Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Παναγιώτης Νούτσος *, Τέχνη και κοινωνία, EFSYN, 26.11.18

Το πεδίο που συγκροτεί η λογοτεχνική γραφή διευκολύνει την αμοιβαία μετατροπή του ιστορικού μακροεπιπέδου σε μικρόκοσμο των υποκειμένων και το αντίστροφο, μέσα από ένα σύνολο ευκρινών αγωγών αυτής της «διευκόλυνσης». Πρόκειται για τους θεματικούς πυρήνες που εξακτινώνονται στο σύνολο των κειμένων, αρθρώνοντας την ενότητα του «σημαινομένου».
Δεν είμαστε «συγχωριανοί» με τον «ποιητή του βουνού και της στάνης»· αναγκαστικά γίναμε «συνδημότες» μετά τον «Καποδίστρια». Μ’ αυτήν την «προδιαγραφή» παρακολουθήσαμε τις δύο εκδηλώσεις αλλά όχι με μία και μόνη «αναφορά» (βλ. Για το ιστορικό «υπόβαθρο» της λογοτεχνίας, 2017: 125˙ Νεοελληνικός Διαφωτισμός, 2005: 231,232˙ «Ιστορική αίσθηση» και λογοτεχνία, 2001: 210, 271, 272) για τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται ο Κώστας Κρυστάλλης την πόλη των μαθητικών του χρόνων, στη Ζωσιμαία Σχολή (1880-1885) των Ιωαννίνων: υπήρχαν τα «λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων» καθώς και τα «χαμηλόσπιτα», οι «σάπιες ιδέες της αρχοντιάς» καθώς και ο «παράς» που «έβγαινε με τον ίδρω και με την τιμιότη».
Με την «Εικόνα», λοιπόν, από τα «πεζογραφήματα», την οποία ανθολόγησε ο Χριστ. Μηλιώνης (Γιάννενα, 2001:25-38), θα μπορούσα να οδηγηθώ στα εξής «σημεία» «επανεκκίνησης» του τρόπου μελέτης του έργου το οποίο πρόλαβε να παραγάγει ο πρόωρα χαμένος (1868-1894) Κρυστάλλης:
  • 1) Ο «πρόσφυξ Ηπειρώτης» είχε οικογενειακή εμπλοκή –με τη συμμετοχή του παππού του– στο «κίνημα» του 1854 (βλ. και για την εργασία μου: «Παρατηρήσεις σε μια ενθύμηση του 1857», Ηπειρωτική Εστία, Θ' [1970] 22-26).
  • 2) Γνώριζε την ιστορική εκδίπλωση παλαιότερων «εξεγέρσεων του λαού» και των «μελετωμένων επαναστάσεων» του τόπου του (βλ. το λήμμα που ο ίδιος συνέθεσε: «Διονύσιος ο Σκυλόσοφος», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν των Μπεκ και Μπαρτ, τ. 3 [1891/2:578 - 579]˙ βλ. επίσης τα βιβλία μου: «Σκυλεύεται» η ιστορία, 2012 και Αυτοβιογραφίας αφορμές, 2018: passim).
  • 3)Τον ενδιέφερε η τοπική ιστορία (βλ. για παράδειγμα το λήμμα: «Κατσανοχώρια», τ.4 [1893/4: 610] στο μόλις προαναφερθέν Λεξικόν˙ και συναφώς βλ. την εργασία μου: «Ο Κουβαράς του Ελληνικού», στον τόμο: Σύλλογος Κατσάνων Αθηνών, Ιστορικά των Κατσανοχωρίων Ηπείρου, 1969, 125-152. Προσθέτω ότι στον ίδιο τόμο [1969: 71-77] ανθολογείται και το ομόλογο εκτενές άρθρο του Κρυστάλλη).
  • 4) Είχε σκιαγραφήσει, τόσο κατά την παραμονή του στα Ιωάννινα όσο και μετέπειτα στην Αθήνα (αναπτύσσοντας σχέσεις «μαθητείας» με τον συμπατριώτη του Σπυρ. Λάμπρο που μετέφρασε και υπομνημάτισε τον Αιμ. Λεγράνδ [= É. Legrand], δημοσιεύοντας το 1891 τα Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή · βλ. Νεοελληνικός Διαφωτισμός, 2005: 17, 302, 438, 440), μια κριτική στάση προς τους «Φράγκους» (ένα τους μέρος ήταν η «Ενετική Δημοκρατία»), τόσο ως προς την «αναθεματισμένη» όσο και ως προς την «επωφελή» πρόσληψή τους.
  • 5) Δεν είχε παραβλέψει την «εθνοτική» σύνθεση της «πατρίδας» του και τη γλωσσική, τουλάχιστον, «ιδιαιτερότητα» των «Βλάχων», τόσο του γενέθλιου τόπου του όσο και της ευρύτερης περιοχής («Οι Βλάχοι της Πίνδου»).
  • 6) Απέναντι στο «Ρωμαίικο» τοποθετούσε συχνά μια μορφή «κοινοτισμού» ως «θετική» υπέρβαση της αστικοποιούμενης εγχώριας κοινωνίας (βλ. Αυτοβιογραφίας αφορμές, 2018:passim).
  • 7) Η «ξενιτιά» συνεπέφερε μια μορφή ενεργούς «δυαδικότητας» ανάμεσα στο «βουνό» και τον «κάμπο», με σύμβολο υπεροχής τον «σταυραϊτό» που ζει στα δάση κυνηγώντας τρωκτικά, ερπετά και έντομα και συνάμα να αποτελεί «τιμητική ονομασία» των «κλεφτών» της Τουρκοκρατίας (βλ. Εμμ. Κριαράς, Νέο Ελληνικό Λεξικό, 1995:1262).
  • 8) Μια τέτοια στάση να μην μπορεί να αποφύγει και τη συναίνεση στην τωρινή δράση των «ληστών» (ζούσε ακόμη ο Κρυστάλλης όταν ο Στ. Καλλέργης διαπίστωνε [1892] ότι οι ληστές είναι «εις τας πόλεις, όχι εις τα βουνά» · βλ. Η σοσιαλιστική, Α', 1990:133).
  • 9) Ο «ρομαντισμός» (βλ. Νεοελληνικός Διαφωτισμός, 2005: 35/36˙ «Αριστερά» και «στίβος», 2016: 177-182) που διαποτίζει και το λογοτεχνικό του έργο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως φυγόκεντρη πλεύση «παρακμής», κατά την απόφανση προχειρολογούντων γραμματολόγων, αλλά ως επαναπροώθηση των δυνάμεων που προτίθενται –κατά την απόφανση του ίδιου του Κρυστάλλη– να καταστούν «χρήσιμοι εις την κοινωνίαν».
  • 10) Η πληθωρική, λοιπόν, αξιοποίηση των δημοτικών τραγουδιών να μην αποτιμάται ως εύκολος «λαογραφισμός», αλλά κάθε στίχος να ανασυγκροτείται επαρκώς ως προς τη δομή των στοιχείων του και την ιδιαίτερη σκόπευσή του.
  • 11) Ηταν αυτονόητο να πραγματοποιηθεί ένα ταξίδι στην Αρκαδία, έστω και σύντομο, δηλαδή να συγκατανεύσει και ο Κρυστάλλης: «Et in Arcadia ego» (βλ. Επινοώντας «αντίδοτα», 2012: 315/316). Ή, με τον δικό του στίχο:
  • «-Γεια και χαρά στον κόσμο μας, σ’ τον όμορφό μας κόσμο!»
  • 12) Πρόκειται για ένα σθεναρό «αντίδοτο» στον θάνατο που κάθε μέρα τον μαραζώνει, με «μόνη κραυγή του πόνου», όπως παρατηρούσε ο Κ. Χατζόπουλος («Κ. Κρυστάλλης» [1912], στο: B. Αυδίκος [επιμ.], Κ. Κρυστάλλης, 2018: 168), τον στίχο:
Πάρε με επάνω στα βουνά, τι θα μας φάει ο κάμπος!
* ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου