Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το παγκάκι, EFSYN, 8 Οκτωβρίου 2024

 

Οκτώβριος. Ανακουφιστική η πτώση της θερμοκρασίας. Είναι η μόνη πτώση που δεν προκαλεί αμηχανία. Τα φύλλα των δέντρων γέμισαν την πλακόστρωση. Ο γύρω χώρος μοιάζει με χαλί φτιαγμένο από φύλλα πλατάνου. Προκλητικό το θέαμα, μου ’ρχεται να ξαπλώσω πάνω του, να σκεπαστώ με το χαλί, να πέσω σε χειμερία νάρκη, να χωθώ στην αγκαλιά της φύσης. Με προλαβαίνει ένα κατάξανθο αγγελούδι, με τα μακριά μαλλιά του, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρόνων. Τα δόντια αραιωμένα, η γλώσσα να πέφτει στη λακκούβα, τα φωνήεντα να βγαίνουν πατημένα. Μαμά, έλα κι εσύ να ξαπλώσουμε. Αλλη φορά, της κάνει νόημα η μητέρα απορροφημένη από τη συνομιλία στο κινητό.

Στο διπλανό παγκάκι ένα ζευγάρι που νιώθει την εποχή να την έχει κάνει εσάρπα. Εχουν περάσει τα χρόνια, το απόγευμα ζεστό, ο ήλιος που γέρνει κρατάει τις τελευταίες αχτίδες γι’ αυτό το παγκάκι, γι’ αυτό το ζευγάρι, το λούζει στο φως του που ζεσταίνει τα κόκαλα. «Σταθμός Πελοποννήσου /κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι/μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα». Σαν να ακούω τη φωνή του Γιάννη Βαρβέρη, που συνομιλεί με τη μάνα του («Εσπερινός της Αγάπης»).

Το ζευγάρι σε αρκετά ώριμη ηλικία, η γυναίκα ακουμπά το κατάλευκο κεφάλι στον αντρικό ώμο, που την έχει αγκαλιάσει με το αριστερό, τρεμάμενο χέρι του. Απλώνει τη δεξιά παλάμη του, να εμποδίσει τον ήλιο να της προκαλέσει δυσφορία. Γυρίζει εκείνη, ακουμπά τα χείλη της στο πέτο του σακακιού. Γέρνουν και οι δύο στην πλάτη του παγκακιού. Κλείνουν τα μάτια. Ο ήλιος περιλούζει το ξύλινο παγκάκι, φαίνεται να φτιάχνεται ένας φωτοστέφανος από την αντανάκλαση των ηλιαχτίδων στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι. Κάθομαι δίπλα, να δανειστώ μια σταλιά από την αγάπη τους. Με δυσκολία μετακινούνται, να μου κάνουν χώρο. Αλαφιάζομαι. Νιώθω ιερόσυλος.

Σηκώνομαι όρθιος, βιαστικά απομακρύνομαι. Σαν να με κυνηγούν ερινύες. Διασχίζω τους πολύβοους δρόμους. Λαχανιασμένος, πλην ανακουφισμένος, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι. Με σήκωσε το οργιό. Μάρμαρο η βάση, κούρμπα οι άκρες. Απλώνω το κορμί μου προς τα πίσω να ξεκουραστώ, να απολαύσω τον καφέ που αγόρασα σε πλαστικό. Νιώθω τον καφέ να περιχύνεται στα ρούχα, τσίριξα από την κάψα. Το κεφάλι μου ευτυχώς δεν χτύπησε στον κόθρο του τσιμέντου, ευτυχώς κάποιοι είχαν αφήσει μια πλαστική σακούλα με ό,τι περίσσεψε από το απογευματινό τους.

Σκέφτομαι να γράψω γράμμα στους δημάρχους. Να μιλήσει ένα παγκάκι ξύλινο. Με πλάτη βεβαίως. Να τους ρωτήσει γιατί κυνηγάνε τους μοναχικούς, τους ερωτευμένους, τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους απελπισμένους. Ολους εκείνους που θέλουν να ξαποστάσουν. Που δεν έχουν χρήματα να καθίσουν στο καφέ. Γιατί βάζουν παγκάκια χωρίς πλάτη;

Κάθομαι σ’ ένα παλιό παγκάκι. Δίπλα μου μια καρδιά, το σχήμα ξεφτισμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου