Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Μαγική λέξη, EFSYN, 4 Δεκεμβρίου 2024

 

Ο Δεκέμβριος, τα Χριστούγεννα, ο καινούργιος χρόνος ξαναστήνουν τις μαγεμένες πόλεις· τα χωριά, όποιο όνομα κι αν έχουν, που ανοίγουν μια φορά τον χρόνο αφήνοντας ελεύθερο το τζίνι από το μαγικό λυχνάρι. Οσο πιο μικρή η ηλικία, τόσο πιο μεγάλη η δόση της μαγείας που εγχέεται στον οργανισμό. Τη βλέπω όπως φανταζόμουνα τις μαγεμένες πόλεις, γράφει ο Τσέχος ποιητής Νέζβαλ («Η Πράγα με τα δάχτυλα από βροχή»). Αναφέρεται στη γενέθλια πόλη του.

Κάπως έτσι νιώθουν όλοι, ακόμη και οι μεγάλοι, αυτές τις μέρες. Κι όταν επικαλούνται την ανάγκη των παιδιών ή των εγγονών τους. Για να απαλλαγούν από τον σταυρόκομπο του ορθολογισμού τον υπόλοιπο καιρό. Το τζίνι ακούει ευκολότερα τις επιθυμίες, ιδίως των μικρών παιδιών, βγαίνει από το λυχνάρι και δίνει στις λέξεις δύναμη μαγική. Μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους, να ανοίξουν οι ουρανοί των προσδοκιών.

Η λέξη μαγεία, πλέον, έχει δραπετεύσει από τα παραμύθια. Εγινε μέρος του λεξιλογίου της καθημερινότητας. Ολα γίνονται υπέροχα, εκπληκτικά και μαγικά. Κι έτσι οι λέξεις απομαγεύονται. Κρύβουν τη λιποταξία μας από τον κόσμο του μαγικού που δεν είναι για χόρταση. Ολοι ξέρουν πως στα παραμύθια η μαγεία διαρκεί όσο η αφήγηση. Μετά αποκαθίσταται η κανονικότητα. Η σκληρή πραγματικότητα. Δεν είναι για χόρταση η μαγεία. Είναι σαν το άρωμα σε μικρό μπουκάλι. Αρκεί μια σταγόνα, για να αλλάξει η διάθεση.

Ή και μια λέξη. Αυτό το κατάλαβε ο Καρίμ, ο αδελφός του Αλή Μπαμπά. Λαιμάργησε να σακιάζει χρυσάφι. Και ξέχασε τη μαγική λέξη που θα άνοιγε την πόρτα της σπηλιάς. Αυτό το παθαίνω συχνά με τις μαγικές λέξεις στις ποικίλες συσκευές (κινητό, τηλεόραση, υπολογιστή) αλλά και μύριους όσους λογαριασμούς (μέσεντζερ, φέισμπουκ, τραπεζικές κάρτες), ων ουκ έστιν αριθμός. Ξεχνάω το σύνθημα ή το παρασύνθημα που θα ανοίξει τη σπηλιά της τεχνολογίας. Και όταν αλλάζω τους κωδικούς, παθαίνω σαν τους κόμπους που δένονται σφιχτά και μετά δεν ξελύνονται. Θυμάμαι μια περίπτωση στην Αγγλία, σε καιρό που αυτά ήταν στην αρχή. Μου κλειδώθηκε η κάρτα κι εύρε γύρευε μετά.

Αυτό το αίσθημα της ασφυξίας διαχέεται τον τελευταίο καιρό. Οι λέξεις είναι δίσημες. Εύκολα απομαγεύονται. Χάνουν τη δύναμη κατανόησης. Τη δυνατότητα να ανοίγουν την πόρτα της συλλογικότητας. Εύκολα αποφορτίζονται. Και τότε οι παλιές λέξεις είναι η οριακή γραμμή για την έκλυση μίσους και δυσανεξίας. Απομαγεύονται οι ανθρώπινες, οι συντροφικές σχέσεις. Οι λέξεις γίνονται κουφάρια. Πουλιά που πετάνε τρομαγμένα, μακριά από εκεί που φώλιαζαν.

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε. Οι ημέρες της μαγείας πλησιάζουν. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να φωτίσουμε τη λέξη «αγάπη». Τη χρειαζόμαστε. Ως έγνοια για τους άλλους. Γιατί να μη στολίσουμε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο με τη λέξη αγάπη.

 

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το κορίτσι με τα εσώρουχα, EFSYN, 5 Νοεμβρίου 2024

    Print

Μπήκε ξαφνικά στη ζωή μας. Αφορμή στάθηκε ο σωφρονιστικός έλεγχος της αστυνομίας στον τρόπο που η νεαρή φοιτήτρια φορούσε το χιτζάμπ, τη μουσουλμανική δηλαδή μαντίλα της. Στην Τεχεράνη, εκεί όπου παλιότερα άνθησαν η τέχνη και η επιστήμη. Ολα τα αυταρχικά καθεστώτα στοχεύουν στο σώμα, ιδίως το γυναικείο. Παλιότερα κατηγορούσαν το γυναικείο κορμί ως κατοικία διαβολικών απόψεων. Και γι’ αυτό το έκαιγαν. Ο Μεσαίωνας επέλεξε δραστικές λύσεις. Οι γυναίκες ήταν μάγισσες. Κουβαλούσαν ανατρεπτικές ιδέες.

Αργότερα, ο Πάγκαλος μέτραγε το μήκος της φούστας στους δρόμους της Αθήνας, που έγινε το μέτρο της γυναικείας ηθικής για τους κρατούντες. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες το σώμα της γυναίκας έγινε εργαστήριο για ρήξη με τις παλιότερες αντιλήψεις, που προόριζαν τη γυναίκα για συγκεκριμένους ρόλους. Οι πρώτες φεμινίστριες έσχιζαν τα σουτιέν τους. Θεωρήθηκε μέσο αμφισβήτησης των ισχυόντων στερεοτύπων. Θέλουμε έναν άλλο κόσμο, έλεγαν με την πράξη τους, στον οποίο το γυναικείο σώμα δεν θα εγκλωβίζεται. Οπως επιτάσσουν οι παλιοί νόμοι και οι οικονόμοι τους.

Η Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2024, σκιαγραφεί με εξαιρετικό τρόπο τα ήθη της κοινωνίας της στο μυθιστόρημά της «Η χορτοφάγος» (Καστανιώτης). Ενα βιβλίο που αφηγείται τη ρήξη της πρωταγωνίστριας με τον ρόλο που είχαν ράψει για τον εαυτό της όλοι οι άλλοι. Πρωταγωνιστεί το σώμα στην αντιστασιακή της πράξη. Το πληρώνει. Γνωρίζει τις συνέπειες. Ομως, αντιστέκεται. Μια μορφή του ξεσηκωμού της είναι η απόφασή της να μη φοράει σουτιέν. Πώς τόλμησε, όλοι αναρωτιούνται. Οι θηλές του στήθους προκλητικές κάτω από το ρούχο. Μια άλλη πρόταση για την ηθική.

Αυτή η εντύπωση έγινε φανερή στην Τεχεράνη. Η νεαρή αφαιρεί τα ρούχα της και μένει με τα εσώρουχά της. Θυμήθηκα φευγαλέα το βιβλίο «Το κορίτσι με τα σπίρτα». Μόνο που εκείνο ήταν αδύναμο. Πάλευε με τη φτώχεια της. Ετούτη στην πανεπιστημιούπολη φαίνεται δυνατή. Συνειδητοποιημένη. Δίπλα της συμφοιτήτριες αμήχανες, μέσα στο μαύρο χιτζάμπ της υποκριτικής ηθικής. Ακούγονται οι φωνές άλλων που βιντεοσκοπούν τη σκηνή. Παρακολουθούν τα δρώμενα από την ασφάλεια του ρόλου που τους έχουν αναθέσει.

Το κορίτσι με τα εσώρουχα. Μια θαρραλέα γυναίκα. Που προτάσσει το σώμα της στην ισοπεδωτική δύναμη του αυταρχισμού. Είναι το μόνο όπλο που της απομένει. Την παρακολουθώ να κάθεται και μετά να σηκώνεται όρθια, με σταυρωμένα χέρια. Να βηματίζει. Γνωρίζει τι την περιμένει. Αναμένει τη σύλληψή της από εκείνους που φοβούνται τη γυμνή αλήθεια. Είναι ήρεμη. Θυμάμαι το επεισόδιο στο Πεκίνο. Με τον Κινέζο που πρόταξε το κορμί του. Διαμαρτυρία για όσα έγιναν στην πλατεία εναντίον των φοιτητών.

Το κορίτσι με τα εσώρουχα. Ξεγύμνωσε την ηθική της υποκρισίας με την πράξη της.

 

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Η σκούπα του Αϊ-Σουλά, EFSYN, 22 Οκτωβρίου 2024

 

«Τη μέρα εξυπηρετεί, τη νύχτα δεσπόζει. Τι είναι;» Παλιότερα το παιχνίδι με τα αινίγματα ήταν αγαπημένη δραστηριότητα. Αφορούσε τους πάντες. Με τον τρόπο αυτό πετύχαιναν τρία πράγματα. Το ένα ήταν η συνοχή της ομάδας, καθώς όλοι συμμετείχαν σε μια ψυχαγωγική και γνωστική διαδικασία. Το δεύτερο αφορούσε την πατριδογνωσία. Το αίνιγμα αντλούσε υλικό από οικείες εικόνες, των οποίων η απάντηση υπονόμευσε τον κυρίαρχο ορθολογισμό. Το τρίτο είναι η καλλιέργεια μιας δυνατότητας απεγκλωβισμού από τον θετικισμό. Και όλα αυτά, χωρίς θεωρητικολογίες.

