Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Θάλεια Ιερωνυμάκη, «Είναι βαθιές οι ρίζες» της ποίησης του Ντίνου Χριστιανόπουλου, EFSYN, 22-23 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


    \
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ - ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (1931-2020)
Θα με μνημονέψουν σ’ εφημερίδες μ’ ευνοϊκά σημειώματα
κι ύστερα θα με ξεχάσουν
Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ατμόσφαιρα 1949»
Με το ψευδώνυμο Ντίνος Χριστιανόπουλος (20/3/1931-11/8/2020) ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1948 υπογράφοντας το τετράστιχο «Κρίνο λευκό» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μορφές. Θα συνεχίσει να δημοσιεύει έμμετρα ποιήματα, αλλά η επίσημη είσοδός του στη λογοτεχνία γίνεται με την Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950).
Η συλλογή αποτελεί δείγμα βιβλιακής ποίησης· τα περισσότερα ποιήματά της διαλέγονται με τη λαϊκή θρησκευτική παράδοση και με ποικίλα κείμενα, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τους βίους αγίων, την αρχαία ελληνική τραγωδία και το καβαφικό ποίημα «Ιθάκη». Με τη μετάπλαση των κειμένων αυτών και με τον συμφυρμό του διαθέσιμου υλικού (Μαρία Ιατρού, 1994) διαμορφώνεται μια ιδιαίτερη ποιητική ταυτότητα, στενά συνδεδεμένη με τον ανθρώπινο πόνο.
Οι βιβλικοί ήρωες αποφορτίζονται από την ιερότητά τους και αντιμετωπίζονται ανθρωποκεντρικά. Σε έναν βαθμό ο Χριστιανόπουλος εφαρμόζει την ελιοτική αντικειμενική συστοιχία και τη μέθοδο των ιστορικών ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη, προβαίνοντας συγχρόνως στην πρόσμειξη του δραματικού με το ειρωνικό στοιχείο.
Η μαθητεία στον Καβάφη είναι εμφανής και στη δεύτερη συλλογή, τα Ξένα γόνατα (1957), η οποία περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά ποιήματα, όπως και η τρίτη, ο Ανυπεράσπιστος καημός (1960). Ο έρωτας δεν παρουσιάζεται ως συναισθηματική επιθυμία· είναι σωματική έξαψη, «καύλα» που επιζητεί τον κατευνασμό μέσα από τον πιο ταπεινό και ευτελή τρόπο, έστω και με τίμημα το «ρήμαγμα» της ψυχής. Αν η «πυρακτωμένη» και «πονεμένη φαντασία» και η «νυχτερινή ηδυπάθεια» τον συνδέουν με τον Καβάφη, όπως τον συνδέουν και ο ρεαλισμός και η ειρωνεία, στην πραγματικότητα ο Χριστιανόπουλος δεν είναι τόσο ηδονιστής όσο εκείνος.
Είναι ποιητής του καημού και της ερωτικής αγωνίας. Και αν ο Καβάφης είναι αστός, ο Χριστιανόπουλος είναι ποιητής λαϊκός. Χώρος δράσης του είναι οι παρυφές του κέντρου: γειτονιές σταμπαρισμένες, λασπωμένες ερημιές, βρόμικο λιμάνι, δρόμοι που άγρια τους φορολογεί η νύχτα, αγοραία πεζοδρόμια, οι δυτικές συνοικίες του λαθρόβιου έρωτά του. Συνομιλητές του γίνονται οι λαϊκοί άνθρωποι, παροπλισμένα γεροντάκια και μικροί αλήτες, οι φαντάροι, τα τσογλάνια, οι ισόβιοι φτωχομπινέδες, τη γλώσσα των οποίων φέρνει στην ποίηση.
Ο Χριστιανόπουλος δεν έρχεται ως poeta doctus (παρότι είναι - χάρη και στις σπουδές του στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ) να σκύψει στον λαϊκό πολιτισμό μόνο από φιλολογικό ενδιαφέρον. Είναι ο γνήσια λαϊκός ποιητής που δεν αποκόπηκε ποτέ από τις ρίζες και το περιβάλλον του. Η σχέση του με τη λαϊκή παράδοση και τα λαϊκά στρώματα είναι φυσική και ζωτική.
Η σχέση αυτή φαίνεται εντονότερα στα ποιήματα των συλλογών Το κορμί και το σαράκι (1964) και Το κορμί και το μεράκι (1970), τα οποία θα εντάξει αργότερα στην ενότητα «Μικρά ποιήματα» του συγκεντρωτικού τόμου των ποιημάτων του. Ο αποφθεγματικός χαρακτήρας των «Μικρών ποιημάτων» θυμίζει λαϊκές παροιμίες και γνωμικά, αλλά συχνά η θεώρηση των πραγμάτων είναι απρόσμενη, αφού οι κοινότοπες και κατοχυρωμένες έννοιες επανερμηνεύονται. Η επιγραμματικότητα και η νοηματική πυκνότητα, με καταβολές και στα αποσπάσματα του Σολωμού (το έργο του οποίου τον απασχόλησε φιλολογικά), προσέδωσαν σε πολλά από τα ποιήματα συνθηματικό χαρακτήρα.
Είναι ενδεικτικό το δίστιχο «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε / όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος»: η διάρκειά του διέρρηξε τα χρονικά και τοπικά όρια περνώντας σήμερα στο στόμα χιλιάδων ανθρώπων ανά την υφήλιο! Η πολιτική πραγματικότητα και οι κοινωνικές διεκδικήσεις δεν ήταν στο επίκεντρο του ποιητικού προβληματισμού του. Στη συλλογή όμως Προάστια (1969) και σε ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό Διαγώνιος, το οποίο ο ίδιος εξέδιδε (από το 1958 ώς το 1983 με διακοπές), όλα ενταγμένα αργότερα στην ενότητα «Ο αλλήθωρος», η ολιγωρία του θα γίνει «η αγκίδα» στο ερωτικό βίωμα.
Η σύνδεση με τον λαϊκό κόσμο είναι επίσης εμφανής στα τραγούδια που μελοποιήθηκαν το 1968-1969, βγήκαν σε κασέτα τραγουδημένα από τον ίδιο το 1982 και εκδόθηκαν σε συλλογή με τίτλο Το αιώνιο παράπονο. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται το ενδιαφέρον για τα παραμύθια και η πολύχρονη και ενδελεχής ενασχόληση με το ρεμπέτικο, διαμορφωμένο, όπως παρατηρεί, από τον υπόκοσμο και τον λαό και όχι από τους αστούς και μικροαστούς που αντιμετωπίζονται σε αυτό σατιρικά. Τα λαϊκά στρώματα και το περιθώριο, μαζί με τη ρεαλιστική και σατιρική ματιά απέναντι σε έναν επηρμένο μικροαστισμό και στα ιδεολογικά άλλοθι είναι το χαρακτηριστικό και των πεζών ποιημάτων της συλλογής Νεκρή πιάτσα (1990).
Τόσο με το λογοτεχνικό του έργο, ποιητικό και πεζό, όσο και με τα δοκιμιακού χαρακτήρα κείμενά του, αλλά και γενικότερα με τον δημόσιο λόγο του, ο ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και μελετητής, διορθωτής δοκιμίων, βιβλιοθηκάριος, εκδότης περιοδικού και επιμελητής της «Μικρής Πινακοθήκης “Διαγώνιος”» κατάφερε, παρότι όχι μόνο δεν το επεδίωκε αλλά και το καταδίκαζε, να ξεχωρίσει. Δημιούργησε έτσι έναν πνευματικό κύκλο γύρω από το πρόσωπό του, ένα είδος «συστήματος» διαφορετικού από το επίσημο που καταδίκαζε, καθώς αποτέλεσε σημείο αναφοράς, για πάνω από μισό αιώνα, στην πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης.
Εκτός από το έργο του (η τελευταία του ποιητική συλλογή Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει εκδόθηκε το 2011), άφησε και απογοητεύσεις και παράπονα, αδικώντας πολλούς και πικραίνοντας ακόμη περισσότερους με τον χαρακτήρα και την κακώς νοούμενη ειλικρίνεια των «εσώψυχών» του. Προφανώς στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας θα μείνει το έργο του. Αλλά η αποσιώπηση, την παρούσα στιγμή, και η υποκατάσταση αυτής της ανθρώπινης πλευράς του από μια αγιογραφική προσέγγιση δεν θα του ταίριαζε και δεν θα τον ικανοποιούσε - κι ας ήταν κάποτε του Κατηχητικού.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου