Ο,τι περισώζει η μνήμη
«Να συρράψω μνήμες και ιστορίες, πρόσωπα να σας γνωρίσω και σκέψεις και διαβάσματα ανατολικά της Μεσογείου∙ να ξορκίσω φόβους αποχαιρετώντας τον κόσμο του Λεβάντε», λέει η Τρουλλινού στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της. Ενα ταξιδιωτικό, σε πρώτο κοίταγμα, στην καθ’ ημάς Ανατολή. «Τα κείμενα γράφτηκαν σε είκοσι δύο χρόνια, από τον Λίβανο του εμφυλίου, 1994, έως τον Φλεβάρη του 2016, στο Ισραήλ», συμπληρώνει στο καταληκτικό σημείωμά της η συγγραφέας.
Αφηγήματα τα χαρακτηρίζει η ίδια στη σελίδα τίτλου. Περισσότερο πρόκειται για δυνάμει διηγήματα πολύκλωνα∙ το ταξίδι είναι η αφορμή για να εκφραστεί η λογοτεχνία. Δοκιμιακά στοιχεία ενισχύουν την αφηγηματική ροή. Συνδέουν τους τόπους με την Ιστορία, τον χρόνο, τους ανθρώπους∙ με βασικό γράδο τη γνώση και το συναίσθημα και πυξίδα τον Σεφέρη. «Ηταν ο Σεφέρης που πρώτος άπλωσε στα μάτια του τα τοπία της γης των όμορφων αλόγων», παρατηρεί η Τρουλλινού, και παρακάτω: «Το “αλαφροΐσκιωτο” τοπίο του Σεφέρη προσφέρεται γόνιμο σε άπειρες αναγνώσεις».
Βηρυτός, Σιδώνα (Σαΐντα), Καππαδοκία, Σμύρνη, Βουρλά, Αϊντίν, Χερσόνησος Ερυθραίας, Τσεσμέ, Κουσάντασι, Εφεσος, Τέως, Δαμασκός, Κύπρος (Αμμόχωστος, Λευκωσία, Αθηένου). Και από κει Κωνσταντινούπολη, Προύσα, Ιερουσαλήμ, Τελ Αβίβ. «Νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Αιγύπτου, / αγαπημένα των πατρίδων μας νερά […]», για να θυμηθούμε τον γέροντα της Αλεξάνδρειας.
Χωρίς πρόθεση να αδικήσω την ενδιαφέρουσα μέχρι σήμερα πεζογραφική αλλά και άλλη παραγωγή της Τρουλλινού, νομίζω πως «κεντάει» στο καινούργιο της βιβλίο. Κατέχει τα ιστορικά και αρχαιολογικά συμφραζόμενα των τόπων που επισκέπτεται τα οποία μπολιάζονται στην αφήγησή της χωρίς να κραυγάζουν. Είναι γεγονός ότι κάποια εσωτερική «τρέλα» και ειδικές αγάπες οδηγούν τα βήματά της να επισκέπτεται, σε δύσκολες συνθήκες, τόπους του μύθου και της Ιστορίας.
Η πολυδιάσπαση του υλικού της σε εικόνες-σκηνές τονίζει τον χαρακτήρα του διηγήματος και καθόλου δεν ενοχλεί που απειλεί ενίοτε τη συνοχή της αφήγησης ή απομονώνει ως αυθύπαρκτο το γεγονός από το σύνολο.
Εναλλασσόμενη πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη αλλά τριτοπρόσωπη αφήγηση. Οξυμμένη ματιά και χιούμορ υποδόριο. Διακειμενικές συναρτήσεις και χωνεμένη γνώση που ενισχύει την υποκειμενική πρόσληψη του χώρου. Ανθρωποι που συνάντησε ή συναντήθηκε μαζί τους μέσα από τα βιβλία τους (Σεφέρης, Τσίρκας, Παμούκ).
Η συγγραφέας ακολουθώντας το γνωστό δίπτυχο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, ταξίδι-αναζήτηση, ταξίδι-περιπλάνηση, προσπαθεί να ερμηνεύσει και να κατανοήσει την Ιστορία μέσα από τη σύγχρονη πραγματικότητα, μέσα από τους ανθρώπους που κατοικούν τις περιοχές που επισκέπτεται. Η πραγματικότητα διαλέγεται με τη μεταφυσική. Κάποτε το συναίσθημα υπερεκχειλίζει και χάνει λίγο τις ισορροπίες, κυρίως όταν περνοδιαβαίνει στην Πόλη.
Σε πολλά σημεία θα μπορούσε να σκαλώσει ευχάριστα το βλέμμα του αναγνώστη. Για λόγους οικονομίας μνημονεύω μερικά:
«Η φωνή του ιμάμη στις δώδεκα ακριβώς πάνω από τη μικρή πολιτεία ανατριχιαστική», λέει για τη Σιδώνα. Εντελώς ίδιο συναίσθημα ένιωσα στο Κάιρο, πριν από λίγα χρόνια.
Εξαιρετική η περιγραφή της Κινστέρνας, του Υδραγωγείου του Ιουστινιανού, και οι σκέψεις που προκαλεί (σ. 104-105).
Ιδιότυπα αισθησιακή η σκηνή στο χαμάμ. Πέρα από κάθε ηλικιακή ή σωματικής τελειότητας συνάρτηση.
Η Ανατολία προσφέρει κίνητρα αναστοχασμού πάνω στις θρησκείες, την πίστη, τη φιλοσοφία, μας υποδεικνύει η συγγραφέας με τις δικές της θεωρήσεις (σ. 41).
Αλλα εχέγγυα της γραφής της: Με ιστορική αμεροληψία σχολιάζει Μεγαλέξανδρο, επιγόνους, Ρωμαίους και χριστιανούς, αποδίδοντας δίκαια «Τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του θεού τω θεώ». Σέβεσαι το παζάρι της Ανατολής, λέει. Κι όμως άλλοτε παζαρεύεις και άλλοτε όχι, «αγοράζεις χωρίς παζάρεμα, αγοράζεις αισθήσεις και χειρονομίες, χρώμα και μνήμη», γράφει. Με προσεκτική ματιά αποδίδονται οι αντιθέσεις στην Πόλη τού σήμερα που αγωνίζεται να γίνει Ευρώπη.
Κάποτε η Τρουλλινού προβαίνει σε ετυμολογικές λεκτικές αντιστοιχίες: «Ομάρ ίσως να σημαίνει Ομηρος, ο μη ορών, στους αιώνες του μέλλοντος ακόμη μια μπαλάντα, ένα μακροσκελές ποίημα στην έρημο τις νύχτες. Και η ρίζα του Παραδείσου είναι το περσικό “φαραντίζ”, πάλι οι λέξεις σε ζαλίζουν».
Ενας ταξιδιώτης που χαίρεται, ενθουσιάζεται, θυμάται, συσχετίζει και κάποτε καταρρέει. Περιφέρεται στους τόπους που επισκέπτεται. Περπατά ψάχνοντας και κοιτάζοντας βλέπει. Ξέρει τι να δει. Ξέρει τι να ψάξει.
Με βεβαιότητα για τη μεταιχμιακή θέση της Ελλάδας ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, θα κλείσουμε την ταξιδιωτική περιδιάβαση της Τρουλλινού, και τη δική μας, πάλι με τον Καβάφη: «Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια∙ / είμεθα Ελληνες κ’ εμείς – τι άλλο είμεθα; – / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας, / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό […]».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου