Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, O Λάμποβος της Παραμυθιάς, efsyn, 15 Οκτωβρίου 2024

 

Αρχινάει στα Τρίκαλα, Λιάκο μ’, το παζάρι». Αυτά τραγουδάει η Λιζέτα Νικολάου, που μεταφέρει ήχους και λέξεις, γεύσεις και εικόνες μιας άλλης εποχής. Τότε που η ύπαιθρος περίμενε το ετήσιο παζάρι να πουλήσει σκουτιά και αγροτικά προϊόντα, αλλά, κυρίως, να γευτεί, να ψαύσει έναν άλλο τρόπο ζωής. Εκείνον της πόλης. Να χορτάσουν τα μάτια τους με εικόνες ανέγνωρες. Να σπάσουν τη μονοτονία της υπαίθρου απολαμβάνοντας έναν ξένο τρόπο ζωής. Αλλες γεύσεις και θεάματα, άλλα χρώματα. Γόβες, φούστα παρδαλή, γιορντάνι. Αλλά και να δει την Γκόλφω και τον Αράπη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τη μουσική του, κυρίως ο Κώστας Βίρβος σκιτσάρει τον κόσμο της υπαίθρου, τις επιθυμίες του, τις ανάγκες του.

Στην εποχή μας δεν θα μπορούσε να γραφτεί ένα τέτοιο τραγούδι. Οι πολίτες της χώρας, όπου και αν ζουν, βλέπουν τα ίδια θεάματα, αγοράζουν τα ίδια πράγματα, καθώς το shopping online αλλά και τα πολυκαταστήματα έχουν αντικαταστήσει, σε καθημερινή βάση, το ετήσιο παζάρι.

Δεν κίνησα για τα Τρίκαλα, ή τα Φάρσαλα, όπου γίνονται, παλαιόθεν, σπουδαία παζάρια. Στόχος μου ήταν το παζάρι της Παραμυθιάς, γνωστό ως Λάμποβος, ιστορική ένδειξη των μετακινήσεων πληθυσμών όταν δεν υπήρχαν τα σύνορα όπως τα ξέρουμε σήμερα.

Η πόλη είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία. Μοιάζει να ιππεύει το σαμάρι του όρους Γκορίλα, που έχει υψώσει προστατευτικό περιτείχισμα στην πλάτη της. Περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους, έχεις την εντύπωση ότι ακούς τις λαλιές των Τζαβελλαίων και των άλλων οπλαρχηγών. Θα επισκέπτονταν τον Λάμποβο, στις αρχές Οκτωβρίου, «όπου ικανά κτήνη και εδώδιμα πωλούνται» (Αραβαντινός, 1857). Οι Σουλιώτες, αρματωμένοι, θα κατέβαιναν στην Παραμυθιά, να ψωνίσουν για τον χειμώνα. Αλλά και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους προκρίτους.

Η πόλη έχει φορέσει τα καλά της. Ζει για τον Λάμποβο. Για δέκα ημέρες η Παραμυθιά επιστρέφει στο παρελθόν. Τότε που ήταν το κέντρο της περιοχής. Που η αγορά της εξυπηρετούσε τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς. Οι νέοι δρόμοι, η θάλασσα, το λιμάνι της Ηγουμενίτσας της στέρησαν την πρωτεύουσα θέση. Ομως, στον κόρφο της κρατάει ακόμη τα εμβλήματα ενός ακμάζοντος παρελθόντος.

Ο Λάμποβος είναι η μεγάλη, λαϊκή γιορτή. Κινητοποιούνται όλοι/ες. Παντού στήνονται πρόχειρες ψησταριές. Η τσίκνα από τα κρέατα απλώνεται στην ατμόσφαιρα, στοχεύοντας στη διέγερση της επιθυμίας. Τουριστικά λεωφορεία ξεφορτώνουν ημερήσιους επισκέπτες. Γυναίκες και άντρες επιστρέφουν με τσάντες γεμάτες. Ο κεντρικός δρόμος θυμίζει παλιό νυφοπάζαρο. Ο διάδρομος ανάμεσα στα πρόχειρα καταστήματα δυσκολοδιάβατος από την πολυκοσμία. Ανάμεσά τους μαθητές/τριες από τα τοπικά σχολεία.

Οι εποχές άλλαξαν. Η ανάγκη, όμως, για συμμετοχή σε μια γιορτή παραμένει ισχυρή. Το ίδιο και η επιθυμία των ντόπιων να διεκδικήσουν μια θέση στην οικονομική γεωγραφία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου