Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Αριστοτέλης Σαΐνης,Από τη συγχρονική στη γραμματολογική κριτική, EFSYN, 24.6.18


gefyra.jpg

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εργο αναφοράς. Πολυαναμενόμενο, τουλάχιστον από το 2015 και την επίσημη ανακοίνωση του σχεδίου σε συνέδριο αφιερωμένο στη μνήμη του Παναγιώτη Μουλλά. Απαραίτητο εγχειρίδιο προσανατολισμού σ’ ένα θολό τοπίο, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του τελεί ακόμα υπό διαμόρφωση. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (1959), μόνιμος συνεργάτης των πιο σημαντικών λογοτεχνικών σελίδων της περιόδου, βάδιζε για χρόνια στην τροχιά του τολμηρού εγχειρήματος.
Οι ενδείξεις πύκνωναν στο πέρασμα του χρόνου, αρχής γενομένης από τη συναγωγή μελετών «Οδόσημα» (Καστανιώτης) του 1999. Ηδη εκεί διακρίνονται οι απαρχές της συλλογιστικής σκαλωσιάς που σε πλήρη ανάπτυξη διαβάζουμε σήμερα. Καθόλου τυχαία, δύο κείμενα ήταν αφιερωμένα στην «κριτική πράξη» του Σπύρου Τσακνιά («η κριτική ως ανοιγμένη βεντάλια της εποχής της») και στην «ιστορική κριτική» του Αλέξανδρου Αργυρίου, ο οποίος στο μάκρος μιας ζωής κινήθηκε αδιάκοπα ανάμεσα στους πόλους του ατομικού και του συλλογικού («όπως αυτά συμπλέκονται αξεδιάλυτα στη λογοτεχνία»).
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Η κίνηση του εκκρεμούς. Ατομα και κοινωνία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017» Πόλις, 2018 Σελ. 912.
Κάπως έτσι, σε μάκρος χρόνου, προκύπτει η «γραμματολογική κριτική» του Χατζηβασιλείου που αφορμάται από το κείμενο, κρίνει και αξιολογεί θεματικά και μορφικά χαρακτηριστικά, και στη συνέχεια ανοίγει προοδευτικά το πλάνο της, αρχικά στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα (ιστορικά, πολιτικά, καθημερινά, γλωσσικά και τεχνικά συμφραζόμενα) και μετά στην προϊστορία και τις εξελίξεις, αναζητώντας την πανοραμική λήψη του γραμματολογικού κάδρου.

Σχήματα του συλλογικού και του ατομικού

Η ανά χείρας μελέτη για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία ξεκινάει από το 1974 και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, καλύπτει το σύνολο της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς μεγάλο μέρος της μεταπολιτευτικής παραγωγής ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Φυσικά, τα δύο ακραία όρια δεν έχουν επιλεγεί τυχαία.
Το πολιτειακό γεγονός της αφετηρίας που απέκτησε προοδευτικά μεγάλη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική σημασία, σβήνει στα χρόνια της κρίσης. Δεν πρόκειται, πάντως, για τυπική γραμματολογία, αλλά για μια μελέτη με γραμματολογική προοπτική και αφηγηματικό άξονα την εξιστόρηση, σε δέκα σταθμούς-κεφάλαια, της αδιάκοπης ταλάντευσης ανάμεσα στα εννοιολογικά σχήματα του συλλογικού και του ατομικού.
Είναι αλήθεια ότι από το εμβληματικό (και εναρκτήριο λάκτισμα της περιδιάβασης) «Κιβώτιο» (1974) του Α. Αλεξάνδρου στους «Τυφλούς» (2017) του Ν. Μάντη, ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, οι ταλαντώσεις μεταξύ ατομικού και συλλογικού δεν ήταν πάντα αρμονικές.
Η περιπλάνηση αρχίζει με το μεταπολιτευτικό έργο των πρώτων μεταπολεμικών που προαναγγέλλει τη σταδιακή απαγκίστρωση από τον εναγκαλισμό του συλλογικού [«Το δημόσιο βάρος μιας εποχής»]. Στο καμίνι της κρίσιμης ιστορικής περιόδου, η πολιτική λειτουργεί ως «κενό νοήματος» (Α. Αλεξάνδρου), ως «βαρίδι» (Σ. Τσίρκας, Δ. Χατζής), ως «ηθικός αναστοχασμός» (Σ. Πλασκοβίτης, Α. Κοτζιάς, Α. Φραγκιάς), ή προβάλλει ανάγλυφα τη βία της (Ν. Κάσδαγλης).
Σε κάποιους το νόημα της ιστορίας αρχίζει ν’ αποκτά παράλογο περιεχόμενο (Α. Νικολαΐδης, Π. Καλιότσος), κάποιοι συνδέουν την εξωτερική αποξένωση με την εσωτερική (Μ. Αλεξανδρόπουλος, Α. Ζέη), άλλοι απομακρύνονται απ’ τα συλλογικά πάθη μέσω της έμφασης σε ζητήματα φύλου (Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ), σε εσωτερικά τοπία (Τ. Κουφόπουλος), στην καλλιτεχνική μορφή (Ν. Πολίτης), και άλλοι περιχαρακώνονται στην τέχνη τους (Ν. Βαλαωρίτης, Α. Σχινάς, Ε. Γονατάς).
Η διαμεσολαβημένη σχέση της επόμενης γενιάς με την Ιστορία ενισχύει τις ατομικιστικές διαφυγές [«Η μεσολάβηση της μνήμης»]. Ατομικό και συλλογικό ισορροπούν στην πεζογραφία του Θ. Βαλτινού, η Ιστορία θαμποφέγγει στον ορίζοντα του Χ. Μηλιώνη, ενώ η μνήμη σπάει τα δεσμά της με την Ιστορία στο έργο του Τ. Καζαντζή. Από κοντά η πεζογραφία των ποιητών Μ. Μέσκου και Π. Μάρκογλου, το έργο του Β. Βασιλικού στο οποίο ο εαυτός ρίχνει τη σκιά του στο συλλογικό, ή η πεζογραφία του Χ. Μίσσιου όπου το εγώ προβάλλει ως πολιτική μαρτυρία.
Στους κόλπους αυτής της γενιάς των δεύτερων μεταπολεμικών θα ξεκινήσει η μάχη υπέρ της ατομικότητας [«Η ελευθερία του ατόμου»]. Ο πόθος για την απελευθέρωση του εγώ από τον κοινωνικό περίγυρο (Μ. Κουμανταρέας, Π. Αμπατζόγλου) διασχίζει μεταμορφωμένος το έργο του Γ. Ιωάννου, την ίδια ώρα που η αντιδραματική καθημερινότητα προσφέρει δρόμους διαφυγής (Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Π. Σφυρίδης). Σε παράλληλες τροχιές θα κινηθεί η πλειονότητα των συγγραφέων της εποχής, ενώ τον προσωπικό δρόμο της καλλιτεχνικής φυγής θ’ ακολουθήσει ένας ορκισμένος μοντερνιστής (Γ. Χειμωνάς).
Και καθώς οι νεότεροι πεζογράφοι έρχονται αντιμέτωποι με το δράμα της δημόσιας πτώσης, η πολιτική και η Ιστορία απομακρύνονται στο βάθος του πεδίου [«Αποχαιρετώντας την πολιτική και την ιστορία»]. Εδώ η διαρκής ταλάντευση μεταξύ ατομικού και συλλογικού (Μ. Δούκα), η αρνητική υπογράμμιση του ατομικού (Αλ. Πανσέληνος) ή η αποκάλυψή του (Δ. Νόλλας). Εδώ η «Remington» (1981) του Γ. Πάνου, αλλά και η οριστική απόδραση από την Ιστορία με την «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» (1998) του ίδιου. Αν τον δρόμο της παραβολής ανοίγει η «Ιστορία» (1982) του Γ. Γιατρομανωλάκη και ο γλωσσοκεντρισμός του Δ. Δημητριάδη πολιορκεί την Ιστορία, το έργο του Φ. Δρακονταειδή ή του Μιχάλη Γκανά («Μητριά πατρίδα») επιφέρει την προσγείωση στην καθημερινότητα.
Τη σκυτάλη θα πάρει η «γενιά της παρωδίας και της ατομικής εμπειρίας» [όπως έχει ήδη χαρακτηριστεί στο λεξικό «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80» (Πέρασμα, 2010)] για να βαδίσει αποκλειστικά τη γραμμή της εξατομίκευσης, χρησιμοποιώντας τα παραμορφωτικά γυαλιά της παρωδίας (νοούμενης κυρίως ως παρωδία της πραγματικότητας) [«Η επέλαση της παρωδίας»].
Ο τόνος δίνεται από μια ομάδα πεζογράφων που εμφανίζεται μεταξύ 1979-1989 (Β. Ραπτόπουλος, Ε. Σωτηροπούλου, Χρ. Βακαλόπουλος, Π. Τατσόπουλος, Α. Σφακιανάκης) και κάποιους λίγο μεγαλύτερους (Σ. Σερέφας, Σ. Καρυδάκης), κι ανεβαίνει μετά το 1990, με το «Σοφό παιδί» του Χ. Χωμενίδη. Απέναντι στον στιλιζαρισμένο κυνισμό του «αναβαθμισμένου ή μεταμοντέρνου ρεαλισμού» των παρωδών, μια ποικιλία παράλληλων τροχιών θα ανακτήσει επαφή με τον κοινωνικό ιστό, αναζητώντας με μεγάλη πολυμορφία αφηγηματικών τρόπων διεξόδους προς τη διακωμώδηση (Α. Σουρούνης, Π. Μάτεσις, Α. Στάικος), το χιούμορ (Β. Τσιαμπούσης, Χ. Χαρτοματζίδης), ή τη σάτιρα (Γ. Δενδρινός, Ν. Κουνενής).
Κι ενώ η προσπάθεια αποκατάστασης του ατόμου συνεχίζεται, η καθημερινότητα κυριαρχεί, για να φτάσει ακμαία ώς τις μέρες μας. Η περιπλάνηση στο κεντρικό και εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου [«Καθημερινές και αλληγορικές κοινωνίες»] αρχίζει με τους συγγραφείς του άκρατου ατομικισμού (Μ. Καραπάνου, Μ. Μήτσορα), για ν’ ακολουθήσει η αναζήτηση του μοναχικού εγώ (Γ. Ξανθούλης ή Σ. Δημητρίου), και όλα τα κείμενα με τους κεντρικούς χαρακτήρες (τους) στραμμένους στον εαυτό τους, σε σύγκρουση με τον κόσμο και τη βία της καθημερινότητας.
Εδώ ο ιδιότυπος αυτοβιογραφικός λόγος στην πεζογραφία του Μ. Φάις, η αναζήτηση ταυτότητας στην Α. Μιχαλοπούλου και οι ταυτόχρονα εσωτερικές και εξωτερικές περιπλανήσεις της Α. Δημητρακάκη. Παρά την έντονη ανομοιογένεια των κειμένων, η αφήγηση ξετυλίγει επιδέξια το κουβάρι των δεσμών του ατόμου με την κοινωνία. Κάποιοι θα κινηθούν προς την πολιτικοκοινωνική καθημερινότητα, άλλοι θ’ αναζητήσουν καταφύγιο σε εκδοχές του μαγικού ρεαλισμού, άλλοι θα χαθούν στο καθαρό φανταστικό. Στο συλλογικό θα επαναπροσανατολιστούν όσοι πειραματιστούν με δυστοπικές και ετεροτοπικές αναζητήσεις.
Για πρώτη φορά σε μια ελληνική γραμματολογία οι διάδοχοι του Μαρή και οι συνεχιστές του Μπέκα θα καταλάβουν τη θέση που τους αρμόζει [«Το αστυνομικό μυθιστόρημα: από τις ιδιωτικές σχέσεις στην κοινωνία»]. Ο Χατζηβασιλείου αφιερώνει στο είδος το πρώτο του αμιγές ειδολογικό κεφάλαιο, και σε εκατό σχεδόν σελίδες, αν προσθέσει κανείς και την εντός κρίσης παραγωγή, χαρτογραφεί τις δύο βασικές ειδολογικές γραμμές: τις ιστορίες μυστηρίου από τη μια, τα κοινωνικοπολιτικά νουάρ από την άλλη. Αν οι πρώτες παραμένουν ατομοκεντρικές και κοινωνικά απομονωμένες, οι δεύτερες πριμοδοτούν ολοφάνερα το συλλογικό.
Εκτενές και το κεφάλαιο των πολλαπλών προσώπων της ιστορικής μυθοπλασίας [«Η ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος και η στροφή προς μια καινούρια συλλογικότητα»]. Η αναδρομή θα φτάσει στη δεκαετία του 1980 και στην ανάδυση ενός εντελώς διαφορετικού ρεύματος. Μυθιστορήματα της Ρ. Γαλανάκη, μέρος της πεζογραφίας της Μ. Δούκα και του Αλ. Πανσέληνου, λίγο μετά του Ν. Θέμελη, απορρυθμίζουν το εθνικό εγώ και ανοίγουν το βλέμμα στη διαφορετικότητα ή στον Αλλο.
Αλλοι συνάδελφοί τους ανοίγονται στη φαντασμαγορία της ιστορικής πραγματικότητας (Θ. Κοροβίνης, Ι. Ζουργός κ.ά.), άλλοι στρέφονται στην εντοπιότητα (από τον Θ. Γρηγοριάδη και τον Δ. Αξιώτη στον Δ. Παπαμάρκο), σε άλλους ο ιστορικός και ο παροντικός χρόνος ισομοιράζονται (Σ. Νικολαΐδου) επιφέροντας και την ισορροπία ατομικού και συλλογικού. Σύντομα η επέλαση της ιστορικής μεταμυθοπλασίας που κυοφορείται στο έργο του Μπακόλα, θα ρίξει πάλι το άτομο στην υπαρξιακή του δίνη. Εδώ ο «Τελευταίος Βαρλάμης» του Θ. Βαλτινού, το «Ελληνικό σταυρόλεξο» του Θ. Σκάσση, το έργο του Α. Μαραγκόπουλου. Και κάπου εκεί στο 1994, με την «Ορθοκωστά», ξεκινά απρόσμενα ένας «νέος γύρος» για τον Εμφύλιο που ο Χατζηβασιλείου θα τον ακολουθήσει από κοντά μέχρι τις μέρες μας.
Κάπως έτσι φτάνουμε στην πεζογραφία που, αρχής γενομένης από τη συλλογή του Χ. Οικονόμου «Κάτι θα γίνει θα δεις» (2010), αναγκάστηκε να μιλήσει για μια κοινωνία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης [«Η πεζογραφία της κρίσης και η ολική επαναφορά του συλλογικού»]. Ακόμα και αν δεν απέφυγε πάντα τους κινδύνους ενός καταγγελτικού νατουραλισμού, ανέδειξε τα αντανακλαστικά των Ελλήνων συγγραφέων: πολλοί δεν είχαν προσχωρήσει στον γενικευμένο ατομικισμό, ενώ κάποιοι είχαν προειδοποιήσει για την οριακή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλοι θα τοποθετήσουν την κρίση στον πυρήνα της δράσης, άλλοι θα την ιστορικοποιήσουν, άλλοι θα τη βάλουν στο φόντο, άλλοι θα την κοιτάξουν με μελλοντολογικό ή συμβολικό φίλτρο. Μάλιστα, η κρίση θα χτυπήσει και όσους φαίνονταν κλεισμένοι στο εργαστήριό τους.

Τον επίλογο του βιβλίου γράφει [«Πέρα από το άτομο και την κοινωνία: ο λόγος του συγγραφικού εργαστηρίου»] ένα «κάθε άλλο παρά αδιάφορο» κομμάτι μεταπολιτευτικών πεζογράφων, στο έργο των οποίων «απόλυτη δεσπόζουσα», για τον Χατζηβασιλείου, παραμένει η καλλιτεχνική έγνοια της γραφής: από τον Σ. Παπαδημητρίου και τον Ν. Θεοφίλου στον Α. Κυριακίδη ή την Α. Δεληγιώργη, από τον Γ. Αριστηνό και την Μ. Ευσταθιάδη στον Ε. Αρανίτση, τον Τ. Γουδέλη και την Κ. Μιτσοτάκη, μέρος της πεζογραφίας του Κ. Βούλγαρη, του Γ. Γιατρομανωλάκη, του Λ. Παπαστάθη ή της Ε. Μαρούτσου, οι ψευδώνυμοι Σ. Κρητιώτης και Α. Ντουφεξή-Πόουπ, αλλά και το μοναδικό μυθιστόρημα του νεότερου Λ. Καλοσπύρου. Από κοντά τους μια σειρά ποιητές που πέρασαν στην πεζογραφία και, μόλο που μπορεί να μην αγνοούν την εξωγενή πραγματικότητα, παραμένουν προσανατολισμένοι προς το πρόσωπο: Μ. Μήτρας, Ν. Βαγενάς, Α. Χιόνης, Κ. Μαυρουδής, Α. Ισαρης, Δ. Καλοκύρης, Β.Αμανατίδης, Μ. Πρατικάκης, Γ. Χουλιάρας, Θ. Ρακόπουλος.

Δουλεύοντας συγχρονικά και διαχρονικά

Και μόνο η αδρή σκιαγράφηση είναι αρκετή. Το βιβλίο είναι ένας άθλος. Με ενσωματωμένη θεωρία και κατακτημένα κριτικά εργαλεία, ο Χατζηβασιλείου προτείνει ένα ερμηνευτικό σχήμα, στις διακλαδώσεις του οποίου καταφέρνει, κατά κύριο λόγο πετυχημένα, να εντάξει σαράντα χρόνια πεζογραφική παραγωγή, δεκάδες συγγραφείς διαφορετικών αφετηριών και εκατοντάδες κείμενα διαφορετικών στοχεύσεων. Δουλεύοντας συγχρονικά (ερμηνεία, κριτική) και διαχρονικά (περιοδολόγηση), αναζήτησε τη βαθύτερη διαπλοκή θεματικών και μορφικών αναζητήσεων και έδωσε κατά τόπους ειδολογική προοπτική (προϊστορία, διαμόρφωση, παράλληλες αναζητήσεις) στο βιβλίο του.
Ο Χατζηβασιλείου είναι ο πρώτος. Χωρίς βιβλιογραφικά ερείσματα (όσο πλησιάζουμε στις μέρες μας, ο κριτικός δεν έχει παρά να στηριχτεί ή να διαφωνήσει στις υποσημειώσεις παρά με τη συγχρονική κριτική) ανοίγει τον δρόμο. Ως πρωτοπόρος, όμως, αντιμετωπίζει και προβλήματα. Ο αναγνώστης οφείλει να σκύψει με προσοχή πάνω απ’ το βιβλίο και ν’ ανοίξει διάλογο μαζί του, να διαβάσει προσεκτικά και, κυρίως, να ξαναδιαβάσει, μπαίνοντας από όποιο σημείο θέλει, ακόμα και από τα ευρετήρια.
Εχοντας στον νου τις βολές για «παραλείψεις» που δέχεται κάθε γραμματολογική απόπειρα ή τα πυρά για «συμπεριλήψεις» εναντίον κάθε ανθολογίας και τη «φιλολογία» τις παραμονές της ανακοίνωσης κάθε λογοτεχνικού βραβείου, είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα επιμείνουν σε μιαν ατέλειωτη ονοματολογία. Εχω την αίσθηση ότι αυτό θα αδικούσε τη φανερή κριτική διάθεση συμπερίληψης παρά αποκλεισμού. Ομως, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, νομίζω ότι η πεζογραφία της Ε. Λαδιά, για παράδειγμα, του Μ. Ξεξάκη ή του Π. Κουτρουμπούση θα είχε τη σημασία της σ’ αυτό το πλαίσιο, όπως χρήσιμη για την τεκμηριωτική μυθοπλασία θα ήταν και η «Χάρτινη ζωή» της Π. Παμπούδη.
Ωστόσο, θεωρώ πιο σημαντικό ότι η πρόκριση θεματικών κριτηρίων (το ενδιαφέρον για υφολογικές αναζητήσεις δεν απουσιάζει, αλλά συνήθως έπεται στην ανακεφαλαίωση κάθε ομαδοποίησης) αναβαθμίζει, εμμέσως, συντηρητικότερες μορφές αφήγησης. Το δίπολο άτομο-κοινωνία, όσο ευέλικτο και διαβαθμισμένο κι αν είναι, δεν μπορεί να διαχειριστεί όλες τις περιπτώσεις, ιδιαίτερα τις πιο προωθημένες. Αυτό φαίνεται σε αρκετά σημεία του βιβλίου, κυρίως στο κεφάλαιο με τους «συγγραφείς του εργαστηρίου» (παρεμπιπτόντως, χρήσιμα θα ήταν εδώ και κείμενα του Γ. Κοροπούλη ή του Μ. Μαρκίδη).
Θα έπρεπε το σχήμα να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει κανονικότητες και εξαιρέσεις, ώστε να μη χάνονται ποτέ τα νήματα που μπορεί να συνδέουν τον «απομονωμένο» Χειμωνά με πιθανούς συνεχιστές του, και ειδολογικές γραμμές που, ξεκινώντας από τον Ν. Βαγενά και την ελληνική δεξίωση του Μπόρχες, μπορεί να ενώνουν τόσο διαφορετικούς συγγραφείς όσο ο Α. Κυριακίδης ή ο Δ. Καλοκύρης, ο Κ. Μαυρουδής ή ο Μ. Καραγιάννης, ακόμα και ο Τ. Καζαντζής ή ο Ν. Κουνενής.
Παρόλο που συχνά η ανάλυση αφορά προωθημένα στη μορφή κείμενα, ο λογοτεχνικός κανόνας που φαίνεται να προκρίνεται, κυρίως όσο πλησιάζουμε στις μέρες μας, φαντάζει πιο κοντά σε συντεταγμένες μορφές ρεαλισμού. Συνειδητή επιλογή ή αποτύπωση μιας γραμματολογικής πραγματικότητας που οφείλει να μην ξεχνάει τους «μέσους όρους»;
Αναρωτιέμαι, επίσης, αν η συνολική εικόνα της πεζογραφίας που κυριάρχησε κατά κύριο λόγο από τη δεκαετία του ’90 και μετά (εντός και, κυρίως, εκτός λογοτεχνικού πεδίου) χαρακτηρίζεται από «μεταμοντερνιστικούς μετατονισμούς του ρεαλισμού» (όπως αναφέρεται στα της πεζογραφίας των παρωδών) ή από την κυριαρχία ενός γραμμικού και μονοφωνικού αναπαραστατικού τρόπου που έκοψε, μάλλον απότομα, τον διάλογο με τις πραγματικά μοντερνιστικές και τις αρχόμενες, επίσης πραγματικά μεταμοντερνιστικές κατευθύνσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ο μεταμοντερνισμός παντού στον κόσμο είχε εκδοχές ριζοσπαστικές, μετριοπαθείς, αλλά και κιτς.
Είναι αλήθεια ότι συχνά δεν χρειάζεται καν αλλαγή προοπτικής για να διαφωνήσει κανείς με επιμέρους παρατηρήσεις (αρκεί ένα στρίψιμο της ερμηνείας με τα ίδια κριτήρια, για να προκληθούν αντιμεταθέσεις στις προτεινόμενες ομαδοποιήσεις), όπως και ότι κάθε γραμματολογία τονίζει ομοιότητες και εξαλείφει διαφορές, και τίποτα δεν εμποδίζει να αναζητήσει κανείς ένα άλλο σχήμα ως βάση μιας άλλης ιστορικής σύνθεσης.
Οπως και να ’χει, ο Χατζηβασιλείου προσέρχεται έτοιμος στο πεδίο της γραμματολογίας και του διαλόγου. Η εισαγωγή του δεν αποσαφηνίζει μόνο κριτήρια και προθέσεις, αλλά θέτει ήδη και τον βασικό προβληματισμό. Πώς περνάμε από τον κριτικό λόγο στον γραμματολογικό; Πώς γίνεται η σύνθεση και η ενσωμάτωση της αξιολόγησης σε μια αφήγηση μεγάλης κλίμακας;
Πώς τοποθετείται ο κριτικός, όταν γίνεται γραμματολόγος, έναντι των κρίσεών του που, αν δεν λάθεψαν, πάντως και εξ ορισμού αγνοούσαν το όλον από τη σκοπιά του σήμερα; Τι θ’ απομείνει απ’ αυτή την πρώτη λογοτεχνική χαρτογράφηση;
Ο κριτικός έχει συνείδηση ότι δεν εποπτεύει πανοραμικά και από απόσταση το υλικό του, ότι η χρονικότητα καθορίζει και την εξιστόρησή του, ότι η γραμματολογία του καθρεφτίζει το αξιολογικό σύστημά του κι ότι, κατά συνέπεια, η απόπειρά του «πασχίζει να δώσει ιστορική προοπτική στο υλικό της, αλλά δεν μπορεί και, εντέλει, δεν θέλει να αποτινάξει ούτε την αίσθηση του καιρού της ούτε την αξιολογική της βάση». Οπως σημειώνει ο ίδιος, παράλληλα με το εκκρεμές του αφηγηματικού άξονα ταλαντεύεται και το εκκρεμές της δικής του ερμηνευτικής εμπλοκής, καθώς το βιβλίο διαγράφει τη διαδρομή από την επικαιρική κριτική προς μια γραμματολογία εν τω γεννάσθαι…
Οσο για τον νοούμενο ή ιδανικό αναγνώστη, για τον οποίο γράφει ο Χατζηβασιλείου, όπως σημειώνει πάλι ο ίδιος, δεν είναι αυτός «ενός μακρινού και αδιάγνωστου ακόμα μέλλοντος, αλλά ο αναγνώστης που έχει κοινά βιώματα με τον κριτικό που έγινε γραμματολόγος», κινείται στην ίδια σπείρα της Ιστορίας μαζί με τη λογοτεχνική παραγωγή γύρω του και αγωνίζεται να βγάλει άκρη… Εν ολίγοις, εμείς όλοι.
Οφείλουμε χάριτες στον Χατζηβασιλείου για το βιβλίο αυτό που αναμφίβολα θα πυροδοτήσει την απαραίτητη συζήτηση για το «ανοιχτό» πεδίο της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Οι συζητήσεις έχουν ξεκινήσει από καιρό, οι πρώτες δοκιμαστικές βολές έχουν πέσει. Εν αναμονή της επίσης αναμενόμενης γραμματολογικής δοκιμής της Ε. Κοτζιά, για την ίδια περίοδο, της εργασίας της ειδολογικά προσανατολισμένης συλλογικής γραμματολογίας που ετοιμάζεται από τις Εκδόσεις Gutenberg, και συναφών εργασιών που αναμένουμε, το τοπίο θ’ αρχίσει να χαρτογραφείται και να επαναχαρτογραφείται.
Ο Χατζηβασιλείου θα είναι, πάντως, αυτός που πρώτος τόλμησε να γράψει με γραμματολογική πληρότητα μια ιστορία της ελληνικής μεταπολιτευτικής πεζογραφίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου