215. Η έννοια του δικαιώματος αντίστασης διατρέχει όλο τον ύστερο Μεσαίωνα με αφορμή το φυσικό δίκαιο και διαπλάθεται ως μια πράξη θεμιτή απέναντι στην δεσποτική εξουσία, ακολούθως διαλέγεται με τις θεωρίες του Hobbes, του Locke και του Rousseau περί κοινωνικού συμβολαίου έως και την Γαλλική επανάσταση. Οι πιο γνωστές εμφανίσεις του δικαιώματος αντίστασης αυτή την περίοδο είναι στις Διακηρύξεις της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης. Στην Γαλλία το δικαίωμα αυτό, ως αντίσταση στην καταπίεση, καθορίζεται από την Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, στο άρθρο 2, το οποίο αποτελεί και σήμερα ισχύον δίκαιο με βάση το προοίμιο του Συντάγματος του 1958, ως φυσικό και απαράγραπτο δικαίωμα, και έχει ως εξής: «Ο σκοπός κάθε κοινωνίας είναι η διατήρηση των φυσικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα δικαιώματα αυτά είναι η ελευθερία, η ιδιοκτησία, η ασφάλεια και η αντίσταση στην καταπίεση». Στο προοίμιο της Αμερικάνικης Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του 1776 γίνεται λόγος δύο φορές για το δικαίωμα αντίστασης προβλέποντας ότι «… Όταν οποιοδήποτε πολίτευμα αποβεί καταστρεπτικό για τους σκοπούς του κράτους, ο λαός δικαιούται να το μεταβάλει ή να το καταλύσει και να εγκαθιδρύσει νέο πολίτευμα … και όταν μια σειρά από καταχρήσεις .… τείνει να θέσει το λαό κάτω από απόλυτο δεσποτισμό, είναι δικαίωμα του και καθήκον του να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εγκαταστήσει νέους φύλακες ...». . Εκτός από τις περιπτώσεις των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Αγγλίας, το δικαίωμα αντίστασης εμφανίζεται σε διάφορα συντάγματακυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Σύνταγμα της Γερμανίας (Βασικός Νόμος). Στο άρθρο 20 § 4 του Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο είναι το πλέον συγγενές με την ρήτρα αντίστασης του Ελληνικού Συντάγματος, προβλέπεται ότι «Όλοι οι Γερμανοί έχουν δικαίωμα αντίστασης εναντίον οποιοιδήποτε επιχειρεί τον παραμερισμό της τάξης αυτής, εφόσον οποιοδήποτε άλλο μέσο είναι απρόσφορο». Αλλά νύξη γίνεται και στην Οικουμενική διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) των Ηνωμένων Εθνών. Στο Σύνταγμα της Πορτογαλίας τέλος του 1976, άρθρο 21 προβλέπεται ότι «οι Πορτογάλοι θα πρέπει να απολαμβάνουν ... το δικαίωμα στην αντίσταση απέναντι σε κάθε αρχή, η οποία μπορεί να προσβάλει ατομικά τους δικαιώματα».
3. Η νομολογιακή αντιμετώπιση
Το δικαίωμα αντίστασης ως δικαίωμα με οριακό χαρακτήρα δεν συναντάται συχνά στην νομολογιακή πρακτική και γι΄ αυτό δεν έχει αντιμετωπιστεί συστηματικά από την νομολογία. Ακόμα και οι λίγες αποφάσεις που ασχολήθηκαν με το άρθρο 120 § 4 δεν διευκρίνισαν σε τι ακριβώς συνίσταται η κατάλυση του Συντάγματος. Μια σειρά αποφάσεων αμέσως μετά την μεταπολίτευση θεώρησαν παράνομο τον σκοπό ίδρυσης φιλοβασιλικών σωματείων και στην αιτιολογία τους συμπεριέλαβαν και το άρθρο 120 § 4 του Συντάγματος κατά τρόπο που να μην ορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος. Παράδειγμα κατάλυσης του Συντάγματος αναφέρει ο Μάνεσης την παράλειψη διάλυσης της Βουλής που αναπλήρωνε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας του 1985 υπό την έννοια της κατάργησης του εκλογικού σώματος ως οργάνου εξουσίας.Στην σύγχρονη εποχή η τάση αυτή δεν έχει αλλάξει.
Γ. Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος αντίστασης και συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους
Από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 120 § 4 προκύπτει ότι βασικές προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος αντίστασης είναι α) η κατάλυση του συντάγματος, β) η δια της βίας κατάλυση, γ) η αντίσταση σε όποιον επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα. Ακόμη στοιχεία που πρέπει να εξεταστούν σε σχέση με αυτό είναι η έννοια του πατριωτισμού, ο φορέας του δικαιώματος και τα μέσα της αντίστασης.
1.1. Η κατάλυση του συντάγματος
1.1.1. Η θεωρία
Προϋπόθεση λοιπόν του δικαιώματος αντίστασης είναι όχι η απλή παράβαση αλλά η κατάλυση του Συντάγματος. Τι σημαίνει όμως κατάλυση του Συντάγματος; Με βάση την μέχρι τώρα νομική θεωρία, κατάλυση του Συντάγματος έχουμε όταν επέλθει η άμεση ή έμμεση κατάλυση του πολιτεύματος που εκδηλώνεται με την προσβολή της μορφής του ή μιας από τις οργανωτικές του βάσεις, η κατάλυση σε αυτή την περίπτωση συνίσταται τόσο στην παραβίαση των διατάξεων αυτών όσο και στην αδυναμία επιβολής των κυρώσεων του συντάγματος, δηλαδή των προληπτικών και κατασταλτικών εγγυήσεων εφαρμογής του. Το δικαίωμα αντίστασης δεν ενεργοποιείται, κατά συνέπεια, όταν παραβιάζονται διατάξεις του Συντάγματος που δεν σχετίζονται με το πολίτευμα και τις οργανωτικές του βάσεις. Ως αποτέλεσμα, το δικαίωμα αντίστασης δεν μπορεί να αποτελέσει νομιμοποιητικό έρεισμα στην αντίδραση κατά απλώς αντισυνταγματικού νόμου, ούτε δικαιολογεί αντίσταση σε απλώς αντισυνταγματική επιταγή, μη αναγόμενη σε κατάλυση του Συντάγματος, καθώς σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν ακόμα διαθέσιμες οι εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας. Η άποψη αυτή ταυτίζεται και με την προσέγγιση των γερμανών συνταγματολόγων που θεωρούν, στην περίπτωση της αντίστοιχης γερμανικής διάταξης, ως «παραμερισμό της συνταγματικής τάξης» τη βαρεία ή σοβαρή προσβολή της μορφής και των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος και όχι μια οποιαδήποτε παραβίαση του Συντάγματος. Αυτό συμβαίνει γιατί ο όρος σύνταγμα στο άρθρο 120 § 4 (όπως και στο άρθρο 87 § 2 Συντ) αναφέρεται στο «ουσιαστικό» σύνταγμα, το οποίο ταυτίζεται με το πολίτευμα και το οποίο είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου που αναφέρονται στον σχηματισμό, στην οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Στο σύνταγμα όμως, πέρα από το πολίτευμα, υπάρχουν και άλλες διατάξεις που δεν αναφέρονται σε αυτό και αποτελούν μέρος του λεγόμενου «τυπικού» Συντάγματος. Το Σύνταγμα προβλέπει τις προληπτικές και κατασταλτικές εγγυήσεις εφαρμογής του τόσο για το τυπικό όσο και για το ουσιαστικό σύνταγμα. Όταν παραβιάζεται μια διάταξη του οι εγγυήσεις εφαρμογής του αναλαμβάνουν να επαναφέρουν την συνταγματική νομιμότητα. Έτσι μια απλή παράβαση του Συντάγματος (πχ η παραβίαση ενός ατομικού δικαιώματος από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία) δεν συνιστά κατάλυση του Συντάγματος, εφόσον υπάρχουν οι κατασταλτικές εγγυήσεις εφαρμογής του συντάγματος. Τι συμβαίνει όμως όταν ούτε αυτές είναι σε θέση να επαναφέρουν την συνταγματική νομιμότητα; Υπάρχει κατάλυση του συντάγματος; Η απάντηση σε αυτό το σημείο δεν είναι εύκολη. Η νομολογία στις λίγες αποφάσεις δεν έχει ξεκαθαρίσει την έννοια της κατάλυσης και η θεωρία φαίνεται κατ’ αρχήν να απορρίπτει μια τέτοια προοπτική.
1.2. Η κρίση χρέους και οι Συνταγματικές της συνέπειες
Έχοντας διερευνήσει το γενικό πλαίσιο για το ζήτημα της κατάλυσης του συντάγματος, θα πρέπει να εξεταστούν πλέον οι συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους ώστε να διακριβωθεί αν ενδέχεται να πληρούν ένα τέτοιο χαρακτηρισμό.
1.2.1. Η κύρωση των «μνημονίων»
Στη θεωρία επικρατεί μια συζήτηση για το θέμα της κύρωσης των κειμένων που σχετίζονται με το μνημόνιο και τις συμφωνίες δανεισμού. Αφενός μεν υπάρχει το ζήτημα της μη κύρωσης από την Βουλή των συμφωνιών δανεισμού, της ιδιότυπης συμφωνίας με το ΔΝΤ και του τρισυπόστατου μνημονίου. Αφετέρου μέχρι σήμερα στην Βουλή των Ελλήνων είναι κατατεθειμένο σχέδιο νόμου από τις 03.06.2010, χωρίς αυτό να έχει ψηφισθεί από την Βουλή, το οποίο περιλαμβάνει την από 08.05.2010 δανειακή σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και κρατών μελών της Ευρωζώνης, το τρισυπόστατο μνημόνιο συνεννόησης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λογαριασμό των κρατών μελών της Ευρωζώνης, την συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και ΔΝΤ, με την οποία το τελευταίο εγκρίνει τον διακανονισμό χρηματοδότησης . Το άρθρο 36 § 2 του Συντάγματος όμως ορίζει ότι «οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτα δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά του Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις επικυρώνει» ενώ στο άρθρο 28 § 1 ορίζεται ότι οι διεθνείς συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου από την επικύρωση τους με νόμο. Μέχρι σήμερα η δανειακή σύμβαση και τα άλλα ως άνω κείμενα που έχουν συναφθεί δεν έχουν κυρωθεί με νόμο ενώ απαιτείται μια τέτοια ενέργεια για την ολοκλήρωση και δεσμευτικότητα τους.
1.2.2. Το ζήτημα της πλειοψηφίας για την κύρωση και η υφέρπουσα κανονιστική ισχύς του πλέγματος του μνημονίου
Στο ζήτημα της πλειοψηφίας που απαιτείται για κύρωση η νομική θεωρία εκφράζεται αντιθετικά. Το άρθρο 28 § 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «μπορούν να αναγνωριστούν με συνθήκη ή συμφωνία σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα … απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών». Στην εισήγηση της Ε. Σαρπ για την αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υποστηρίχθηκε ότι το ΣτΕ θα είχε τελικώς την δυνατότητα να προβεί σε ένα τέτοιο έλεγχο τυπικής αντισυνταγματικότητας του νόμου και όχι ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας του, αλλά απέρριψε ως αβάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό με την αιτιολογία ότι το Μνημόνιο δεν αποτελεί διεθνή σύμβαση και δεν αποτελεί δεσμευτικό συμβατικό κείμενο. Πάντως υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι είτε άμεσα μέσω των ως άνω συμφωνιών είτε έμμεσα σύμφωνα με την ουσία και το πνεύμα του Συντάγματος, το πλέγμα των συμφωνιών αυτών παραχωρούν αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα σε τρίτους και θα πρέπει υπό την έννοια αυτή η κύρωση του να γίνει με πλειοψηφία 3/5. Περαιτέρω και ανεξάρτητα από το θέμα της πλειοψηφίας της κύρωσης, η θεώρηση του πλέγματος του Μνημονίου ως μη έχοντος κανονιστική εμβέλεια το θέτει στο απυρόβλητο, καθώς δεν μπορεί να ελεγχθεί από άποψη συνταγματικής νομιμότητας. Μια τέτοια όμως επιλογή, η οποία παραβλέπει την αδιαμφισβήτηση υφέρπουσα κανονιστική ισχύ του «μνημονίου», δεν οδηγεί σε επιεική αποτελέσματα. Η κυβέρνηση υπό την παρούσα κατάσταση δεν έχει διακριτική ευχέρεια σε σχέση με τις κατευθύνσεις του μνημονίου, γεγονός που καταδεικνύει την κανονιστική του εμβέλεια. Το μνημόνιο άλλωστε εισάγει μια νέα συνταγματική κατάσταση, είναι ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εσωτερικών πολιτικών, ασφυκτικής πίεσης, το οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει.
1.2.3. Αντισυνταγματική η πρόβλεψη για απλή ενημέρωση της Βουλής για τις συμφωνίες με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ
Επίσης για αντισυνταγματικότητα έχει γίνει λόγος και σε σχέση με το άρθρο 4 του ν. 3845/2010, με το οποίο εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Οικονομικών να υπογράφει μνημόνια, συμβάσεις και συμφωνίες, οι οποίες θα εισάγονται στην συνέχεια στην Βουλή για κύρωση. Πέντε ημέρες μετά την δημοσίευση του ο νόμος τροποποιήθηκε με την § 9 του ν. 3847/2010 ορίζοντας ότι τα ανωτέρω μνημόνια θα εισάγονταν στην Βουλή όχι για κύρωση αλλά για συζήτηση και ενημέρωση, ως εάν να πρόκειται η Βουλή για «λέσχη συζητήσεων». Έτσι πέρα από την τυπική μη δεσμευτικότητα της δανειακής σύμβασης υπάρχει και η αντισυνταγματικότητα της § 9 του ν. 3847/2010, η οποία αντιβαίνει ευθέως στο άρθρο 36 § 1,2 του Συντάγματος.
1.2.4. Αντισυνταγματικότητα ιδιότυπου νόμου πλαισίου του ν. 3845/2010
Στο νόμο 3845/2010 στο άρθρο 2 § 1α ορίζεται ότι «με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, λαμβάνονται όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, με τη συμπλήρωση, την κατάργηση ή την τροποποίηση των διατάξεων, για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος του προηγούμενου άρθρου». Σύμφωνα όμως με την § 4 του άρθρου 43 του Συντάγματος «μπορεί να παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων για την ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σε αυτούς σε γενικό πλαίσιο». Τα μνημόνια όμως που περιλαμβάνονται στον ν. 3845/2010 δεν αποτελούν συνθήκες, δεν εμπεριέχουν κανόνες δικαίου κα υπό αυτή την έννοια δεν καθορίζεται καθόλου το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παρέχεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, που οδηγεί σε αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης.
1.2.5. Παραβίαση ατομικών και κοινωνικών συνταγματικών δικαιωμάτων
Η κρίση χρέους και οι εκφάνσεις της, είτε αυτή είναι η υπογραφή του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων, είτε είναι η διεθνής πολιτική και οικονομική πίεση ώστε να νομοθετηθούν συγκεκριμένες ρυθμίσεις αμφίβολης συνταγματικότητας, είτε είναι η ίδια η νομοθέτηση τους από την κυβέρνηση, επιφέρουν μια μακρά σειρά συνεπειών στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Ενδεικτικά αξίζει να αναφέρουμε:
α) Την παραβίαση του άρθρου 22 § 1 και 2, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην εργασία, το οποίο λειτουργεί όχι μόνο ως κατευθυντήρια διάταξη αλλά και ως γνήσιο υποκειμενικό δικαίωμα που κατοχυρώνει δίκαιες, ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας. Οι ρυθμίσεις που προβλέπουν δυνατότητα απόκλισης από τις κλαδικές ΣΣΕ είναι κατά την έννοια αυτή αντισυνταγματικές. β) Οι μειώσεις αποδοχών αποτελούν περιορισμό της συλλογικής αυτονομίας όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 § 2 του Συντάγματος. Επιπλέον, δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί με αναφορά σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, - όπως άλλωστε η νομολογία έχει απαιτήσει σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν-, η νομοθέτηση εργασιακών ρυθμίσεων άσχετων στην λογική της εξοικονόμησης πόρων, αλλά με σαφή κατεύθυνση την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων ώστε οι εργασιακές σχέσεις να ικανοποιούν πλέον όχι το δημοσιονομικό συμφέρον αλλά ένα συγκεκριμένο, εγκεκριμένο από τις διεθνείς αγορές μοντέλο, οικονομικής υποτίμησης ώστε η ελληνική αγορά να καταστεί εκ νέου ελκυστική για επενδύσεις ξένων κεφαλαίων. Σε αυτή την περίπτωση η στενή σύνδεση του δημόσιου συμφέροντος με το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τις όποιες αλλαγές. γ) Η μείωση των συντάξεων και ο τρόπος καταβολής τους δεν μπορεί να υπολείπεται ενός ελάχιστου ορίου προστασίας που επιτρέπει στον ασφαλισμένο αξιοπρεπή διαβίωση και κατά το μέτρο που το παραβιάζουν οι όποιες ρυθμίσεις που αφορούν μειώσεις των συντάξεων ή οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού είναι αντισυνταγματικές. Αν και, στο παρελθόν έχει κριθεί τόσο από το ΕΔΔΑ όσο και από την ελληνική νομολογία ότι υπάρχει η ευχέρεια στο δημόσιο να μειώνει τις συντάξεις και να αλλάζει τον τρόπο υπολογισμού τους ωστόσο η ανάγνωση της προστασίας του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση δεν είναι η μόνη δυνατή. Υπάρχουν συνταγματικά δικαστήρια που έχουν κρίνει ανάλογες ρυθμίσεις αντισυνταγματικές και με βάση αυτό θεωρώ ότι η μείωση των συντάξεων όπως έχει λάβει χώρα στην Ελλάδα κάλλιστα θα μπορούσε να ελεγχθεί για την συνταγματικότητα της από δικαστές που θα αφεθούν να ασκήσουν τα καθήκοντα τους χωρίς να υφίστανται πιέσεις. δ) Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25 § 1 του Συντάγματος) καθώς και της αρχής του κράτους δικαίου (άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος) μπορεί να εντοπιστεί σε πολλές από τις νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης, ιδίως στις περικοπές των μισθών και συντάξεων, και στην επαχθή φορολογία. Τα δημοσιονομικά βάρη κατανέμονται με προφανή άδικο τρόπο. Με βάση το άρθρο 4 του συντάγματος καθιερώνεται η αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη, γεγονός που καθιστά την τόσο κοινωνικά άδικη φορολόγηση αλλά και συνολικότερη αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης αντισυνταγματική. Στο επίπεδο του κράτους δικαίου η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη, όπως αυτή έχει καθιερωθεί από το ΔΕΕ και έχει γίνει δεκτή από το ΣτΕ ως συνταγματική αρχή που εφαρμόζεται πρωτίστως στο οικονομικό πεδίο παραβιάζεται. Σειρά ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είτε προσβάλλονται είτε υποβαθμίζονται.
1.2.6. Η Εθνική και Λαϊκή Κυριαρχία αντιμέτωπη με το πλέγμα των ρυθμίσεων του «μνημονίου» - Η παραίτηση από την ασυλία
Στο άρθρο 14 § 5 της δανειακής σύμβασης, η οποία ως ανωτέρω δεν έχει ακόμη κυρωθεί από την Βουλή, προβλέπεται όρος παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες της εθνικής της κυριαρχίας. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο αυτό «ο Δανειολήπτης παραιτείται αμετάκλητα και άνευ όρων από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς της ασυλίας, όσων αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει δεσμευτικό δίκαιο». Η παροχή δε των δόσεων εξαρτάται από την υποβολή στους δανειστές γνωμοδοτήσεων στις οποίες ο δανειστής δηλώνει ότι «ούτε ο δανειζόμενος ούτε οποιαδήποτε περιουσία του έχουν ασυλία λόγω κυριαρχίας». Αν κυρωθεί η σύμβαση τότε αυτή θα υπερισχύσει δυνάμει του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος του ν. 3068/2002 που ορίζει ότι εκτέλεση κατά του δημοσίου γίνεται μόνο στην ιδιωτική του περιουσία. Το κράτος όμως για να διασφαλίσει τις λειτουργίες του και ο λαός για να διατηρήσει την κυριαρχία του διαθέτει δημόσια ακατάσχετη περιουσία του (πχ στρατός, δημόσια κτήρια κ.α.), τα οποία είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση των λειτουργιών του. Στο μέτρο όμως και στο βαθμό που η ως άνω σύμβαση επεκτείνεται και στην δημόσια περιουσία του δημοσίου είναι αντισυνταγματική και αντιστρατεύεται την κυριαρχία του λαού. Άλλωστε όπως υπάρχει ένας πυρήνας αρμοδιοτήτων που δεν εκχωρείται σε ιδιώτες καθώς αυτές συνιστούν έκφανση της δημόσιας εξουσίας του κράτους και της κυριαρχίας, έτσι δεν επιτρέπεται το κράτος να επιτρέψει εκτέλεση στην ακατάσχετη δημόσια περιουσία του. Ο όρος αυτός επίσης παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου σε όλα τα επίπεδα, τόσο του διεθνούς όσο και του ευρωπαϊκού αλλά και του εθνικού δικαίου. Ο όρος μέσα από την απειλή της εθνικής κυριαρχίας προσβάλλει την δημοκρατική αρχή και τα πολιτικά και συνταγματικά δικαιώματα των Ελλήνων. Είναι αντίθετος σε οποιαδήποτε λογική αναλογικότητας, και επιπλέον είναι ανυπόστατος ως αντίθετος στις αρχές του διεθνούς δικαίου που αποτελούν για την συμβατική ελευθερία jus cogens.
1.2.7. Η καταστρατήγηση της δημοκρατικής αρχής
Στο άρθρο 1 του Συντάγματος ορίζεται ως πολίτευμα η κοινοβουλευτική δημοκρατία και ότι θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία καθώς, και ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. Οι διατάξεις αυτές είναι η βάση για την δημοκρατική αρχή, η οποία αν και δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια σε αυτές τις διατάξεις, ωστόσο διαμορφώνεται σε ένα κανονιστικό πλαίσιο με βάση και τα υπόλοιπα άρθρα του Συντάγματος που προσδιορίζουν το περιεχόμενο της, το οποίο εμφυσεί το πνεύμα της δημοκρατικής αρχής στο γράμμα του Συντάγματος. Συνταγματική συνέπεια αποτελεί και ο ισχυρισμός περί αποδυνάμωσης αν όχι καταστρατήγησης της δημοκρατικής αρχής. Η δημοκρατική αρχή έχει αποδυναμωθεί τουλάχιστο στο πνεύμα της κατά την περίοδο της κρίσης χρέους, με αιτία την προφανή κρίση νομιμοποίησης, την «φιλική εναλλαγή» των κομμάτων εξουσίας και το γεγονός ότι αποφάσεις της κυβέρνησης δεν προσδιορίζονται ούτε με βάση το αποτέλεσμα των εκλογών, ούτε με βάση το προεκλογικό πρόγραμμα. Η ουσία άλλωστε του προβλήματος του σημερινού πολιτεύματος συνίσταται στο γεγονός ότι η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί πλάσμα. Όπως άλλωστε έγραφε και ο Σβώλος στο Νέο Σύνταγμα, η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί «έναν των μύθων του νεωτέρου δημοσίου βίου, απλάς προλήψεις», «πλάσματα χωρίς περιεχόμενον». Υπό αυτή την έννοια, η δημοκρατία μετατρέπεται σε κατ΄ επίφαση θεσμό ad hoc νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής μέσω των εκλογών, των οποίων ακόμα και αυτών το πολιτικό και προγραμματικό αποτέλεσμα παραμερίζεται. Η λαϊκή κυριαρχία κάμπτεται εν όψει των δημοσιονομικών αναγκών όχι επειδή υπάρχει δημοσιονομική λιτότητα αλλά λόγω του αυθαίρετου, ανομιμοποίητου και ξεκάθαρα αντίθετου με την λαϊκή βούληση χαρακτήρα, μέσο, τρόπο, ένταση και κοινωνική δικαιοσύνη αυτής της δημοσιονομικής λιτότητας.
1.2.8. Η όξυνση του επικαθορισμού του Ελληνικού Συντάγματος
Ήδη πριν το πλέγμα του «μνημονίου» παρουσιαστεί στην συνταγματική μας πραγματικότητα το Ελληνική Σύνταγμα και ιδίως το οικονομικό επικαθορίζονταν από τους Συνταγματικούς σκοπούς της ΕΕ. Οι υποχρεώσεις πού έχει άλλωστε αναλάβει η Ελλάδα και στον οικονομικό τομέα είναι πολλές με βάση τα συμβατικά κείμενα της ΕΕ. Οι ρυθμίσεις άλλωστε της ΣΛΕΕ σχετικά με την ΟΝΕ δικαίως χαρακτηρίζονται ως μέρος του «οικονομικού» Συντάγματος της Ελλάδας. Το «μνημόνιο» όμως προβάλλει και τονίζει πλέον με οξύτητα αυτόν τον επικαθορισμό του Ελληνικού Συντάγματος. Δίκαια έχει παρομοιαστεί το πλέγμα του μνημονίου με «παρασύνταγμα», με το οποίο επιχειρείται η αναπροσαρμογή του ελληνικού οικονομικού συντάγματος σε μια άλλη κατεύθυνση. Η ενσωμάτωση στις αποφάσεις 2010/320/ΕΕ και 210/486/ΕΕ του Συμβουλίου του πλέγματος του «μνημονίου» εμφανίζει την συμμόρφωση στις ως άνω επιταγές ως συμμόρφωση στο Ευρωπαϊκό δίκαιο. Ο επικαθορισμός είναι το τίμημα που δέχεται κανείς για την συμμετοχή του σε αυτή την ένωση. Εχει όμως όρια αυτός ο επικαθορισμός; Τα όρια του συγκεκριμένου επικαθορισμού μπορούν να αναζητηθούν νομικά στην αρχή του Ευρωπαϊκού δικαίου της δοτής αρμοδιότητας και περισσότερο πολιτικά παρά νομικά στις αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας, της κυριαρχίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών μελών. Η υιοθέτηση από το Συμβούλιο των ως άνω αποφάσεων αντίκεται στην αρχή της δοτής αρμοδιότητας, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρ. 4 και 5 της ΣΕΕ και στα άρθρα 2-6 της ΣΛΕΕ, καθότι η άσκηση εισοδηματικής, κοινωνικής, φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής ανήκει στο πλαίσιο της αποκλειστικής αρμοδιότητας των Κρατών μελών. Επιπλέον, ο επικαθορισμός θα πρέπει να λαμβάνει χώρα με φειδώ. Σε αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να κινούνται τα επιχειρήματα που αναφέρουν ότι α) η χρησιμοποίηση του άρθρ. 122 § 2 της ΣΛΕΕ για την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα από τα Κράτη Μέλη θα έπρεπε να είχε προτιμηθεί β) ότι το επιχείρημα περί ρήτρας μη διάσωσης Κρατών μελών δεν ευσταθεί καθότι το άρθρο 125 της ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει την οικειοθελή αναδοχή χρέους ή τα δάνεια αλλά το να υπεισέλθει αυτόματα και υποχρεωτικά η Ένωση ή τα Κράτη μελή στα χρέη άλλων Κρατών μελών που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα γ) ότι το επιτόκιο της σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης είναι πολύ υψηλό, δ)και ότι σε κάθε περίπτωση το οικονομικό πρόγραμμα του μνημονίου είναι αδιέξοδο. Σε αυτή την τάση της έντασης του επικαθορισμού του Ελληνικού Συντάγματος περιλαμβάνονται και οι προτεινόμενες ρυθμίσεις να συμπεριληφθεί ρήτρα στα Συντάγματα των Κρατών μελών της Ε.Ε. περί μηδενικού ελλείμματος.
1.3. Οι συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους ως στοιχείο κατάλυσης του συντάγματος
Η μορφή του ελληνικού πολιτεύματος είναι η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και θεμέλιο του πολιτεύματος, κατά το σύνταγμα, είναι η λαϊκή κυριαρχία. Οι οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος όπως αυτό εξειδικεύεται στο Σύνταγμα του 1975 είναι η διάκριση των εξουσιών, η αντιπροσωπευτική αρχή, η κοινοβουλευτική και η δημοκρατική αρχή. Στο ζήτημα της προσβολής της μορφής του πολιτεύματος μπορούν να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Δεν είναι αρκετό να τηρούνται οι τυπικοί κανόνες αυτού για να μην προσβάλλεται η μορφή του πολιτεύματος καθώς το ίδιο το σύνταγμα στο ίδιο εδάφιο καθιερώνει σαν θεμέλιο την λαϊκή κυριαρχία. Εάν όμως η αληθινή πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας υπονομεύεται, νοθεύεται χειραγωγείται, με διάφορες αυταρχικές μεθοδεύσεις τότε το πολίτευμα προσβάλλεται. Η αναγωγή στο λαό όλων των εξουσιών δεν αρκεί αν ο λαός δεν είναι πραγματικά και ουσιαστικά κυρίαρχος των εξουσιών. Η παραίτηση όμως από την ασυλία που έχει πραγματοποιηθεί με την δανειακή σύμβαση προσβάλλει την κυριαρχία του λαού, τους κυρίαρχους θεσμούς και κατ’ ανάγκη προσβάλλει και την λαϊκή κυριαρχία ως θεμέλιο του πολιτεύματος. Στο ζήτημα της προσβολής των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος θα μπορούσαν να παρατηρηθούν τα εξής: α) Η δημοκρατική αρχή προσβάλλεται, όπως ήδη αναλύθηκε με την μετατροπή της σε ένα θεσμό ad hoc νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής. Η εκλογή των αντιπροσώπων του λαού μέσω ελεύθερων εκλογών έχει σήμερα απαξιωθεί γεγονός που καταδεικνύει την απαξίωση της ίδιας της δημοκρατικής αρχής ως οργανωτικής βάσης του πολιτεύματος. Η προϊούσα αυτή απαξίωση στην σημερινή συγκυρία ειδικά έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν με την ψήφο τις πολιτικές αποφάσεις καθώς οι πολιτικοί μοιάζουν να τις έχουν ήδη λάβει για αυτούς χωρίς αυτούς περιμένοντας στωικά το εκλογικό σώμα απλώς να επικυρώσει με όλο και μεγαλύτερη αποχή στις εκλογές τις αποφάσεις του, χωρίς να είναι και βέβαιο ότι ακόμα και αυτές τις ίδιες τις αποφάσεις, τις οποίες οι πολίτες νομιμοποιούν, στις εκλογές οι αντιπρόσωποι τους τελικά θα τις πραγματοποιήσουν. β) Περαιτέρω οργανωτική βάση του πολιτεύματος είναι και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και μάλιστα η πρώτιστη των οργανωτικών βάσεων ειδικά για ένα πολίτευμα φιλελεύθερης δημοκρατίας. Χωρίς την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων το πολίτευμα δεν είναι δημοκρατικό και, ακριβέστερα, δεν είναι φιλελεύθερο. Οι συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους στα ατομικά δικαιώματα, όπως αναλύθηκαν, είναι πολυεπίπεδες. Ένα από τα πιο βασικά θιγόμενα είναι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία το οποίο υφίσταται δριμύτατη επίθεση. Η τυχόν προσβολή τόσο αυτού όσο και άλλων ατομικών δικαιωμάτων συνεπώς θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελεί προσβολή της οργανωτικής αρχής της προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων και υπό την έννοια αυτή να αποτελεί και κατάλυση του συντάγματος. γ) Πέρα όμως από την προσβολή του συντάγματος ως προς τις οργανωτικές του βάσεις, η κρίση χρέους έχει γεννήσει όλη αυτή την μεγάλη σειρά αμφισβητήσεων της συνταγματικότητας ενεργειών που πιο πάνω αναφέρθηκαν και άλλων που τυχόν θα προκύψουν. Πολλά τυχόν αντισυνταγματικά σημεία δεν προσβάλλουν οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι σίγουρα προσβάλλουν μια θεμελιακή αρχή του συντάγματος, το κράτος δικαίου. Επιπλέον υπάρχει πάντα το ερώτημα πως χαρακτηρίζονται εκείνες οι παραβιάσεις του τυπικού συντάγματος, οι οποίες δεν αποκαθίστανται από τις προληπτικές και κατασταλτικές εγγυήσεις αυτού. Είπαμε ότι η θεωρία δεν είναι θετική μέχρι στιγμής να τις κατατάξει ως κατάλυση του συντάγματος. Προσωπικά θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να κριθεί κατά περίπτωση, βαθμό και ένταση της προσβολής του συντάγματος. Σωρεία παραβιάσεων του τυπικού συντάγματος θεωρώ, αν προστεθεί με μια γενικευμένη αδυναμία αντιμετώπισης τους από τις κατασταλτικές εγγυήσεις, με προεξάρχοντα τα δικαστήρια και τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, θα ήταν βάσιμο να χαρακτηριστεί κατάλυση του συντάγματος. Στην κρίση χρέους που αντιμετωπίζουμε θα πρέπει σίγουρα να περιμένουμε την αντίδραση των κατασταλτικών εγγυήσεων και κυρίως των δικαστηρίων, ωστόσο αν τελικά οι φερόμενες ως παραβιάσεις του συντάγματος δικαιώσουν την φήμη τους και δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τις εγγυήσεις τότε ο χαρακτηρισμός αυτός ως κατάλυση του συντάγματος δεν θα πρέπει να αποκλειστεί.
1.4. Τα άλλα στοιχεία του δικαιώματος αντίστασης
Η συνταγματική διάταξη αναφέρει ότι το δικαίωμα αντίστασης υπάρχει «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει». Η λέξη επιχειρεί παραπέμπει στο ερώτημα μέχρι ποιο στάδιο το δικαίωμα αντίστασης είναι νόμιμο; Αν αναλογιστεί κανείς ότι μετά την κατάλυση του Συντάγματος το νέο καθεστώς δεν αναγνωρίζει ως νόμιμη και νομιμοποιημένη κάθε πράξη αντίστασης, τότε ως όριο του δικαιώματος αντίστασης θα πρέπει να τεθεί η σύγχρονη με την κατάλυση του Συντάγματος εφαρμογή του, με αυτή να καταλαμβάνει και την απόπειρα κατάλυσης όχι όμως τις προπαρασκευαστικές πράξεις. Σε κάθε περίπτωση, είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να προσδιοριστεί, σε μια ολόκληρη διαδικασία που προπαρασκευάζει την κατάλυση του συντάγματος, το χρονικό σημείο από το οποίο και εφεξής η συνταγματική τάξη έχει ήδη ανατραπεί. Θεωρώ ότι το στοιχείο αυτό της σύγχρονης εφαρμογής δεν θα ήταν τροχοπέδη στην εφαρμογή του δικαιώματος. Η συνταγματική διάταξη απαιτεί η κατάλυση του συντάγματος να γίνεται με την βία. Ως βία στην περίπτωση αυτή μπορεί να εννοηθεί τόσο η απόλυτη βία, με τον κρατικό καταναγκασμό όσο και η ψυχολογική βία, η απλή δυνατότητα χρήσης του κρατικού καταναγκασμού για την επιχειρούμενη κατάλυση του συντάγματος αλλά και ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας, είτε από τρίτους είτε από κρατικά ή υπερεθνικά όργανα ακόμα και από όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης(!), με οποιοδήποτε τρόπο, όπως το άρθρο 120 § 3 ορίζει. Συνεπώς η βία μπορεί να εκδηλώνεται με οποιοδήποτε τρόπο από οποιονδήποτε, και να ενεργοποιεί το δικαίωμα αντίστασης, ανεξαρτήτως του τρόπου και του υποκειμένου που την χρησιμοποιεί. Κατά τον ορισμό της διάταξης του 120 § 4 η αντίσταση μπορεί να γίνει με κάθε μέσο, κάτι που σημαίνει ότι κάθε μέσο, από το πιο ήπιο έως και το πιο έντονο, είναι θεμιτό υπό τον όρο βέβαια της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Δ. Αντί επιλόγου - Η ενδεχόμενη ενεργοποίηση του δικαιώματος αντίστασης, ο ρόλος του σε σχέση με τις συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους και η σημασία του.
Η κρίση χρέους έχει πυροδοτήσει μια σειρά γεγονότων και συνταγματικών συνεπειών, τα οποία είναι οριακά από άποψης συνταγματικότητας. Η διακρίβωση της ενεργοποίησης του δικαιώματος αντίστασης δεν είναι εύκολη υπόθεση και ούτε είναι δυνατό να γίνει με βεβαιότητα εως αν να πρόκειται για ένα απλό καθημερινό δικαίωμα, καθώς το δικαίωμα αντίστασης από την φύση του είναι οριακό. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να ελεχθούν οι συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους σε σχέση με τα στοιχεία του δικαιώματος αντίστασης, άλλωστε «η τήρηση του συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων». Συνεπώς, η έννοια της κατάλυσης του Συντάγματος μπορεί να εξειδικεύεται ως προσβολή του πολιτεύματος και των οργανωτικών του βάσεων αλλά, όπως σημειώθηκε, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν απίθανο να στοιχειοθετηθεί, ακόμα, και σε περίπτωση προσβολής του τυπικού συντάγματος, υπό προϋποθέσεις, και με βάση μια σύμφωνη με το πνεύμα του συντάγματος ερμηνεία. Αν θεωρήσουμε, από άποψη ουσίας, αυτή ως την πλέον κρίσιμη προϋπόθεση, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι τυπικά είναι δυνατό να στοιχειοθετηθούν και οι άλλες προϋποθέσεις του δικαιώματος. Άλλωστε όπως αναλύθηκε, το πλέγμα του μνημονίου έχει αναπτύξει και έχει την δυνατότητα να αναπτύξει εκφάνσεις, οι οποίες μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να χαρακτηριστούν προσβολές της μορφής και των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος ανάλογα και με την ερμηνεία του Συντάγματος που επιχειρεί κανείς.
Από την άλλη η επιχειρηματολογία υπέρ του «μνημονίου» προβάλλει την λύση αυτή ως μονόδρομο και τις όποιες συνταγματικές συνέπειες όσο βαριές και αν είναι αυτές, από προσβολή του τυπικού συντάγματος μέχρι και την υφέρπουσα προσβολή του πολιτεύματος, ως αναγκαίο τίμημα εν όψει της κατάστασης ανάγκης που βιώνει το Κράτος. Βέβαια σε αυτό θα πρέπει να αντιπαρατεθούν αρχικά τα οικονομικά στοιχεία που δείχνουν αύξηση του χρέους από το 119% του ΑΕΠ στο 177% μέχρι το 2013 με την εφαρμογή αυτού του προγράμματος και το γεγονός ότι πολλοί ειδικοί οικονομολόγοι μιλούν για το αδιέξοδο αυτής της δημοσιονομικής πολιτικής. Επιπλέον η αδυναμία ενός κράτους να προβεί σε πληρωμές είναι φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν με τα εγχώρια συντάγματα να είναι αντιμέτωπα με προκλήσεις διατήρησης της συνταγματικής νομιμότητας. Στην περίπτωση όμως του «μνημονίου» δεν έχουμε μόνο την αδυναμία πληρωμών και τα αδιέξοδα που αυτή δημιουργεί αλλά και τον ετεροκαθορισμό, πέραν της συνταγματικής νομιμότητας των τρόπων αντιμετώπισης της. Άλλωστε, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η κατάσταση ανάγκης δικαιολογεί την απώλεια της κυριαρχίας, τις προσβολές στην μορφή και στις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος και την κακώς εννοούμενη οικονομική και πολιτική εξάρτηση. Πέρα από αυτό, η ρήτρα του άρθρου 120 § 4 του Συντάγματος έχει αναντίρρητα βασικά πολιτική και συμβολική σημασία, η οποία στο επίπεδο του δικαίου αποκτά ηθικοπολιτική χροιά. Δεν εξαντλείται όμως σε αυτή καθώς, η νομική, συνταγματική και κοινωνική της σημασία δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Η ρήτρα αυτή έχει υπάρξει το έρεισμα της αντίστασης των πολιτών αυτής της χώρας σε περιόδους αμφισβήτησης της συνταγματικής νομιμότητας, όπως στο κίνημα του 114. Η ρήτρα αυτή υπήρξε, ο θεμέλιος λίθος της αναγνώρισης της δυνατότητας των δικαστηρίων να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων. Το δικαίωμα αντίστασης από την άλλη κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Αποτελεί την έσχατη εγγύηση τήρησης του Συντάγματος. Με αυτόν τον οριακό του χαρακτήρα συνδέονται δύο ζητήματα: α) της αμφίβολής πρακτικής νομικής του σημασίας και β) της επικουρικότητας του. Η αμφίβολη νομική του σημασία προέρχεται από το γεγονός ότι η χρήση του είναι σπάνια και από την άλλη ότι δεν έχει αντιμετωπιστεί τουλάχιστον ακόμη με επάρκεια από την νομολογία. Όσον αφορά τον επικουρικό του χαρακτήρα αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι για να έχει εφαρμογή θα πρέπει να εξαντληθούν οι άλλες προληπτικές και κατασταλτικές εγγυήσεις εφαρμογής. Όσον αφορά την θεωρητική του θεμελίωση, το δικαίωμα αντίστασης έχει πολλές φορές βρεθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες θετικού και φυσικού δικαίου. Ως φυσικό δικαίωμα η αντίσταση τοποθετείται ως απαράγραπτο δικαίωμα απέναντι στα καταπιεστικά καθεστώτα με ιστορικό αρχέτυπο την Αντιγόνη. Από την άλλη ως θετικό δικαίωμα υπάρχει επειδή το προβλέπει το σύνταγμα, και ενεργοποιείται στο μέτρο και υπό τις προϋποθέσεις που το Σύνταγμα τάσσει αποτελώντας ένα συντηρητικό δικαίωμα, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην συντήρηση - διατήρηση της συνταγματικής νομιμότητας. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το δικαίωμα αντίστασης ανήκει και στις δύο κατηγορίες, ή σε καμία από τις δύο, αλλά σε μία ιδιάζουσα τρίτη. Και αυτό γιατί από τη μία είναι θετικό δικαίωμα, καθώς προβλέπεται από το Σύνταγμα υπό όρους, έστω και με οριακή νομική αποτελεσματικότητα αλλά με προεξάρχουσα κοινωνική δυναμική. Από την άλλη δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η θετική αυτή ρύθμιση είναι προϊόν και απόληξη ενός μακρόχρονου πολιτικο-ηθικο-φιλοσοφικού διαλόγου ανά τους αιώνες για τα όρια της εξουσίας και την νομιμοποιημένη αντίδραση σε αυτή, με το φυσικό δίκαιο να βρίσκεται πάντα σε περίοπτη θέση σε αυτόν τον διάλογο ως έρεισμα αυτής της αντίδρασης. Ομολογήθηκε εξάλλου στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή ότι η αντίσταση εναντίον τυρρανικών καθεστώτων, που σημειώθηκε μάλιστα ως ηθική υποχρέωση, αποκτά νομική σημασία μετά την πτώση τους, για τη νομιμοποίηση των αντιστασιακών πράξεων. Συμπερασματικά, το δικαίωμα αντίστασης έχει μόνο επιφανειακά συντηρητικό χαρακτήρα καθώς στους αγώνες του ελληνικού λαού, ως αξία ηθικοπολιτική, έχει παίξει ριζοσπαστικό ρόλο στην προσπάθεια για αποκατάσταση της συντακτικής εξουσίας του λαού, δηλαδή της κυριαρχίας του και της αυτονομίας του . Η αξία άλλωστε που πρώτη από όλες είναι πιο σημαντική για τον συνταγματικό πατριωτισμού του λαού είναι η κυριαρχία και αυτονομία του, γεγονός που αναδεικνύει την σημασία και την έκταση ηθική, πολιτική και νομική του δικαιώματος αντίστασης. Το δικαίωμα αντίστασης, αντιμέτωπο με τις συνταγματικές συνέπειες της κρίσης χρέους, έχει πιθανόν οριακή νομική σημασία, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η ενδεχόμενη ενεργοποίηση του, ωστόσο αποτελεί την συνεχή υπόμνηση στο λαό της κυρίαρχής εξουσίας του, την οποία νομιμοποιείται να αποκαταστήσει.
. Στο προοίμιο της Οικουμενικής διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβλέπεται ότι «έχει ουσιαστική σημασία να προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα από ένα καθεστώς δικαίου, ώστε ο άνθρωπος να μην αναγκάζετε να προσφεύγει, ως έσχατο καταφύγιο, στην εξέγερση κατά της τυρρανίας και της καταπίεσης…».