Η απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα είναι: η σκούπα. Στις μέρες μας το μυαλό των νεότερων θα πήγαινε στις ηλεκτρικές σκούπες, μικρές και μεγάλες. Ομως, ακόμη και σήμερα υπάρχει βιοτεχνία, ιδίως στη Νέα Βύσσα του Εβρου, που φτιάχνουν σκούπες – αλλά και αλλαχού. Στην καθαρεύουσα η σκούπα είναι γνωστή με την ονομασία «σάρωθρον». Κατασκευαζόταν από την αφάνα, έναν ακανθώδη θάμνο, ή από τις κορφάδες του φυτού σόργου.

Το ενδιαφέρον με τη σκούπα, όποιο και αν είναι το υλικό, εντοπίζεται στην καθημερινή χρηστικότητα. Καθαρίζει το σπίτι αλλά και τους επαγγελματικούς χώρους. Μαζεύει τα σκουπίδια. Ομως, στη χρηστικότητα οφείλεται η πολλαπλή μεταφορική της σημασία. Πρώτα απ’ όλα, η ταύτισή της με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τους έμφυλους ρόλους. Η σκούπα και το καθάρισμα ταυτίζονται με τις γυναίκες αλλά και με περιθωριοποιημένες κοινωνικές τάξεις (παραδουλεύτρες, καλφάδες). Είναι γνωστό πως προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένα κορίτσι έτοιμο για γάμο, ήταν να αποκτήσει τη δεξιότητα να μη «σκουπίζει όσα βλέπει η πεθερά».

Πέρα από τα άλλα, ποιος /α δεν έχει ακούσει ή δει την ιστορία της μάγισσας Φούρκας, η οποία ανεβαίνει στη σκούπα της, καταργώντας τους νόμους της φύσης και προαναγγέλλοντας τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες έκαναν πράξη τις μύχιες επιθυμίες πολλών γενεών που μεγάλωσαν με την επιθυμία να απογειωθούν.

Η λειτουργία ως σαρώθρου της σκούπας την κατέταξε στα βασικά μέσα μαγικών πράξεων. Αναφέρεται συχνά στα ξόρκια με θεραπευτική πρόθεση. Να σκουπίσει το κακό. Σ’ αυτή την περίπτωση, όταν η μαγική αντίληψη συναντιέται με την έκκεντρη θρησκευτική πίστη παράγει σουρεαλιστικά αποτελέσματα. Ενα ζευγάρι, στη δεκαετία του 1980, που είχε αποκτήσει κορίτσια, προσέφυγε σε μοναστήρι, στο οποίο ένιοι μοναχοί τούς συνέστησαν, εκτός από τη νηστεία και τις προσευχές, να επιχειρήσουν τη συνεύρεση πάνω σε σκούπα, ώστε να σαρωθεί το «κακό».

Στο μοναστήρι του Αϊ-Σουλά, στη Σουρωνή Ρόδου, επισημαίνει η λαογράφος Μαρία Ανδρουλάκη, οι πιστοί αφιέρωναν σκούπες στον άγιο, ώστε, με τη βοήθεια του αγιάσματος να τους θεραπεύσει από τα δερματικά νοσήματα. Πολύσημη η σκούπα. Ακόμη και στην πολιτική είναι παρούσα. Πολυνομοσχέδια-σκούπα αλλά και σκουπίζουν οι έχοντες την εξουσία τους αντιπάλους. Και οι πολίτες; Να ’χε σκούπρα η σκούπα μας…

 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, O Λάμποβος της Παραμυθιάς, efsyn, 15 Οκτωβρίου 2024

 

Αρχινάει στα Τρίκαλα, Λιάκο μ’, το παζάρι». Αυτά τραγουδάει η Λιζέτα Νικολάου, που μεταφέρει ήχους και λέξεις, γεύσεις και εικόνες μιας άλλης εποχής. Τότε που η ύπαιθρος περίμενε το ετήσιο παζάρι να πουλήσει σκουτιά και αγροτικά προϊόντα, αλλά, κυρίως, να γευτεί, να ψαύσει έναν άλλο τρόπο ζωής. Εκείνον της πόλης. Να χορτάσουν τα μάτια τους με εικόνες ανέγνωρες. Να σπάσουν τη μονοτονία της υπαίθρου απολαμβάνοντας έναν ξένο τρόπο ζωής. Αλλες γεύσεις και θεάματα, άλλα χρώματα. Γόβες, φούστα παρδαλή, γιορντάνι. Αλλά και να δει την Γκόλφω και τον Αράπη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τη μουσική του, κυρίως ο Κώστας Βίρβος σκιτσάρει τον κόσμο της υπαίθρου, τις επιθυμίες του, τις ανάγκες του.

Στην εποχή μας δεν θα μπορούσε να γραφτεί ένα τέτοιο τραγούδι. Οι πολίτες της χώρας, όπου και αν ζουν, βλέπουν τα ίδια θεάματα, αγοράζουν τα ίδια πράγματα, καθώς το shopping online αλλά και τα πολυκαταστήματα έχουν αντικαταστήσει, σε καθημερινή βάση, το ετήσιο παζάρι.

Δεν κίνησα για τα Τρίκαλα, ή τα Φάρσαλα, όπου γίνονται, παλαιόθεν, σπουδαία παζάρια. Στόχος μου ήταν το παζάρι της Παραμυθιάς, γνωστό ως Λάμποβος, ιστορική ένδειξη των μετακινήσεων πληθυσμών όταν δεν υπήρχαν τα σύνορα όπως τα ξέρουμε σήμερα.

Η πόλη είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία. Μοιάζει να ιππεύει το σαμάρι του όρους Γκορίλα, που έχει υψώσει προστατευτικό περιτείχισμα στην πλάτη της. Περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους, έχεις την εντύπωση ότι ακούς τις λαλιές των Τζαβελλαίων και των άλλων οπλαρχηγών. Θα επισκέπτονταν τον Λάμποβο, στις αρχές Οκτωβρίου, «όπου ικανά κτήνη και εδώδιμα πωλούνται» (Αραβαντινός, 1857). Οι Σουλιώτες, αρματωμένοι, θα κατέβαιναν στην Παραμυθιά, να ψωνίσουν για τον χειμώνα. Αλλά και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους προκρίτους.

Η πόλη έχει φορέσει τα καλά της. Ζει για τον Λάμποβο. Για δέκα ημέρες η Παραμυθιά επιστρέφει στο παρελθόν. Τότε που ήταν το κέντρο της περιοχής. Που η αγορά της εξυπηρετούσε τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς. Οι νέοι δρόμοι, η θάλασσα, το λιμάνι της Ηγουμενίτσας της στέρησαν την πρωτεύουσα θέση. Ομως, στον κόρφο της κρατάει ακόμη τα εμβλήματα ενός ακμάζοντος παρελθόντος.

Ο Λάμποβος είναι η μεγάλη, λαϊκή γιορτή. Κινητοποιούνται όλοι/ες. Παντού στήνονται πρόχειρες ψησταριές. Η τσίκνα από τα κρέατα απλώνεται στην ατμόσφαιρα, στοχεύοντας στη διέγερση της επιθυμίας. Τουριστικά λεωφορεία ξεφορτώνουν ημερήσιους επισκέπτες. Γυναίκες και άντρες επιστρέφουν με τσάντες γεμάτες. Ο κεντρικός δρόμος θυμίζει παλιό νυφοπάζαρο. Ο διάδρομος ανάμεσα στα πρόχειρα καταστήματα δυσκολοδιάβατος από την πολυκοσμία. Ανάμεσά τους μαθητές/τριες από τα τοπικά σχολεία.

Οι εποχές άλλαξαν. Η ανάγκη, όμως, για συμμετοχή σε μια γιορτή παραμένει ισχυρή. Το ίδιο και η επιθυμία των ντόπιων να διεκδικήσουν μια θέση στην οικονομική γεωγραφία.

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το παγκάκι, EFSYN, 8 Οκτωβρίου 2024

 

Οκτώβριος. Ανακουφιστική η πτώση της θερμοκρασίας. Είναι η μόνη πτώση που δεν προκαλεί αμηχανία. Τα φύλλα των δέντρων γέμισαν την πλακόστρωση. Ο γύρω χώρος μοιάζει με χαλί φτιαγμένο από φύλλα πλατάνου. Προκλητικό το θέαμα, μου ’ρχεται να ξαπλώσω πάνω του, να σκεπαστώ με το χαλί, να πέσω σε χειμερία νάρκη, να χωθώ στην αγκαλιά της φύσης. Με προλαβαίνει ένα κατάξανθο αγγελούδι, με τα μακριά μαλλιά του, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρόνων. Τα δόντια αραιωμένα, η γλώσσα να πέφτει στη λακκούβα, τα φωνήεντα να βγαίνουν πατημένα. Μαμά, έλα κι εσύ να ξαπλώσουμε. Αλλη φορά, της κάνει νόημα η μητέρα απορροφημένη από τη συνομιλία στο κινητό.

Στο διπλανό παγκάκι ένα ζευγάρι που νιώθει την εποχή να την έχει κάνει εσάρπα. Εχουν περάσει τα χρόνια, το απόγευμα ζεστό, ο ήλιος που γέρνει κρατάει τις τελευταίες αχτίδες γι’ αυτό το παγκάκι, γι’ αυτό το ζευγάρι, το λούζει στο φως του που ζεσταίνει τα κόκαλα. «Σταθμός Πελοποννήσου /κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι/μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα». Σαν να ακούω τη φωνή του Γιάννη Βαρβέρη, που συνομιλεί με τη μάνα του («Εσπερινός της Αγάπης»).

Το ζευγάρι σε αρκετά ώριμη ηλικία, η γυναίκα ακουμπά το κατάλευκο κεφάλι στον αντρικό ώμο, που την έχει αγκαλιάσει με το αριστερό, τρεμάμενο χέρι του. Απλώνει τη δεξιά παλάμη του, να εμποδίσει τον ήλιο να της προκαλέσει δυσφορία. Γυρίζει εκείνη, ακουμπά τα χείλη της στο πέτο του σακακιού. Γέρνουν και οι δύο στην πλάτη του παγκακιού. Κλείνουν τα μάτια. Ο ήλιος περιλούζει το ξύλινο παγκάκι, φαίνεται να φτιάχνεται ένας φωτοστέφανος από την αντανάκλαση των ηλιαχτίδων στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι. Κάθομαι δίπλα, να δανειστώ μια σταλιά από την αγάπη τους. Με δυσκολία μετακινούνται, να μου κάνουν χώρο. Αλαφιάζομαι. Νιώθω ιερόσυλος.

Σηκώνομαι όρθιος, βιαστικά απομακρύνομαι. Σαν να με κυνηγούν ερινύες. Διασχίζω τους πολύβοους δρόμους. Λαχανιασμένος, πλην ανακουφισμένος, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι. Με σήκωσε το οργιό. Μάρμαρο η βάση, κούρμπα οι άκρες. Απλώνω το κορμί μου προς τα πίσω να ξεκουραστώ, να απολαύσω τον καφέ που αγόρασα σε πλαστικό. Νιώθω τον καφέ να περιχύνεται στα ρούχα, τσίριξα από την κάψα. Το κεφάλι μου ευτυχώς δεν χτύπησε στον κόθρο του τσιμέντου, ευτυχώς κάποιοι είχαν αφήσει μια πλαστική σακούλα με ό,τι περίσσεψε από το απογευματινό τους.

Σκέφτομαι να γράψω γράμμα στους δημάρχους. Να μιλήσει ένα παγκάκι ξύλινο. Με πλάτη βεβαίως. Να τους ρωτήσει γιατί κυνηγάνε τους μοναχικούς, τους ερωτευμένους, τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους απελπισμένους. Ολους εκείνους που θέλουν να ξαποστάσουν. Που δεν έχουν χρήματα να καθίσουν στο καφέ. Γιατί βάζουν παγκάκια χωρίς πλάτη;

Κάθομαι σ’ ένα παλιό παγκάκι. Δίπλα μου μια καρδιά, το σχήμα ξεφτισμένο.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο γερασμένος κόσμος μας, EFSYN, 1 Οκτωβρίου 2024

 

«Προσπαθώ να πω τα πράγματα/με τ’ όνομά τους/και κάθε τόσο συναντώ/καινούργιες δυσκολίες» («Η βία», Τίτος Πατρίκιος). Η δεύτερη ημέρα του Οκτωβρίου είναι αφιερωμένη στη μη βία. Πρόκειται για μία από τις εκατοντάδες επετειακές ημέρες που προκαλούν αμηχανία. Γιατί οι αφιερωματικές ημέρες λειτουργούν ως αντιδομή, για να χρησιμοποιήσω αυτόν τον κλασικό όρο.

Είναι, με άλλα λόγια, βαλβίδες εκτόνωσης και μεγαλόστομων διακηρύξεων για όσους κυβερνούν τον πλανήτη ή έχουν την ευθύνη της ασφάλειας. Λόγια κενά περιεχομένου που χαϊδεύουν τα αυτιά. Λόγια που εξατμίζονται την επόμενη ημέρα. Μια άλλη επέτειος θα αντικαταστήσει την απελθούσα.

Εχει δίκιο ο ποιητής. Πώς μπορεί να μιλήσει κάποιος γι’αυτό που συμβαίνει. Για την καθολική βία. Ολος ο κόσμος είναι ένα καζάνι που βράζει. Κάθε τόσο το καζάνι κοχλάζει και ξεπετάγεται ο ζεματισμένος ατμός της βίας που προκαλεί κοινωνικά εγκαύματα. Η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, λεγόταν παλιότερα. Ο ποιητής δυσκολεύεται να την ορίσει, δεν προσφεύγει σε εύκολα σχήματα. Το βέβαιο είναι πως η βία ενθαρρύνεται από πολλούς, σε όλο τον κόσμο. Που προσδοκούν σε οφέλη.

Τι συμβαίνει, όμως, με τη βία των εφήβων; Πώς να οριστεί; Πώς να πεις τα πράγματα με το όνομά τους; Αρκεί η μεταφορά της συζήτησης στον ψυχικό κόσμο των παιδιών; Η Οπυ Ζούνη, η σπουδαία εικαστικός, προτείνει τη δική της στάση. Τι να αφήσεις σ’ έναν γερασμένο κόσμο; αναρωτιέται. Μόνο αισιοδοξία μέσα στην ακατάσχετη βία, προσθέτει. Και την πιο απελπιστική, τη νεανική βία. Τι κόσμο χτίζουμε, που δεν μπορούμε ακόμα να κατευθύνουμε τη νεανική ενέργεια σε θετικούς στόχους;

Μια φωνή που στοχεύει στην καρδιά της γερασμένης κοινωνίας μας. Που πιστεύει πως η μποτοξοποίηση του προσώπου της μπορεί να την ξανανιώσει. Τακτική στρουθοκαμήλου. Βάζει το κεφάλι στην άμμο ζώντας με ψευδαισθήσεις. Τι κόσμο χτίζουμε για τις νέες γενιές; Αρκεί να γινόμαστε κήνσορες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και πολιτευτές; Η βία υπάρχει παντού, γίνεται πρότυπο συμπεριφοράς. Ο δημόσιος λόγος παράγει βία. Λόγος τοξικός. Οι πρώην φίλοι, σύντροφοι και σύμμαχοι γίνονται προδότες. Μισιούνται. Και δεν εξαιρείται κανένας. Οι έφηβοι εσωτερικεύουν τη βία, τον επιθετικό λόγο ως τη μόνη λύση. Δεν καλλιεργείται η ανεκτικότητα. Ο διάλογος εξοστρακίζεται. Η εξόντωση του αντιπάλου, ο μόνος στόχος.

Τρομάζει η βία των εφήβων. Μας θυμίζει πως οι ανθρώπινες κοινωνίες οπισθοχωρούν. Οσο και αν νομίζουν πως προοδεύουν. Οι έφηβοι ζητάνε να ακουστούν. Ενα μεγάλο ποσοστό γονέων τροφοδοτεί τη βία των παιδιών. Με την απουσία τους. Πολλοί γονείς εξελίσσονται σε τρομοκράτες στα σχολεία. Η ανεξέλεγκτη παροχή υλικών αγαθών μπορεί να μακιγιάρει την ευθύνη τους. Οι συνεπείς εκπαιδευτικοί σιωπούν για να μη βρουν τον μπελά τους.

Γερασμένος ο κόσμος μας... Διορθώνεται με τιμωρίες; Αβέβαιο.

 

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ανταλλαγή, EΦSYN, 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2024

 

Δίνω κάτι σε κάποιον/α άλλον/η και σε αντιστάθμισμα παίρνω κάτι ισοβαρούς ποσότητας ή αξίας.

Στο παρελθόν, τότε που οι κοινωνίες δεν είχαν αναπτύξει χρηματοοικονομικό σύστημα, οι ανταλλαγές ήταν βασικός δίαυλος για την οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Είχαν διαμορφώσει οι κοινωνίες ένα αξιακό σύστημα ανταλλαγών, που εξαρτιόταν από τη διαθεσιμότητα των προϊόντων, την ποσοτική επάρκεια, το διατροφικό και πολιτισμικό σύστημα.

Η ανταλλαγή ως προσπάθεια αποτύπωσης των κοινωνικών και οικονομικών ισοδύναμων αποτυπώνεται στα γαμήλια συμβόλαια αλλά και στις απαγωγές - όχι μόνο στο παρελθόν. Ο γάμος στηριζόταν στην ανταλλαγή ανθρώπινου δυναμικού με ισοδύναμο υλικά αγαθά (κτηματική και ζωική περιουσία, προικιά και χρήματα αργότερα). Η μια μεριά έδινε ή πρότεινε τη σύναψη γάμου ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα και η άλλη καθόριζε το αντιγύρισμα. Με άλλα λόγια, όριζε την ισοδυναμία των προσφορών με βάση τις ικανότητες των νέων και το κοινωνικό κύρος της οικογένειας.

Ανταλλαγή ήταν και η αλληλεγγύη που εμφανιζόταν ως εθιμικό δίκαιο στις αγροτικές εργασίες. Τα μέλη των νοικοκυριών ανταποκρίνονταν στο αίτημα για βοήθεια σε διάφορες εργασίες (καρποσυλλογή, κούρεμα αιγοπροβάτων, θερισμός), με τη βεβαιότητα ότι αυτή η προσφορά εθελοντικής εργασίας θα επιστρεφόταν σε αντίστοιχη ανάγκη.

Αυτή η λογική βρίσκεται στη βάση ενός μέρους του εθελοντισμού. Σε πολλά πανεπιστήμια ενισχύεται ο εθελοντισμός, του οποίου η πιστοποίηση μεταφράζεται σε ισχυρό στοιχείο του βιογραφικού ενόψει της διεκδίκησης επαγγελματικού και επιστημονικού ρόλου.

Η ανταλλαγή, επίσης, γίνεται ρυθμιστικός παράγοντας στη διεθνή πολιτική. Εκδηλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία οι ψηφοφορίες και τελικές συμφωνίες δεν υπακούν στο δίκαιο και την ανάγκη των πολιτών. Προηγούνται συζητήσεις και ανταλλαγές κάθε είδους.

Σ’ αυτή τη λογική γίνονται οι συνθήκες για την ειρήνη ύστερα από κάποια πολεμική σύγκρουση - ή κατά τη διάρκειά της. Αλλάζουν οι συσχετισμοί και μεταβάλλονται παροχές και αντιπαροχές. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα του 1922, του οποίου η ιστορική κατάληξη οφείλεται και στη διαφοροποίηση των συμμαχιών, συνεπώς και των προσδοκώμενων αντιγυρισμάτων.

Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από μια ανταλλαγή πληθυσμών. Οι χριστιανοί κάτοικοι της Μικρασίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το βιος τους, στην Καππαδοκία και αλλαχού. Το ίδιο και οι περισσότεροι μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα. Η αντιπαροχή ήταν η πίστη της διεθνούς κοινότητας σ’ έναν κόσμο ομοιογενή.

Για τους ανταλλασσόμενους η αντιπαροχή ήταν η αβεβαιότητα. Η απαξίωση συχνά, ο ρατσισμός και ο αγώνας για να στήσουν νοικοκυριό εξαρχής. Εχουν γραφτεί πολλά. Και ειπώθηκαν στην εκδήλωση που οργάνωσαν οι Μικρασιάτες στο Νέο ψυχικό. Με νοσταλγία για τα πατρογονικά, χωρίς μισαλλοδοξία. Σαν τον Τουρκογιαννιώτη στη Σινασό. Είχε πάντα ένα πουγκί με λίρες πάνω του. Για να είναι έτοιμος όταν έρθει η ώρα της επιστροφής στην πατρίδα του. Ονειρα που θέρμαιναν την αξενία.

 

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Χρυσό μου, my bonus, EFSYN, 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2024

 

Χρυσό μου, my bonus

 ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ

               Print

Ηταν μια φορά κι έναν καιρό οι ΔΕΚΟ. Ηγουν, Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί. Δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν τους πολίτες. Είν’ αλήθεια πως οι πολιτευτές και η εγγενής πελατειακή λειτουργία της πολιτικής στη χώρα φόρτωσαν πολλά σουσούμια σ’ αυτές τις επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΙΚΑ, Ολυμπιακή κ.λπ.), σε σημείο που εξελίχθηκαν σε γρανάζι ενοχλητικό για την αντιμετώπιση αρκετών ζητημάτων.

Τα χρόνια πέρασαν, είχαμε την επέλαση του νέου θεού στην οικονομία και την κοινωνία. Η ιδιωτικοποίηση έγινε ο μητροπολιτικός ναός μας. Παντού. Κι έτσι αυτές οι επιχειρήσεις, μαζί με τις τράπεζες, σταδιακά απέκτησαν τη μορφή του εφιάλτη για τους πολίτες. Αυξήσεις επί αυξήσεων, στο όνομα του εξορθολογισμού και της εξυγίανσης.

Ο νέος θεός αντιμετώπισε τους πολίτες ως υποζύγια. Κι άρχισε να φορτώνει στις πλάτες τους ό,τι σκεφτόταν. Δάνεια ανεπίστροφα και αναθέσεις σε όσους είναι μέλη αυτής της οικονομικής αίρεσης. Οι πολίτες θυμίζουν τους συμπαθείς ημιόνους στους τουριστικούς προορισμούς. Που ανέχονται αδιαμαρτύρητα το αβάσταχτο βάρος. Η κούραση δεν τους αφήνει να αντιδράσουν. Ξέχασαν να κλοτσάνε. Αποδέχτηκαν αυτό που τους έβαλαν στον νου τα αφεντικά, οι πλεονέκτες άνθρωποι. Που ξέχασαν τα όρια και την ανάγκη της έγνοιας για όλους.

Η νέα οικονομική και κοινωνική «θρησκεία» έχει, όμως, ανάγκη από «επισκόπους» των νέων ηθών. Από ηγέτες που δεν θα νοιάζονται για τους πολίτες και την κοινωνική συνοχή. Αλλά για την επικράτηση του νέου δόγματος. Την αποδοχή του ως της μόνης και δυνατής επιλογής. Οι πολίτες υπάρχουν ως υποζύγια που αυξάνουν το εθνικό εισόδημα. Και περιορίζονται στον ημερήσιο ή μηνιαίο σανό τους.

Μια κυνική έκφραση αυτής της αντίληψης είναι ό,τι συμβαίνει στις πρώην δημόσιες επιχειρήσεις και τις τράπεζες. Μηδέν επιτόκιο στους καταθέτες. Την ίδια στιγμή μηχανεύονται τρόπους να ρευστοποιήσουν τις μικροκαταθέσεις σε ομόλογα και διάφορα άλλα, παρουσιάζοντάς τα ως αγαθές υπηρεσίες. Πάλι η ακόρεστη δίψα για οικονομική αφυδάτωση των ανίσχυρων. Ο «ναός» να είναι καλά.

Οι νέοι «επίσκοποι», που ονομάζονται πλέον γκόλντεν μπόις (εις την ελληνικήν χρυσά αγόρια), τριβελίζουν τον εγκέφαλό τους πώς θα βάλουν το χέρι στις τσέπες των πολιτών. Να πάρουν και το τελευταίο σεντ.

Τέτοια περίπτωση είναι και η ΔΕΗ. Ταλαιπώρησαν οι «επίσκοποι» το μυαλό τους να βρουν τρόπους να παγιδέψουν τον κόσμο. Τιμολόγια χρωματιστά, που έμοιαζαν περισσότερο με παρέλαση καρναβαλικών οχημάτων. Καθένα από αυτά και διαφορετικό χρώμα. Η πρόθεση η ίδια. Οι πολίτες να νιώσουν αδύναμοι. Τουλάχιστον ο καρνάβαλος μεταμφιέζεται για να διασκεδάσει.

Σε αυτό το κλίμα της απόγνωσης, τα γκόλντεν μπόις υπηρετούν δύο θεούς. Τη νέα θρησκεία που τους τοποθετεί στη θέση. Αλλά και τον εαυτό τους. Οι πλουσιοπάροχες αμοιβές είναι το αντίτιμο των υπηρεσιών που προσφέρουν. Το χρυσοφόρο μπόνους είναι ο δικός τους θεός. Ενας ισχυρός ερωτικός δεσμός.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Σ’ αφήνω την καλοχρονιά, EFSYN, 3 Σεπτεμβρίου 2024

 Σ’αφήνω την καλονυχτιά, αγάπη μου γραμμένη, τραγουδάει με ηδυπαθή φωνή ο τραγουδιστής. Στην αυτοσχέδια πίστα χορεύουν μια σειρά άντρες και τρεις επάλληλες σειρές με γυναίκες. Ακολουθούν τα ίχνη των προγόνων τους. Ο τρόπος που χόρευαν στην Πίνδο μεταφυτεύτηκε στον κάμπο. Με κάποια προσομοίωση, καθώς η πλήρης επιτυχία της μεταφύτευσης είναι σχεδόν αδύνατη.

Ανακατεμένες οι γενιές. Η πρώτη σχεδόν έχει αποχωρήσει από τη ζωή. Στον χορό η δεύτερη γενιά και τα παιδιά, αλλά και τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Ολοι έχουν αίσθηση αυτού που γίνεται. Συμμετέχουν σε κοινωνία του παρελθόντος με νέους όρους. Χωρίς κάποιος να τους επιβάλλει τη συμπεριφορά. Χωρίς εξαλλοσύνες και ακρότητες. Με επίγνωση της ανάγκης να ακονίσουν τους δεσμούς τους με αυτό που λοιδορήθηκε. Απαξιώθηκε.

Επιστροφή στη μήτρα μου. Εκεί που άκουσα τις πρώτες λέξεις στα ελληνικά. Στην γκορτσιά που διεκδικούσε να κόψει την πείνα. Εκεί που οι πέτρες, κάθε εκατοστό, θυμίζουν τις πληγές στα γόνατα, τα παιχνίδια.

Ελαιώνας. Οι νύχτες είναι βάσανο γι’ αυτούς που αγαπούνε/ το έχουν όλοι μυστικό και δεν το μαρτυρούνε. Συνεχίζει το τραγούδι. Ναι, οι νύχτες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές γι’ αυτούς που κούρνιασαν στα κράσπεδα της πόλης, προσπαθώντας να φορέσουν τη μάσκα της μεταμφίεσης Να μοιάσουν στους άλλους. Να αλλάξουν το δέρμα, τον πολιτισμό. Να ξεχάσουν τα πανηγύρια τους. Να βρίσκουν την ψυχή τους σε υπόγεια διασκεδαστήρια των πόλεων, όπου συναντούσαν τους δικούς ήχους, τα δικά τους χούγια. Να στήσουν δικά τους πανηγύρια στον κάμπο. Πέρα από τον ευτελισμό και του στίχου και του ήχου.

Ελαιώνας. Ορθιες παρακολουθούσαν οι σκιές μας. Αυτοί που έστησαν τις καλύβες σε όχτους. Με την ελπίδα να βάλουν ένα κεραμίδι στον ύπνο τους. Μια χάρη κυρά μου σου ζητώ και να με συμπαθήσεις, το παραθύρι τ’ ακρινό απόψε μην το κλείσεις. Η προσήλωση στο πανηγύρι θεωρήθηκε απολίθωμα μιας άλλης εποχής. Ενα άδειο ρούχο που θα σαρωθεί από τα καινούργια ήθη. Και μπροστά, οδηγούσαν τον οδοστρωτήρα της ισοπέδωσης επιστήμονες που μαϊμούδιζαν. Που γέμισαν το τσερβέλο τους με πολλά γράμματα. Δεν μπόρεσαν να ανοίξουν την ψυχή. Να δουν πως η ζωή είναι σαν το αυγοτάραχο. Με αντιφατικότητες. Οπου οι πόλοι δεν είναι ποτέ σαφείς. Εισχωρεί ο ένας στον άλλο.

Ελαιώνας. Στην Πρέβεζα. Παιδιά της εποχής τους, στην αμφίεση, στον λόγο, στη γλώσσα του σώματος. Παιδιά με πολλαπλές εμπειρίες και ανησυχίες. Δίχως εσωστρέφεια. Δεν στρέφονται στα πανηγύρια για να αποφύγουν τον χορευτικό και μουσικό πολιτισμό της καθημερινότητάς τους. Δεν συμμετέχουν για να διασκεδάσουν τον χρόνο τους. Αναζητούν την πολιτισμική και κοινωνική ισορροπία. Τη συλλογικότητα. Να προσθέσουν στο μέλλον το αίσθημα μιας γόνιμης συλλογικότητας.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Δροσοσταλίδες, EFSYN, 9 Ιουλίου 2024

Πολλοί οι καύσωνες φέτος. Κόπιασαν νωρίς. Η ελληνική πολιτική σκηνή βρίσκεται σε περιδίνηση. Ανεβαίνει η εσωκομματική θερμοκρασία: κινήσεις σκοπιμότητας, διαγκωνισμός για καλύτερη εκκίνηση όταν ο αφέτης επιτέλους θα πατήσει τη σκανδάλη του πιστολιού.

«Καίγομαι και σιγολιώνω» ανακράζουν οι πολίτες, καθώς έχουν χάσει τον παλιό ντορό. «Και για σένα μαραζώνω. Τι καημός». Νιώθουν τη θερμή κάμινο της ερημίας. Αναζητούν κάποιες δροσοσταλίδες. Κάποιες σταγόνες δροσιάς που θα τους προσφέρουν την εγκαρτέρηση από το νοιάξιμο για έξοδο από την κοινωνική τήξη.

Αναζητούν οι απλοί πολίτες κάποιους να εμπιστευτούν. Να μη ρευστοποιηθεί η συνείδησή τους. Να βάλουν φρένο στους πληθυντικούς ναρκισσισμούς. Και αναζητoύν δροσιά, παρηγορητικό λόγο, βάλσαμο σε πράγματα που μαλακώνουν την ψυχή τους. Το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον πολλών. Επαγγελματίες, συχνά με υψηλές αμοιβές, κατάφεραν να δαμάσουν τις ατομικότητές τους, θέτοντας τους εγωισμούς τους στην υπηρεσία της ανάγκης να επιτευχθεί ο συλλογικός στόχος.

«Δροσοσταλίδα θα γενώ/ βιόλα στις φυλλωσιές σου/ του ήλιου τσ’ ακτίνες να παντώ/ μη μαραθείς ποτέ σου». Ο Κρητικός Βασίλης Σκουλάς κάνει τραγούδι την επιθυμία να γίνει ο ίδιος δροσοσταλίδα για όσα αγαπά, να κρατήσει ζωντανή την πίστη στη ζωή. Τους στίχους αυτούς θα μπορούσαν να τραγουδήσουν οι παίκτες και ο προπονητής της εθνικής ομάδας του μπάσκετ. Την Κυριακή χάρισαν κι αυτοί ένα παράδειγμα ευθύνης και συλλογικότητας. Παραμέρισαν τον οπαδισμό αποτινάσσοντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές παθογένειες που αυξάνουν τη θερμοκρασία οδηγώντας σε ρευστοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Δροσοσταλίδες η επιτυχία τους στην ψυχή των συμπατριωτών τους. Δροσοσταλίδα και το πάθος του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ο πατριωτισμός δεν είναι εμπορεύσιμο είδος. Εχει βάση την αγάπη του για τον συνάνθρωπο.

Ο Ιούλιος ανέκαθεν ανέβαζε τη θερμοκρασία. Βολευόμαστε με τη λήθη. Ξεχνάμε την αποσταθεροποίηση του πολιτεύματος. Πατικώνουμε στην κοινωνική μας μπίμτσα τη διχοτομημένη Κύπρο. Τις ευθύνες της δικτατορίας. Δυναμώνουμε και πάλι τους ΕλλαδέμπορουςΑπόψε είναι σαν όνειρο το δείλι./απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει. Το καλοκαίρι πονάει αλλά και μαγεύει. Ο Καρυωτάκης το διατύπωσε με τον δικό του τρόπο (Χαμόγελο/ Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων). Αν ο ποιητής βρισκόταν στο Ρωμαϊκό Ωδείο της Νικόπολης την περασμένη Κυριακή, θα ένιωθε ότι οι στίχοι του σαρκώθηκαν στο φεστιβάλ χορωδιών. Γίνηκαν δροσοσταλίδες στην απόλυτη σιγαλιά της παλιάς πόλης. Την ώρα που τα παιδιά τραγουδούσαν, φύτρωσε μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες. Η ελπίδα. Η αισιοδοξία για εκείνους που δημιουργούν μακριά από ναρκισσισμούς. Ανθρωποι απ' όλο τον κόσμο μαθαίνουν να σέβονται και να τιμούν την ανθρωπιά, πέρα από στερεότυπα. Η μουσική γίνεται ανθός δροσοσταλιάς. Ιούλιος. Δεν θα είναι ίδιο το καλοκαίρι για όλους. Οι δροσοσταλίδες υπάρχουν παντού. Με μια φέτα καρπούζι στο χέρι.

Βαριά βαρούν τα σήμαντρα,τραγούδι Κ.Γεροδήμος , κλαρίνο Β. Παπαγεωργίου,

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Tο κακό είναι η απουσία του καλού, efsyn, 25 Ιοτνίου 2024

 

Στις «ΝΗΣΙΔΕΣ» της «Εφημερίδας των Συντακτών» του περασμένου Σαββατοκύριακου δημοσιεύτηκαν δύο σημαντικά κείμενα, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται. Το ένα γράφτηκε από τον Νίκο Γ. Ξυδάκη. Πρόκειται για πολιτική αξιολόγηση της ακινησίας στην οποία έχει περιέλθει η πολιτική στην Ελλάδα. Εναν χρόνο τώρα όλοι κοιτάζουν την πήρα (σακουλάκι) του αντιπάλου. Σχολιάζονται και καταδικάζονται, συχνά με όχι ευπρεπή τρόπο, τα λάθη και οι παραλείψεις. Αναδεικνύουν το κακό. Απουσιάζει όμως το καλό. Με άλλα λόγια, η δική τους πρόταση που θα εμπνεύσει τους πολίτες με όραμα και θα δημιουργήσει αξιοπιστία. Λόγια καταγγελτικά, ύφος περισπούδαστο, πρόταση ισχνή. Διαγκωνισμός για το ποιος θα ανεβεί στην καρέκλα του σωτήρα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η αρνητική διαφήμιση, η εστίαση στην καμπούρα του άλλου, δίνει τον τόνο στον πολιτικό και κοινωνικό λόγο. Δεν είναι οι Αμερικανοί που ανακάλυψαν τη δύναμη του αρνητικού λόγου. Το ίδιο έκαναν όλοι οι πολιτισμοί. Στην καθ’ ημάς Ανατολή είχαμε επινοήσει τον αποδιοπομπαίο τράγο. Επέλεγαν κάποιον, του φόρτωναν όλες τις αμαρτίες και οι υπόλοιποι καθεύδουν τον ύπνο του δικαίου. Είναι μια κοντόθωρη πολιτική που λειτουργεί σπειροειδώς. Καταλήγει σε αυτοπαγίδευση. Σε αδιέξοδο.

Το άλλο σπουδαίο κείμενο γράφτηκε από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, ομότιμο καθηγητή Ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με αφετηρία το εμβληματικό έργο του Πικάσο «Δεσποινίδες της Αβινιόν» εξειδικεύει την άποψη του Ξυδάκη. Τη συγκεκριμενοποιεί στον χώρο των δημιουργών και των διανοουμένων, οι οποίοι περιορίζονται, κάποιες φορές, σε ελάσσονος σημασίας ξιφασκία για τη διαμόρφωση των σχέσεων εξουσίας εντός των μικροκύκλων τους αλλά και στο σημείο συνάντησης με τον μεγάλο κύκλο της πολιτικής εξουσίας.

Ο Ψυχοπαίδης με νηφαλιότητα αλλά και τεκμηρίωση παίρνει θέση. Δεν αντιδικεί με αυτό που θεωρεί κακό. Απορριπτέο. Προβάλλει το καλό. Την πρόταση δημιουργίας που θα απεικονίσει ό,τι συμβαίνει στην εποχή μας. Οι μεγάλοι δημιουργοί ουδέποτε δείλιασαν. Δεν απέφυγαν να εκφραστούν. Δεν σιώπησαν στις μεγάλες ιστορικές και κοινωνικές στιγμές. Ηταν παρόντες και παρούσες. Με όλες τις αδυναμίες.

Στο παρελθόν, σε περιόδους κοινωνικής και ιστορικής ύφεσης, οι δημιουργοί ήταν στην πρώτη γραμμή. Να αφουγκραστούν τις κυοφορούμενες αλλαγές. Να κάνουν τέχνη τα αισθήματα και τις προσδοκίες. Στη μέση της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα οι δημιουργοί στην Ελλάδα επιδίδονται σε αυτάρεσκες κοκορομαχίες. Επιλέγουν να στοχοποιήσουν το παρελθόν. Ο Καραγάτσης γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος. Αυτός φταίει για τις γυναικοκτονίες, για τον δικό μας καιροσκοπισμό, για την ανεπάρκειά μας να κατανοήσουμε τις ανάγκες.

Η επανεκτίμηση του παρελθόντος είναι αναγκαία. Αρκεί να συνοδεύεται από το δικό μας όραμα. Από την τέχνη εκείνη που δεν θα ομφαλοσκοπεί. Αλλά θα δημιουργεί και θα εμπνέει. Θα θερμαίνει τα όνειρα. Θα είναι μια πρόταση παρουσίας.

 

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος Λαναρά Ανεμότρυπα, Μνήμη Χρήστου , EFSYN, 07.05.24

 

Δεν ξέρω αν είναι η δική μου αίσθηση. Και μόνο. Ομως, το Μεγαλοβδόμαδο είχε αυξομειώσεις στις καιρικές συνθήκες. Σε αυτό δεν χωρούν υποκειμενικότητες. Ο καιρός μάς υπενθύμισε πως τον τελευταίο λόγο τον έχει αυτός, όχι οι προθέσεις και οι επιθυμίες μας.


Δεν είμαι βέβαιος αν η βαριά διάθεση του κόσμου οφείλεται στα τερτίπια του καιρού. Κάτι άλλο πλανιόταν στον μεγαλοβδομαδιάτικο ουρανό. Λιγότεροι άνθρωποι άφησαν τις πόλεις αναζητώντας τη μέθεξη της φύσης. Επέλεξαν τη σιγουριά του διαμερίσματος και τη βεβαιότητα πως δεν θα ξοδέψουν τα μαλλιοκέφαλά τους για το πασχαλινό τραπέζι.

Λιγότεροι ακόμη σούβλισαν το αμνοερίφιο. Ισως αυτό να εκληφθεί ως ευθυγράμμιση με την προτροπή εκείνων που χαρακτηρίζουν τη συνήθεια αυτή νεοβαρβαρότητα. Μπορεί να είναι κι έτσι. Ομως, επιμένει να με τριβελίζει μια άλλη άποψη. Οι άνθρωποι ξένεψαν. Προτιμούν τις μικρές παρέες. Οι πολίτες έχουν βαρυθυμία που δεν διευκολύνει το αντάμωμα σε εξωστρεφή συνύπαρξη. Επέλεξαν να ψήσουν στην ηλεκτρική κουζίνα, σε μεγάλο βαθμό, κάτι που τους έβγαλε από τον «μπελά» και τις επιπτώσεις μιας εξωστρεφούς σύναξης.

Με το κεφάλι τούρλα, παραγεμισμένο σαν σπληνάντερο με σκέψεις και πολλά ερωτήματα, το αυτοκίνητο διέσχιζε αγκομαχώντας τον δρόμο στα ριζά του Ξεροβουνίου. Ενα βουνό γυμνό, το μάτι γλύκανε το νερό του ποταμιού και τα πλατάνια που στεφάνωναν συχνά τις δυο πλευρές του δρόμου. Από την πλευρά του Ξεροβουνίου περίσσευαν τα σπάρτα που με το ζωηρό κίτρινο χρώμα τους πρόσθεταν ενδιαφέρον αισθητικό στο βουνό, που μολογάει ανθρώπινες ιστορίες υπέρβασης –και εγκατάλειψης– σε τόπους φτενούς.

Στα Τζουμέρκα ο τόπος περίκλειστος. Τα βουνά, ουρανοσκεπή, στήνουν παιχνίδι με τα σύννεφα και τον αετό που πλανάρει στον αέρα. Μας ακολουθεί σχεδόν ώς την Ανεμότρυπα. Τα βουνά κρύβουν εκπλήξεις. Μια τέτοια επιφύλαξαν σε όσους θέλησαν να διακριβώσουν τον λόγο που έβγαινε δροσερός αέρας από μια μικρή σχισμή, μια τρύπα στον βράχο, λίγο πριν ο δρόμος κοντέψει στα Πράμαντα. Και εγένετο σπήλαιο στην περιοχή. Που διεγείρει την περιέργεια αλλοδαπών και ημεδαπών.

Η στενή είσοδος δεν προοιωνίζεται τη μέθεξη που θα προσφέρει το εσωτερικό του βουνού. Πολίτες που αναζητούν νέες ταξιδιωτικές εμπειρίες. πέρα από το ώς τα τώρα εθνικό σπορ, την αναζήτηση της καλύτερης ταβέρνας. Η πειθαρχία της ομάδας που άκουγε τον ξεναγό και η αύξηση του αριθμού των επισκεπτών υπογραμμίζει τις συντελούμενες –έστω και στάγδην– διαφοροποιήσεις στον συνδυασμό πολλών γεύσεων, διατροφικών και αισθητικών.

Ανεμότρυπα. Μια πόρτα για ένα άλλο βλέμμα στον τόπο. Ακόμη και μέσα από τη συμπεριφορά της νυχτερίδας. Της οποίας ο κύκλος ζωής ανοίγει και κλείνει μες στο σπήλαιο. Και που τα κόπρανά της παράγουν την τροφή της. Κρίσιμο στοιχείο για τόπους που εισάγουν, δεν παράγουν την τροφή.

 

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο δρόμος με τις κουτσουπιές, EFSYN, 16 Απριλίου 2024

 

Είδα τη φωτογραφία σε ανάρτηση του Γιαννιώτη φωτογράφου Μιχάλη Βάκαρου. Το θέαμα, οπτική μέθεξη. Ενας δρόμος στεφανωμένος με ολάνθιστες κουτσουπιές. Το δέντρο στην καλή του ώρα. Ο περαστικός που διαβαίνει τον δρόμο έχει την αίσθηση ότι αναβλύζει μέσα από την εικόνα «ανάκουστος κιλαϊδισμός». Διογκώνει τα μάτια του, να χωρέσει όλη την ομορφιά της άνοιξης. Και τότε «η φύσις όλη του γελά και γένεται δική του» (Σολωμός, Πόρφυρας).

Ευτυχώς οι κουτσουπιές ξανάρχισαν τη δουλειά τους. Ενα βαθύ κλάδεμα στέρησε τον δρόμο, για κάποια χρόνια, από τη λιποθυσμένη ομορφιά του, υπενθυμίζει ο φωτογράφος. Φροντίζω να περπατώ τον δρόμο κάθε άνοιξη. Συνειρμικά συνέδεσα την πένθιμη εικόνα των δέντρων με τα λόγια του Αργύρη Χιόνη. «Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν».

Είχα την αίσθηση πως οι κουτσουπιές αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν για την ύβρι που διαπράττεται στον συγκεκριμένο δρόμο. Οδός Δόμπολη, στην πόλη των Ιωαννίνων - παλαιότερα, σχεδόν περιφερειακή οδός. Εκεί που βρήκε απάγκιο το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967. Το ίδρυμα που έγινε πνευματική κουτσουπιά, η οποία άνθιζε όλο τον χρόνο. Και νοστίμιζε η πόλη. Και ένιωσε στο κορμί της τη ζωντάνια των «ασεβών» νέων. Που αμφισβήτησαν την εσωστρέφεια της πόλης. Που δεν συμβιβάστηκαν με τη δικτατορία του 1967, την τυραννία του νου, της ψυχής και του σώματος.

Εκεί, δίπλα στις κουτσουπιές, στέκει άψυχο το κουφάρι του κτιρίου που βούιζε όλο τον χρόνο. Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Δάκαρη, του Λουκάτου, του Κακριδή, του Παπαθωμόπουλου, του Καψωμένου, όλων εκείνων των δασκάλων που έγιναν κουτσουπιές του δημοκρατικού ήθους. Το κουφάρι του παλιού Πανεπιστημίου θλίβει. Το κτίριο αφέθηκε στη λήθη. Και μαζί μ’ αυτό, εξασθενίζουν οι φωνές των φοιτητών και φοιτητριών. Η ιστορία ενός ιδρύματος που έγινε φακός στα σκοτάδια της εποχής.

Οι κουτσουπιές επέστρεψαν, προσφέροντας τη δύναμη της ομορφιάς τους στην οδό Δόμπολη. Μάλλον, άκουσαν τα δέντρα πως κάτι πάει ν’ αλλάξει. Οι πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου ζητάνε πίσω τη μνήμη τους. Το Τμήμα Ιστορίας, οι σημερινοί πανεπιστημιακοί γίνονται η φωνή της τοπικής ιστορίας. Πενήντα χρόνια μετά την τελευταία δίκη των «27» στο στρατοδικείο Ιωαννίνων, γίνεται ημερίδα ενάντια στη λήθη. Σχεδόν πενήντα επτά χρόνια από την πρώτη δίκη των φοιτητών του Πανεπιστημίου, η ιστορία του θα δρασκελίσει το κατώφλι της λήθης: Πόπη Βουτσινά, Νίκος Ράπτης, Λαοκράτης Βάσης, Λάκης Παπαϊωάννου και άλλοι πολλοί/ές.

«Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου». Θυμάμαι τον Σολωμό, καθώς στέκομαι στην παλιά κεντρική είσοδο. Μέσα, ερημιά και θλίψη. Εξω, οι κουτσουπιές μεθάνε τις ελπίδες.

Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Αγιοζούμι τυροζούμι: μια τυρινή συγχώρεση, EFSYN, 19 Μαρτίου 2024

 

Κυριακή της Τυρινής. Η παράδοση επιτάσσει τυριά νερωμένα και ζυμαρικά. Στην τηλεόραση οι φλέβες του λαιμού της νεαρής δημοσιογράφου τεντωμένες, σαν χορδές σε καλοκουρδισμένο βιολί, έτοιμες να σπάσουν, καθώς αναφέρεται στην πρωταθλητική τάση των τιμών στα είδη της Καθαροδευτέρας.

Στο πικάπ η βελόνα φτάνει στον Γουίλι τον θερμαστή, η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου άδει την ελεγεία του. «Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη». Η μουσική του Μικρούτσικου ταιριαστή με την ποίηση του Καββαδία, αίνος στη συγχώρεση των αδυναμιών ενός ανθρώπου που έγινε παρανάλωμα των επιλογών του. Η αγάπη δεν δικάζει. Κατανοεί.

Εχουν ειπωθεί πολλά για το ζήτημα της συγχώρεσης: θεολογικά, ψυχολογικά. Ο Λειβαδίτης («Οι τελευταίοι», 1966) στην ποίησή του, κοιτάζοντας πίσω σε όσα έγιναν τον καιρό της συλλογικής και προσωπικής ήττας, υπογραμμίζει, με σχεδόν δοκιμιακό τρόπο, τη «λίγη κατανόηση» που έλειπε όταν χρειαζόταν λόγω ενός τυφλού εγωισμού. Δεν παραλείπει να κάνει λόγο για «μια ηλίθια συγχώρεση, όταν έπρεπε να τους πιάσεις από τον λαιμό».

Στην περίπτωση του Γουίλι η συγχώρεση γίνεται δικαιοδοσία μιας ανώτερης υπερφυσικής δύναμης, που έχει τη δυνατότητα να σβήσει τις αδυναμίες/αμαρτίες των ανθρώπων. Είναι ο ανώτατος κριτής. Αλλάζουν τα δεδομένα στην ποίηση του Λειβαδίτη, στα επίγεια.

Παλαιόθεν, οι άνθρωποι δημιούργησαν τον αποδιοπομπαίο τράγο, στον οποίο φόρτωναν όσα ανάποδα συνέβησαν τον χρόνο που πέρασε. Εδιωχναν τον συντοπίτη τους για άλλους τόπους κι έτσι οι υπόλοιποι είχαν ήσυχη συνείδηση, απαλλαγμένοι από το φορτίο των αμαρτιών.

Κυριακή της Τυρινής πριν από λίγες ημέρες. Κατά τα ειωθότα, οι άνθρωποι προετοιμάζονται για τη Σαρακοστή, την παρατεταμένη περίοδο για εκγύμναση στη διατροφική και ψυχοσυναισθηματική εγκράτεια. Αλαλα τα χείλη μου… Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…

Κυριακή της Τυρινής. Η οικογένεια συγκεντρωνόταν στο οικογενειακό τραπέζι, συνήθειες που πλέον περιγράφονται στα επετειακά κείμενα των εφημερίδων και στα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών σταθμών.

Κυριακή της Τυρινής. Οι νεότεροι συνήθιζαν να υποβάλλουν τα σέβη τους στους μεγαλύτερους, αιτούμενοι τη συγχώρεση. Μήπως ήρθε η ώρα να συνεχιστεί ο ανάποδος κόσμος της Αποκριάς; Να ζητήσουν συγχώρεση οι μεγάλοι από τους μικρούς; Οι γονείς από τα παιδιά τους; Δεν είναι μόνο η καριέρα που νοστιμίζει τη ζωή. Οι ισχυροί της Γης που έχουν πνίξει τον κόσμο στο αίμα; Η Μεσόγειος είναι σπαρμένη με πτώματα. Να ζητήσει η Δικαιοσύνη συγχώρεση από τη δωδεκάχρονη;

Πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Η ζωή αγκομαχά, η αισχροκέρδεια αναιδής. Οι μεγάλοι έχουν μυωπία και προβλήματα ακοής στην ανημποριά και τον σπαραγμό. Η Σαρακοστή φαίνεται να εξελίσσεται σε πρώιμη ανάβαση στον Γολγοθά της καθημερινότητας. Η συγχώρεση δεν μπορεί να εξαγοράζεται α λα Τέντζελ.

 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Εν Βόλω, Αφιερωμένο στον Γιάννη Πασσιά, EFSYN, 12 Μαρτίου 2024

 Ο Βόλος είναι μια πόλη μονίμως ραχατλίδικη. Ακουμπισμένη η πλάτη στο Πήλιο, τρέφεται από τους ψιθύρους της ιστορίας του. Το κεφάλι στον πλάτανο, στην πλατεία της Μακρινίτσας, ακούει ιστορίες που φτάνουν στην αχλή του μύθου. Μολογάνε για τον Κένταυρο και το πουκάμισο του Νέσσου που έγινε σάβανο για τον Ηρακλή που νέρωσε τα αισθήματά του. Τα πόδια της πόλης πλατσουρίζουν στον Παγασητικό.

Βρίσκεται σε μια εύθυμη διάθεση ο Βόλος, έτοιμος να πάρει το πρώτο πλοίο για τις Σποράδες. Η θάλασσα γίνεται φιλοπαίγμων. Νωρίς το απόγευμα τα κύματα ορθώνονται, «έλα να παίξουμε» (Χριστόπουλος, Ροδακιό 2023) μοιάζουν να λένε. Το κάλεσμα απευθύνεται σ’ όσους κάθονται στο τσιμεντένιο τειχίο του πάρκου. Ελάτε να παίξουμε το παιχνίδι της τοπικής ιστορίας. Τα κύματα αποκτούν ανθρώπινη μορφή. Βγαίνει μονοσάνδαλος από τη θάλασσα ο Ιάσονας, να ξαποστάσει από το κουραστικό ταξίδι, να ξεδιψάσει την περιέργειά του. Ακολουθεί ο Σαράτσης και ο Δελμούζος, ευθυτενείς και ευχάριτες, μόλο που ταλαιπωρήθηκαν και δέχθηκαν τα πάρθια βέλη από εκείνους που γίνονται τροχοπέδη στο αγαθό της εκπαίδευσης για όλους τους ανθρώπους.

Οι δύο τους, με βήμα σταθερό, διασχίζουν τον τοίχο του παλιού εργοστασίου, του Παπαστράτου, και θρονιάζονται στα δικά τους αμφιθέατρα. Εκεί που ακούγεται η ανάσα των φοιτητών/τριών για τον δικό τους αγώνα. Για το δικαίωμα στο αγαθό της εκπαίδευσης. Που δικάζονται σε μια ανοιχτή δίκη, σε μια νέα εκδοχή των «Αθεϊκών». Τα γράμματα και η ανθρωπιά πουλιούνται μισοτιμής στα καλάθια των πεζοδρομίων. Από τα εμπορικά καταστήματα. Φυσάει στο μπαστουνάκι. Αναζητώ τα ίχνη από τον Γιάννη Πίκουλα, τότε που μοιραζόμασταν τη θέρμη για ένα Πανεπιστήμιο- θερμοκήπιο της γνώσης. Που θα προσφέρει τον καρπό της επιστήμης σε όποιον τον ζητήσει. Τότε που φανταζόμασταν τον Σαράτση και τον Δελμούζο να έρχονται στην παρέα μας και να ανιστορούν όσα έπαθαν για τις κοινές προσδοκίες.

Το Πανεπιστήμιο βάλλεται πανταχόθεν. Ο ανθρωπισμός ντεμοντέ. Ο Σαράτσης και ο Δελμούζος καθηλωμένοι στα αμφιθέατρά τους. Το Πανεπιστήμιο σε βαθιά κρίση, γίνεται κι αυτό μάρκα στο καζίνο της άμεσης χρηστικότητας. Οδός Δημητριάδος, το σώμα στον αυτόματο πιλότο οδηγεί στο παλιό καπνεργοστάσιο του Σπίρερ. Εκεί που η πόλη αρμάθιαζε τις μνήμες της. Στο Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας. Οι σκιές της Αίγλης Δημόγλου και του Γιάννη Κουτή ξεκουράζονται στο παγκάκι, έτοιμοι να βάλουν πλάτη και από τον κόσμο της άλλης όχθης.

Δεν ξέρω αν η δική μου ψυχή είναι βαριά ή αν μαζώχτηκαν πολλά σύννεφα πάνω από την πόλη τα τελευταία χρόνια· αν η ιστορική μνήμη περονιάζει το παρόν· αν η σκόνη από τα τσιμέντα έχει επικαθίσει στους πόρους της μνήμης και η πόλη έπαθε αμνησία. Βόλος, η πόλη των προσδοκιών. Και του Πηλίου με τους Κενταύρους.


Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

ανάγνωση: Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος

ανάγνωση: Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος: Είμαστε λαθραίοι στη ζωή. Ξεφύγαμε απ’ τον θάνατο, μας αγνοεί η ζωή. Ο νόμος μάς εντόπισε, είναι σκληρός όταν θέλει. Αλλιώς τον περιμέναμε. ...

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, 57 φεγγάρια, efsyn, 13 Φεβρουαρίου 2024

 

Τι σχέση έχει η τέχνη με τη ζωή; Ενα ερώτημα που επιστρέφει στοχαστικά κάποιες φορές. Αλλοτε με στόμφο. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του εκ Σρι Λάνκα Σέχαν Καρουνατίλακα με τίτλο «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιδα» (Gutenberg), διαπίστωσα, για ακόμη μία φορά, τη δύναμη της πεζογραφίας να μετασχηματίζει τη ζωή σε τέχνη. Αλλά και να χρησιμοποιείται το λογοτεχνικό έργο ως μέσο για κατανόηση όσων συμβαίνουν παγκοσμίως.

Ο Καρουνατίλακα κάνει θέμα του μυθιστορήματός του τη μεταθανάτια προσπάθεια ενός πολεμικού φωτογράφου, ο οποίος απήχθη στη διάρκεια του πολυετούς εμφυλίου πολέμου και δολοφονήθηκε. Αμάρτημά του; Φωτογράφιζε σκηνές βίας και αποτύπωνε πρόσωπα που αιματοκύλησαν τη χώρα. Μέγα αμάρτημα η παρουσία οποιουδήποτε ντοκουμέντου, που γίνεται ομιλούσα πηγή για τους υπεύθυνους. Η εξαφάνιση των πειστηρίων είναι προϋπόθεση για να περιέλθει στη χώρα της λήθης το έγκλημα.

Ο πρωταγωνιστής, ευρισκόμενος στον άλλο κόσμο ή σε κάποιο γραφειοκρατικό γρανάζι, επιχειρεί να μάθει τον λόγο που δολοφονήθηκε. Αλλά και τα ονόματα όσων διέπραξαν τον φόνο. Ο χρόνος τρέχει. Μετά τα εφτά φεγγάρια, χρόνος παραμονής των νεκρών στον ενδιάμεσο χώρο, θα χαθεί το δικαίωμά του να μάθει. Πατέρα, συγχώρεσέ τους, γιατί εγώ δεν θα τους συγχωρήσω ποτέ. Είναι τα λόγια του δολοφονημένου που προτάσσει ο συγγραφέας στην αρχή του πεζογραφήματος.

Κάποια αόρατη δύναμη έκανε, εντός μου, τον αυτόματο συσχετισμό ακούγοντας όσα σπαρακτικά είπε η μητέρα της Μάρθης. Κάθε λέξη της κι ένα καρφί στην καρδιά και τη λήθη που τείνει να γίνει κανονικότητα στη ζωή μας. Με τη συνδρομή των γραφειοκρατικών μηχανισμών, που κινούνται άλλοτε αργά και άλλοτε ανασχετικά στην προσπάθεια να φωτιστεί τι συνέβη στα Τέμπη. Οπου έχασαν τη ζωή τους 57 νέοι άνθρωποι. Οπου δολοφονήθηκε η αξιοπιστία του κράτους.

Ακουσα με συγκλονισμό όσα είπε η Μαρία Καρυστιανού, η φωνή όλων των οικογενειών που θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους. Ακουσα και τους άλλους γονείς στην εκπομπή της Μαρίας Αναστασοπούλου στον «Αντέννα». Δεν πρόκειται να ησυχάσουν αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν δεν καταδικαστούν 57 φορές ισόβια οι υπεύθυνοι. Οσο ψηλά κι αν βρίσκονται.

Η δύναμη της ψυχής εντυπωσιάζει. Οι γονείς των θυμάτων, οι στενοί συγγενείς μοιάζουν να βγαίνουν από το μυθιστόρημα του Καρουνατίλακα... Αγύριστα κεφάλια. Δικαίωσή τους θα είναι ο εντοπισμός και η τιμωρία όσων φέρουν ευθύνες. Αμετακίνητοι. Το ζητάνε 57 φεγγάρια, που βγαίνουν κάθε βράδυ στον ουρανό. Είναι οι ψυχές των θυμάτων, που γίνονται καρφιά στη λήθη μας. Τα Τέμπη είναι καρφί στη συνείδηση όλων των Ελλήνων. Ζύγι για τον βαθμό αξιοπιστίας των θεσμών στη χώρα. Ολοι θα μετρηθούμε και θα κριθούμε. Αν ο μεγαλορρήμων λόγος των μπαλκονιών και των τηλεοπτικών σταθμών έχει συνέπεια.

Ή εθνικό είναι το ίδιον συμφέρον;

 

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου..., EFSYN, 6 Φεβρουαρίου 2024

             E-m            Print

Φίλος φιλοπαίγμων δεν χάνει την ευκαιρία να εξακοντίζει τα βελάκια του κάθε φορά που χρησιμοποιώ βλάχικες λέξεις στα «ΕφΣύνεια» κείμενά μου της Τρίτης. Κάποιοι άλλοι δυσανασχετούν που χρησιμοποιώ, ενίοτε, βλαχολέξεις και βλαχοφράσεις. Τι τα θέλεις αυτά, έχει πεθάνει η γλώσσα. Μια άλλη ομάδα αντιτείνει: Το κάνεις που το κάνεις, βάλ’ τα στο λατινικό αλφάβητο.

Συχνά αναρωτιέμαι αν τα σχόλια αναδεικνύουν την υποδεέστερη θέση κάποιων γλωσσών στον δημόσιο διάλογο. Ο λόγος, στον ραδιοτηλεοπτικό λόγο, ου μην και ο προφορικός, είναι διάστικτος από αγγλικούρες ή γαλλικούρες, ως τεκμηρίωση της ισχύος των λεγομένων, αλλά και της εδραίας θέσης του ομιλούντος/σας στο διεθνές πεδίο. Ηγουν, παίζει τη γλώσσα στα δάχτυλα.

Οι γλώσσες είναι γέφυρες με άλλους πολιτισμούς. Οποιες κι αν είναι αυτές. Γίνονται το αποθετήριο πολύχρονης λαϊκής θυμοσοφίας. Με λιτό και ποιητικό τρόπο σχολιάζουν. Ο λαϊκός λόγος, σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι απλοϊκός και αφελής, όπως κάποιες φορές ισχυρίζονται οι εγγράμματοι. Που τους μπόλιασαν με την άποψη πως η γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων -στην περίπτωσή μας τα βλάχικα- δεν έχει δύναμη.

Τρανό παράδειγμα η παροιμιακή φράση «Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου», δηλαδή τον είχαμε για μουλάρι με κυπρί. Και συνεχίζει η παροιμία: «...σ’ ν’ λιτί τ ’ρου κου τσόκανου» (...και μας βγήκε γαϊδούρι με τσοκάνι).

Η κυριολεξία είναι η εικόνα του μουλαριού με κυπρί και του γαϊδάρου με τσοκάνι. Πρόκειται για εικόνες γνωστές, τουλάχιστον στους μεγαλύτερους. Οι άνθρωποι της υπαίθρου παίρνουν εικόνες από τη δική τους ζωή. Ομως, δεν σταματούν εκεί. Δίνουν μεταφορική σημασία σ’ αυτό που περιγράφεται.

Αγόρασαν λοιπόν κάποιοι ένα ζώο που πίστευαν ότι ήταν μουλάρι και θα ήταν γερό, να κάνουν τις σκληρές μεταφορές τα παλιά χρόνια. Θα το στόλιζαν με κυπρί και θα το έβαζαν στην κορφή της μετακίνησης από το βουνό στον κάμπο κι αντίστροφα.

Ομως, έπεσαν έξω. Μάπα το καρπούζι, κατά τη λαϊκή φράση. Αποδείχτηκε κατώτερο των δικών τους προσδοκιών. Τους βγήκε γαϊδούρι. Με τσοκάνι, του οποίου ο ήχος δεν είναι καθαρός σαν του κυπριού. Δεν μπορούσαν να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Αυτό λεγόταν γενικά για κάτι που αποδείχτηκε κατώτερο όσων περίμεναν. Το χρησιμοποιούσαν για τους γαμπρούς που τους πήραν για νταμάρι. Για νοικοκύρηδες. Κι αποδείχτηκαν ζούφιοι. Αχαΐρευτοι.

Θα μπορούσε η παροιμία αυτή να γίνει το έμβλημα των απογοητεύσεων στην εποχή μας. Από την τραγική διάψευση όσων καλαφατίζονται από τις διαφημίσεις και τα ΜΜΕ. Μεγάλα λόγια και ύφος παγονιού. Που απευθύνονται στο θυμικό και επιδιώκουν τη χειραγώγηση της βούλησης.

Η βλάχικη παροιμία αναδύεται στον δημόσιο λόγο, μειδιώντας περιπαικτικά με την ευκολία που ξεγελιούνται οι άνθρωποι στην εποχή μας.

 

 gaidaros

 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου...

Φίλος φιλοπαίγμων δεν χάνει την ευκαιρία να εξακοντίζει τα βελάκια του κάθε φορά που χρησιμοποιώ βλάχικες λέξεις στα «ΕφΣύνεια» κείμενά μου της Τρίτης. Κάποιοι άλλοι δυσανασχετούν που χρησιμοποιώ, ενίοτε, βλαχολέξεις και βλαχοφράσεις. Τι τα θέλεις αυτά, έχει πεθάνει η γλώσσα. Μια άλλη ομάδα αντιτείνει: Το κάνεις που το κάνεις, βάλ’ τα στο λατινικό αλφάβητο.

Συχνά αναρωτιέμαι αν τα σχόλια αναδεικνύουν την υποδεέστερη θέση κάποιων γλωσσών στον δημόσιο διάλογο. Ο λόγος, στον ραδιοτηλεοπτικό λόγο, ου μην και ο προφορικός, είναι διάστικτος από αγγλικούρες ή γαλλικούρες, ως τεκμηρίωση της ισχύος των λεγομένων, αλλά και της εδραίας θέσης του ομιλούντος/σας στο διεθνές πεδίο. Ηγουν, παίζει τη γλώσσα στα δάχτυλα.

Οι γλώσσες είναι γέφυρες με άλλους πολιτισμούς. Οποιες κι αν είναι αυτές. Γίνονται το αποθετήριο πολύχρονης λαϊκής θυμοσοφίας. Με λιτό και ποιητικό τρόπο σχολιάζουν. Ο λαϊκός λόγος, σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι απλοϊκός και αφελής, όπως κάποιες φορές ισχυρίζονται οι εγγράμματοι. Που τους μπόλιασαν με την άποψη πως η γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων -στην περίπτωσή μας τα βλάχικα- δεν έχει δύναμη.

Τρανό παράδειγμα η παροιμιακή φράση «Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου», δηλαδή τον είχαμε για μουλάρι με κυπρί. Και συνεχίζει η παροιμία: «...σ’ ν’ λιτί τ ’ρου κου τσόκανου» (...και μας βγήκε γαϊδούρι με τσοκάνι).

Η κυριολεξία είναι η εικόνα του μουλαριού με κυπρί και του γαϊδάρου με τσοκάνι. Πρόκειται για εικόνες γνωστές, τουλάχιστον στους μεγαλύτερους. Οι άνθρωποι της υπαίθρου παίρνουν εικόνες από τη δική τους ζωή. Ομως, δεν σταματούν εκεί. Δίνουν μεταφορική σημασία σ’ αυτό που περιγράφεται.

Αγόρασαν λοιπόν κάποιοι ένα ζώο που πίστευαν ότι ήταν μουλάρι και θα ήταν γερό, να κάνουν τις σκληρές μεταφορές τα παλιά χρόνια. Θα το στόλιζαν με κυπρί και θα το έβαζαν στην κορφή της μετακίνησης από το βουνό στον κάμπο κι αντίστροφα.

Ομως, έπεσαν έξω. Μάπα το καρπούζι, κατά τη λαϊκή φράση. Αποδείχτηκε κατώτερο των δικών τους προσδοκιών. Τους βγήκε γαϊδούρι. Με τσοκάνι, του οποίου ο ήχος δεν είναι καθαρός σαν του κυπριού. Δεν μπορούσαν να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Αυτό λεγόταν γενικά για κάτι που αποδείχτηκε κατώτερο όσων περίμεναν. Το χρησιμοποιούσαν για τους γαμπρούς που τους πήραν για νταμάρι. Για νοικοκύρηδες. Κι αποδείχτηκαν ζούφιοι. Αχαΐρευτοι.

Θα μπορούσε η παροιμία αυτή να γίνει το έμβλημα των απογοητεύσεων στην εποχή μας. Από την τραγική διάψευση όσων καλαφατίζονται από τις διαφημίσεις και τα ΜΜΕ. Μεγάλα λόγια και ύφος παγονιού. Που απευθύνονται στο θυμικό και επιδιώκουν τη χειραγώγηση της βούλησης.

Η βλάχικη παροιμία αναδύεται στον δημόσιο λόγο, μειδιώντας περιπαικτικά με την ευκολία που ξεγελιούνται οι άνθρωποι στην εποχή μας.