Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Ελένη Πριοβόλου, Μετά φόβου,μυθιστόρημα, Καστανιώτης 2016

Δύο κορίτσια -φίλες επιστήθιες, σχεδόν αδελφές- μεγαλώνουν στην ελληνική ύπαιθρο, σε περιβάλλον ασφυκτικό, που τις εκπαιδεύει στο κυρίαρχο μοντέλο ηθικής, εμφυσώντας τους το φόβο και την ενοχή. Η Αρίστη, φύσει ανήσυχη, ανακαλύπτει τις πηγές του φόβου μέσα από την έρευνα και τη μάθηση. Αναζητεί αλήθειες γύρω από τη θέση της σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, την ελευθερία της σκέψης, την πολιτική και τον έρωτα. Η Διαλεχτή μένει στα "αβαθή" και "σίγουρα" νερά· αθάρρευτη και αδρανής, κάνει κάθε φορά μικρά και δειλά βήματα στη ζωή. Η σχέση των δύο κοριτσιών δοκιμάζεται όταν ανάμεσά τους μπαίνει ο Διονύσης Αρχοντής, άντρας ορμητικός, το αρχέτυπο του Βάκχου. Έκτοτε, οι δύο φίλες πορεύονται με δύο εαυτούς: τον φανερό και τον κρυφό.

Οι ζωές τους περνούν από συμπληγάδες, από την εποχή του Εθνικού Διχασμού μέχρι την αρχή του Εμφυλίου, καθώς τα γεγονότα συγκλονίζουν την Ελλάδα, που πασχίζει να βγει από τις παλιές φεουδαρχικές της δομές και να αστικοποιηθεί.

Ένα βιβλίο για την αναζήτηση της ελευθερίας, για το φόβο και την υποταγή, για τα όνειρα και τις αυταπάτες.

Από τη συγγραφέα του μυθιστορήματος "Όπως ήθελα να ζήσω" (Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ 2010).

Ελένη Πριοβόλου: «Η ιστορία σαν παραμύθι φανερώνει αλήθειες»

Δύο κορίτσια, σαν αδελφές.

Eλένη Πριοβόλου
Μετά φόβου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016
σελ. 720, τιμή 19,08 ευρώ
Δύο κορίτσια, σαν αδελφές. Η Αρίστη και η Διαλεχτή. Η πρώτη ζωηρή, η δεύτερη μαζεμένη. Η εποχή τους δύσκολη, σημαδιακή. Στο τελευταίο βιβλίο της Ελένης Πριοβόλου υπό τον τίτλο Μετά φόβου παρακολουθούμε τις ζωές τους, τις φανερές και τις κρυφές. Η συγγραφέας άρχισε να γράφει «για μικρούς και μεγάλους» από το 1986. Το 2010 απέσπασε το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ με το Οπως ήθελα να ζήσω (2009), το πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής «Τριλογίας των Αθηνών» που συνεχίστηκε με το Για τ’ όνειρο πώς να μιλήσω (2009) και ολοκληρώθηκε με Το τέλος του γαλάζιου ρόδου (2014). Εν προκειμένω όμως μας μεταφέρει στην επαρχία. Και καταπιάνεται με – το πυκνό σε γεγονότα – πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Βασικά, τον Εθνικό Διχασμό. «Από καιρό σε καιρό, κι από τόπο σε τόπο, πρόσωπα και καταστάσεις ποικίλλουν. Οπως και οι δικές μου δημιουργικές ανησυχίες, που είναι ταυτόσημες μ’ εκείνες του ανήσυχου ανθρώπου και πολίτη. Μέσα στις πολλές αναζητήσεις και αναγνώσεις ανήκει και η Ιστορία. Πολύ δε περισσότερο, η πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία βρέθηκα στην Αθήνα του 19ου αιώνα και στον αναρχοκοινωνιστή ήρωα Ρωμαίο Αγγουλέ, την όλβια πολιτεία του, τη δημιουργία και την πτώση της, για να παρακολουθήσω – μέχρι την ολοκλήρωση της «Τριλογίας των Αθηνών» – ήρωες που διήλθαν μέσα από τις συμπληγάδες των γεγονότων, από την έγερση, ατομική και συλλογική, μέχρι τη διάψευση. Το «Μετά φόβου» ακολουθεί την ίδια συλλογιστική. Η αλλαγή της τοπιογραφίας οφείλεται στο γεγονός ότι τα πυκνά αυτά γεγονότα, από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εθνικό Διχασμό μέχρι τον Εμφύλιο – η δραματικότητα των οποίων είναι ορατή ως τις μέρες μας -, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των παππούδων μου, αργότερα των γονιών μου και ολόκληρου του οικείου περίγυρου. Αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, τα «παραμύθια» με τα οποία μεγάλωσα. Και η Ιστορία σαν παραμύθι φανερώνει αλήθειες οι οποίες δεν θα καταγραφούν, ενδεχομένως, ποτέ».
Το «Μετά φόβου» συνιστά και μια επίσκεψη στην ιδιαίτερη πατρίδα σας. Μυθιστορηματική, ασφαλώς. Πώς λειτουργεί όμως η συγγραφέας σε μια τέτοια περίπτωση; Τι ενσωματώνει στην αφήγηση και τι αφήνει απ’ έξω; Κι αν είναι πιο προσωπικό τούτο το βιβλίο, τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
«Δεν θα την έλεγα απλώς επίσκεψη, αφού ο τόπος που γεννιέται και μεγαλώνει κανείς περνάει στο θυμικό σε τέτοιον βαθμό ώστε να καθίσταται ένα ζωντανό όνειρο αλήστου μνήμης. Προσωπικά δεν έκοψα ποτέ τον λώρο που με δένει με τη γενέτειρά μου. Επανέρχομαι διαρκώς σαν να οφείλω κάτι που πρέπει να το επιστρέψω. Το συγκεκριμένο βιβλίο θαρρώ πως το έγραφα σε όλη μου τη ζωή. Στην αιτωλική γη αναπιάστηκε το προζύμι για τον μετέπειτα «άρτο». Ο «άρτος» είναι πια το αποτέλεσμα της ζύμωσης. Μόνο που στο «ψωμί» της λογοτεχνικής αλχημείας, όποιος το γευτεί και το βρει νόστιμο ή οτιδήποτε τέλος πάντων, αναλόγως με τα γούστα, θα πρέπει υποδόρια και με τη διαδικασία των εσωτερικών νύξεων να αντιληφθεί τον συναισθηματικό σύνδεσμο του δημιουργού με τον γενέθλιο τόπο. Αυτή όμως είναι και η βασική αρχή της τέχνης και φυσικά δεν γνωρίζω καν αν την έχω τηρήσει ή παραβιάσει».

Φαίνεται πως, για εσάς, η μελέτη και η έρευνα είναι καθοριστικές παράμετροι που προηγούνται της συγγραφής. Εχει ενδιαφέρον, νομίζω, να μας πείτε πώς προσεγγίζετε εσείς, κάθε φορά, τις πηγές σας. Εννοώ, εσείς που δεν είστε ιστορικός αλλά συγγραφέας.
«Δεν είμαι ιστορικός αλλά ζω στην Ιστορία ως επίμονος ερευνητής. Η Ιστορία δεν είναι κάτι παλιό και φθαρμένο. Ξεκοκαλίζοντας παλιά ιστορικά ντοκουμέντα, περιοδικά και εφημερίδες, ημερολόγια και διάφορες καταγραφές ανθρώπων που έζησαν σε καιρούς αλλοτινούς, έρχονται και με συναντούν ήρωες μυθιστορηματικοί. Αρχίζει μαζί τους ένας ατέρμονος διάλογος μέχρι την αμοιβαία κατανόησή μας και τότε μου παραχωρείται η άδεια να τους χρησιμοποιήσω στη μυθοπλασία μου. Μαζί με τους ήρωες ξεδιπλώνεται και η εποχή που αυτοί έζησαν και έδρασαν με τον τάδε ή δείνα τρόπο. Τηρουμένων των αναλογιών και χωρίς να παραγνωρίζεται η εξέλιξη, η Ιστορία επαναλαμβάνεται δραματικά και καθόλου διδακτικά. Η ανθρωπότητα κάνει τους ίδιους κύκλους κάθε εποχή. Καταστροφή, αναγέννηση και τανάπαλιν. Η προσέγγιση λοιπόν των πηγών γίνεται με εφόδιο το παρελθόν, αφετηρία το παρόν και προοπτική το μέλλον, με σκοπό τη διαιώνιση της ανθρώπινης αξίας. Δεν πρέπει κατά την άποψή μου να ενδιαφέρει η Ιστορία ως σκηνικό για να χτιστεί πάνω ένας μύθος. Τότε μένει κανείς στην επιφάνεια και στην επικαιρική πραγματικότητα. Πρέπει να αντλείται το απόσταγμα και πάντα ακολουθώντας τις επιταγές της τέχνης και όχι της τεχνικής».
Οι ηρωίδες σας, δύο πλάσματα διαφορετικά μεταξύ τους, φτιάχνουν ένα δίπολο λειτουργικό. Δεν είναι όμως το μόνο, όλο το βιβλίο κινείται μέσα από δίπολα, λ.χ. στο επίπεδο της πολιτικής ή των κοινωνικών ηθών. Τι λέτε;
«Η ελκτική δύναμη των αντιθέτων στη σχέση των δύο κοριτσιών αποτελεί μια από τις  συνιστώσες του έργου. Ο,τι διχάζει την κοινωνία, δηλαδή η πολιτική πράξη, οι πόλεμοι, τα στρατιωτικά κινήματα, οι δικτατορίες, ενώνει τις δύο ηρωίδες. Ακόμα και αν φαίνεται να τις διχάζει ο έρωτας για το ίδιο πρόσωπο, εκείνες μένουν ψυχικά δεμένες και η σχέση παρά τα σκαμπανεβάσματα παραμένει ακλόνητη. Διότι όπως λέει και ο στίχος του Μανώλη Αναγνωστάκη, που είναι και ένα από τα μότο του βιβλίου, «η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους». Αντίθετα, μέσα στην κοινωνία δεν συμβαίνει το ίδιο. Τα στερεότυπα εγκλωβίζουν τον νου στην κατεστημένη αντίληψη. Ο διχασμός διαιρεί τους ανθρώπους και ενσπείρει το μίσος. Μέσα στην ίδια οικογένεια τα μέλη αλληλοσπαράζονται, ενώ συγχρόνως μια μειοψηφία νέων ανθρώπων με νέες ιδέες και οράματα ακολουθεί τον δρόμο της ουτοπίας, σκουντώντας την κοινωνία να βγει από την αβελτηρία».
Το βασικό μοτίβο εδώ είναι, πράγματι, ο φόβος. Νομίζω πως τον βλέπετε, μεταξύ άλλων, από δύο συγκεκριμένα πρίσματα: της εξουσίας που ασκούν οι άλλοι και της ατομικής ελευθερίας. Συμφωνείτε;
«Θα αναφέρω το έργο του Χομπς «Λεβιάθαν».  Αυτό το «τέρας» που λέγεται κράτος με τις μεθόδους προπαγάνδας εγχύνει το δηλητήριο του φόβου, προκειμένου να μετατρέπει τους ανθρώπους σε μάζες υποτακτικών. Αλλά πάντα με το πρόσχημα της προστασίας των πολιτών από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες. Οσο πιο ολοκληρωτικό είναι το καθεστώς τόσο ο φόβος καθίσταται αλάνθαστο όπλο στα χέρια των κυρίαρχων. Ετσι το άτομο ή υποτάσσεται διά του φόβου προκειμένου να νιώθει ασφαλές ή εγείρεται εναντίον του φόβου χωρίς να παραγνωρίζει την ύπαρξή του και τον ρόλο του. Αναζητάει την ουτοπική έννοια «ελευθερία» σε ατομικό και συλλογικό κατ’ επέκταση επίπεδο. Και τότε η κοινωνία προχωρεί ακόμα και αν συντρίβεται, για να σηκωθεί ξανά προς την ολοκλήρωση του επόμενου ιστορικού της κύκλου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου