Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Κώστας Καναβούρης, Πώς να ξεκινήσεις;, Αυγή της Κυριακής, 14.5.17




Διανύοντας τον 21ο χρόνο παρουσίας αυτής εδώ της στήλης, σ’ αυτήν εδώ την πολύτιμη και αναντικατάστατη εφημερίδα (για λόγους που σαφώς περιλαμβάνουν την πολιτική διάσταση, αλλά εκτείνονται πολύ πέραν αυτής και αλίμονο αν αυτό δεν είναι απολύτως κατανοητό από κορυφής έως ονύχων της συλλογικής μας ταυτότητας και της εθελούσιας προσωπικής μας ένταξης στον χώρο της Αριστεράς), ξεκινώντας από την αρχή σχεδόν, είναι φυσικό να σε έχει συνεπάρει η συγκίνηση. Είναι φυσικό να νιώθεις ώς τα μύχια της ψυχής σου να σε κατακλύζει ο υπέροχος τρόμος μπροστά στο χάος της λευκής σελίδας.

Και τώρα πώς αρχίζεις και τι γράφεις ύστερα από μια σοβαρότατη -στα όρια του οριστικού- περιπέτεια υγείας; Πώς αρχίζεις ύστερα από κοντά τέσσερις μήνες που περιλαμβάνουν μια παραμονή πενήντα ημερών στο νοσοκομείο σε ακραία επικίνδυνες περιπέτειες, διάφορα άλλα δυσάρεστα παρεπόμενα και μια μακρά περίοδο ανάρρωσης που κρατάει..., κρατάει..., κρατάει...
Χρειάζεται πνευματικός και συναισθηματικός κόπος για να ενώσεις τον χρόνο από εκεί που τον άφησες μέχρι τώρα που, ευτυχώς, σιγά - σιγά τον ξαναβρίσκεις. Μόνο όσοι έχουν ζήσει παρόμοιες καταστάσεις μπορούν να αντιληφθούν (και μακάρι κανένας να μην αποκτάει παρόμοια γνώση) το φοβερό κενό που χάσκει κάτω από μια πραγματικότητα που θεωρούμε συμπαγή και ενιαία, αλλά μόνο τέτοια δεν είναι. Μόνο όποιος έχει ζήσει το φοβερό κενό της απουσίας κλεισμένος αναγκαστικά στον οδυνηρό εγωτικό μικρόκοσμο της αρρώστιας μπορεί να καταλάβει το μεγαλείο της επαναφοράς στην πολύπλαγκτη συμμετοχή σ’ αυτό το άπειρο που λέγεται πραγματικότητα. Μέρα με τη μέρα. Λεπτό προς λεπτό. Και μαζί την αγωνία για το πώς θα γίνει αυτό.
Πώς λοιπόν να μη νιώσεις συγκίνηση και αγωνία μπροστά στη λευκή σελίδα, με τη σεμνή συνείδηση πως αυτά που γράφεις θα διαβαστούν (δεν έχει σημασία από πόσους), ειδικά όταν πιστεύεις ότι ένα κείμενο γράφεται την ώρα που διαβάζεται και γράφεται τόσες φορές όσες διαβάζεται. Δύσκολο, πολύ δύσκολο να ξεκινήσεις. Κάτι τέτοιες στιγμές δεν σε κυνηγούν οι λέξεις, δεν σε αρπάζουν από τον καρπό (και όχι λίγες φορές από τον σβέρκο) για να τις γράψεις. Εσύ είσαι που τις κυνηγάς, προσπαθώντας να μετατρέψεις τη σκιά σε κόσμο αισθητό που μπορεί να ειπωθεί ώστε να διανύσει ολόκληρη την απόσταση όπως τη γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «Πάρε τη λέξι μου, δώσε μου το χέρι σου». Αλλιώς δεν γίνεται.
Και πρέπει να πω ότι εγώ αυτό το χέρι, το χέρι των οικείων μου, το χέρι της οικογένειάς μου, το χέρι των υπέροχων φίλων μου το είχα και μου έδωσε κουράγιο και με κράτησε. Και θέλω να πω με ευγνωμοσύνη και περηφάνια για τη φιλία μας ένα βαθύτατο ευχαριστώ καμωμένο από όλες τις λέξεις που είπαμε μέχρι τώρα και από τις λέξεις που θα πούμε από τώρα και ύστερα. Τις χειρονομημένες λέξεις μιας κοινής πορείας με όλες της τις δυσκολίες.
Και αυτό το «ευχαριστώ» μην ακουστεί ουρανομήκες˙ όχι. Γιατί αυτά τα «ευχαριστώ» δεν είναι χάρτινα για εύκολα θριαμβικές συγκινήσεις. Ας ακουστεί σαν ψίθυρος μέσα στην αγαλήνευτη ησυχία του νοσοκομείου τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Γιατί είναι ένα «ευχαριστώ» στα πρόσωπα που με κοίταξαν ή που ήξερα ότι με κοιτάζουν κι ας μην ήταν εκεί, στα πρόσωπα που κοίταξαν και δεν χρειάστηκε τίποτε άλλο.
Μόνο το πρόσωπο. Αυτό που δεν έχουν δει ποτέ τους τα αποχαλινωμένα θηρία, όλοι αυτοί οι προδότες της ανθρώπινης κατάστασης που οδηγούν στις εκατόμβες εκατομμύρια αθώους, στερώντας τους με απίστευτη σκληρότητα το θάλπος που είχα εγώ προκειμένου να σωθεί η ζωή μου. Ένα δικαίωμα πανανθρώπινο, άχρονο και ατελεύτητο. Και μαζί ένα καθήκον που επιτρέπει στον άνθρωπο να είναι άνθρωπος.
Πρόσωπο κι όχι άτομο. Γράφει σχετικά ο Αμερικανός Άντονι Μάρα στο εξαιρετικό έργο του «Ο Τσάρος της αγάπης και της τέκνο» (εκδ. Ίκαρος, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης): «Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα θαύμα: Πού αλλού σ’ ολόκληρο τον φυσικό κόσμο όμοια χαρακτηριστικά συνθέτουν τόσο μοναδικά σύνολα; Όταν κοιτάζεις εξονυχιστικά ένα πρόσωπο, ανοίγεσαι στη δυνατότητα του ελέους. Αν οι εγκληματίες ζωγράφιζαν τα πρόσωπα των θυμάτων τους πριν διαπράξουν τα εγκλήματά τους και οι δικαστές τα πρόσωπα των ενόχων πριν τους καταδικάσουν, τότε δεν θα ’μεναν πρόσωπα για να ζωγραφίσουν οι δήμιοι».
Αλλά από ποιον περιμένεις να κοιτάξει εξονυχιστικά τα πρόσωπα των θυμάτων του και ν’ ανοιχτεί στη δυνατότητα του ελέους; Από ποιον περιμένεις να ζωγραφίσει τα πρόσωπα εκείνων που έχει ήδη καταδικάσει σε θάνατο με ευκολία και θηριωδία μυθικού τέρατος; Αυτοί οι εκατόγχειρες των φονικών δεν ξέρουν να γράφουν, δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη χειρονομία της θωπείας, της συμπαράστασης, της γαλήνης. Αυτοί οι αναλφάβητοι με τα στρεβλά σχήματα των λέξεων και των νοημάτων. Ζουν μέσα σ’ έναν παραδείσιο εφιάλτη, φτιαγμένο από χρυσούς απρόσωπους αριθμούς, απαλλαγμένο από φόρους γιατί είναι πληρωμένος από τον βαρύ φόρο αίματος (ποτάμια τεράστια) ολόκληρης της ανθρωπότητας των ανυπεράσπιστων και μυρίζει ανθρώπινο κρέας κρεμασμένο στα τσιγκέλια των χαρτοφυλακίων τους και των τραπεζών τους.
Κρυμμένοι άνθρωποι. Κυνηγημένοι από τις λέξεις και τις χειρονομίες, χαμένοι όλο και πιο βαθιά στην ανωνυμία των κερδώων εγκλημάτων τους. Εκεί όπου κι εμείς ακόμα δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε και να πούμε πως είμαστε όλοι Ιρακινοί, είμαστε όλοι Σύροι, είμαστε όλοι κυνηγημένοι πρόσφυγες, είμαστε, εν τέλει, όλοι άνθρωποι που μας αξίζει να λεγόμαστε άνθρωποι.
Για όλα αυτά πρέπει να γράψεις και να ξαναγράψεις. Αλλά πρέπει πρώτα να ξεκινήσεις. Ή μήπως έχεις κιόλας ξεκινήσει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου