Ένα γράμμα για τη γιαγιά μου, που έφυγε όσο όλοι είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας Αυτές τις μέρες, να παίρνετε τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας και να τους μιλάτε. Να ακούτε αυτά που σας λένε, χωρίς να βαριέστε.
Η συνεργάτις μας Αφροδίτη Σακκά με τη γιαγιά της 830 4 ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΟ ΦΑΓΗΤΟ. Δεν μου αρέσουν πολλά πράγματα και ανάμεσα σε αυτά και το αυγό. Ούτε τη μυρωδιά του δεν αντέχω. Έχω αποφασίσει πως ο λόγος είναι επειδή η γιαγιά μου, όταν ήμουν μικρή, με έβαζε να κάτσω πάνω στον πάγκο της κουζίνας, έβραζε ένα αυγό, έβγαζε το τσόφλι από πάνω και μου το 'δινε με το ζόρι με το κουτάλι. Αν δεν το 'τρωγα, μου έλεγε πως θα 'ρθει να με πάρει η Φασολίτσα. Οπότε το έτρωγα, κι ας μην καταλάβαινα ποια είναι η Φασολίτσα και γιατί να θέλει τόσο πολύ να φάω το αυγό μου. Όταν κάποια στιγμή ήμουν αρκετά μεγάλη για να πω ένα μεγάλο «όχι» στη Φασολίτσα, η συνθήκη του φαγητού στο σπίτι της γιαγιάς άλλαξε, τότε απλά άρχισε να μου μαγειρεύει μόνο όλα όσα ήθελα και τίποτα απ' αυτά δεν ήταν φασολάκια ή ρεβίθια. Μία συνθήκη που ακόμα κρατάω. Πέρασα πολλά από τα παιδικά μου χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά. Μάλιστα, ήμουν αρκετά τυχερή για να περάσω πολλά παιδικά χρόνια και με τους δύο παππούδες και με τις δύο γιαγιάδες.
Έχω τις πιο όμορφες αναμνήσεις, σε ένα μικρό σπίτι στην Εύβοια και έναν τεράστιο κήπο με λουλούδια, τριαντάφυλλα σε όλα τα χρώματα. Όταν ήταν να φύγουμε, πήγαινα απ' το βράδυ στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού και νωρίς τα ξημερώματα, η γιαγιά με τύλιγε σε μια κουβέρτα και με πήγαινε αγκαλιά στο αυτοκίνητο για να πάμε στο «κτήμα» όπως το αποκαλούσε ο παππούς, που ως πολιτικός μηχανικός, έκανε τα σχέδια ο ίδιος για το σπίτι.
Την περασμένη βδομάδα, την πήρα τηλέφωνο πριν φύγω απ' το γραφείο, γιατί δεν μπορούσα να πάω να τη δω, λόγω του ιού. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως δεν μπορούσαμε να την επισκεφθούμε γιατί υπήρχε φόβος να την κολλήσουμε. Στο τηλέφωνο, ακούστηκε σαν να μην με καταλαβαίνει, η επικοινωνία μας κάπου χάθηκε, μεταξύ γηρατειών, κούρασης, τεχνολογικής βλάβης. Θυμάμαι τον εαυτό μου να τρέχει, να σκαρφαλώνει, να κρεμιέται, να πέφτει κάτω, τον παππού τον Θοδωρή να μου βάζει συνεχώς μπεταντίν στα γόνατα. Κάθε μέρα παρατηρούσα τη γιαγιά την Αγγελική να ποτίζει τα λουλούδια, να κλαδεύει τα δέντρα, να μαζεύει τα λαχανικά, κι όλο ανυπομονούσα και τη ρωτούσα «Γιαγιά, εμένα πότε θα με αφήσεις να ποτίσω; Όταν πάω Γυμνάσιο;». Στο Γυμνάσιο, βέβαια, είχα πλέον αποκτήσει άλλες έννοιες, που στο μυαλό μου ήταν πιο σημαντικές από τη λεμονιά και την εξέλιξή της. Η μεγαλύτερη έννοια της γιαγιάς μου –όπως και όλων των γιαγιάδων– ήταν απλά να τρώω. Ούτε το σχολείο, ούτε οι βαθμοί, ούτε τι θα σπούδαζα, ούτε τι επάγγελμα θα ακολουθούσα. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω δεν με ρώτησε ποτέ. Η μοναδική της έννοια ήταν να μου αρέσει το φαγητό και να είμαι καλά. Το οικογενειακό μας αστείο ήταν πάντα, πως αν η γιαγιά σε ρωτούσε «θες ένα κομμάτι;» και έλεγες «όχι», σου έβαζε ένα. Αν έλεγες «ναι», σου έβαζε δύο. Άλλωστε, έφτιαχνε τόσες πολλές πάστα-φλόρες που θα μπορούσαμε να τρεφόμαστε μόνο με αυτές. Τα πρωινά, στο «κτήμα», καθόμουν δίπλα στον παππού που έγραφε μανιωδώς στη γραφομηχανή του, ένα βιβλίο που δεν εκδόθηκε ποτέ. Η γιαγιά μου έφερνε φέτες με σοκολάτα κι εγώ ζωγράφιζα, σπαταλώντας τα χαρτιά Α4 του παππού. Αυτή είναι μία από τις πιο ευτυχισμένες και ανέμελες αναμνήσεις μου.
Όταν πέφταμε για ύπνο, στους καναπέδες-κρεβάτια του σπιτιού, ο παππούς μας έλεγε «καληνύχτα» σε διάφορες γλώσσες. Goodnight, Buona notte, Gutennacht. Λίγο μετά, θα ξυπνούσα τη γιαγιά γιατί πεινούσα και θα μου έκοβε σε φέτες αχλάδι. «Αχαδάκι, θέλω, γιαγιά!»: με αυτή τη φράση συνέχισε να με «κοροϊδεύει» για χρόνια μετά. Άλλωστε, κάπως έτσι μου έμεινε και το «Φασολίτσα». Ο παππούς και η γιαγιά είχαν τις παραξενιές τους. Πέρασαν και από πολύ δύσκολες εποχές. Πάντα, όμως, τους θυμάμαι αγαπημένους, ακόμα και όταν η γιαγιά διέκοπτε τον παππού, όταν μιλούσε, κι εκείνος με passive-aggressive ύφος της έλεγε «Αγγελική, παρακαλώ που με διέκοψες». «Έλα, Θόδωρε!», του απαντούσε. Πάντα την έκανε να κοκκινίζει με τα τολμηρά αστεία του στα οικογενειακά τραπέζια. Μέχρι και όταν ήρθε η ώρα να φύγει ο παππούς, η γιαγιά τον φρόντιζε πρωί-βράδυ. Όταν έφυγε ο παππούς, η γιαγιά πλέον είχε δώσει όλες της τις δυνάμεις. Κι όμως, δεν θα ξεχάσω την ψυχραιμία της, παρά τη βαθιά της στενοχώρια, εκείνη τη μέρα. Κρατώντας μου το χέρι, μου είπε: «Εμένα μου κράτησε το χέρι ο παππούς χθες και χαιρετηθήκαμε». Και μου 'δωσε τη βέρα της, όπως είχε κάνει και ο παππούς μου λίγο καιρό πριν. Εμείς ήμασταν όλοι γύρω της, την αγκαλιάσαμε με την ίδια αγάπη που έδειχνε στα αγαπημένα της τριαντάφυλλα που φρόντιζε ανελλιπώς, όσο μπορούσε.
Πέρασε ο καιρός και η γιαγιά κουράστηκε. Τη φροντίδα, όμως, που έδωσε στα παιδιά και τα εγγόνια της δεν τη στερήθηκε. Απλά, ίσως να μην ήξερε πώς να είναι να μην πρέπει να φροντίσεις, κάποιον, κάτι, γιατί δεν σταμάτησε ποτέ να το κάνει. Την περασμένη βδομάδα, την πήρα τηλέφωνο πριν φύγω απ' το γραφείο, γιατί δεν μπορούσα να πάω να τη δω, λόγω του ιού. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως δεν μπορούσαμε να την επισκεφθούμε γιατί υπήρχε φόβος να την κολλήσουμε. Στο τηλέφωνο, ακούστηκε σαν να μην με καταλαβαίνει, η επικοινωνία μας κάπου χάθηκε, μεταξύ γηρατειών, κούρασης, τεχνολογικής βλάβης.
Σήμερα έφυγε. Μία μέρα που όλοι είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, εν μέσω μίας παγκόσμιας κρίσης, μίας πανδημίας όπου προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και τους γύρω μας. Δεν έφυγε λόγω του ιού. Έφυγε ήσυχα. Πρόλαβα, ευτυχώς, να της πω ότι δεν την έχουμε ξεχάσει, ότι περιμένουμε να περάσει η κρίση και πως την αγαπώ. Μέσα από τη λύπη, γεμίζω ευγνωμοσύνη, για τους γονείς μου που έκαναν τα πάντα για να φροντίσουν πως οι παππούδες και οι γιαγιάδες θα είναι εκεί για να τους γνωρίσουμε και για να περάσουμε ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Όλα τα βράδια που ο πατέρας μου ξενύχτησε για κάθε τους ατύχημα ή αρρώστια και όλα τα πρωινά που η μαμά μου ήταν στο πλευρό τους και τους φρόντιζε. Αυτές τις μέρες, να παίρνετε τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας και να τους μιλάτε. Να ακούτε αυτά που σας λένε, χωρίς να βαριέστε. Να τους βοηθάτε. Μπορεί να νιώθουν περισσότερο μόνοι απ' όσο νομίζετε – μπορεί δέκα λεπτά απ' τον χρόνο σας να αλλάξουν πολλά. Πηγή: www.lifo.gr
Η συνεργάτις μας Αφροδίτη Σακκά με τη γιαγιά της 830 4 ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΟ ΦΑΓΗΤΟ. Δεν μου αρέσουν πολλά πράγματα και ανάμεσα σε αυτά και το αυγό. Ούτε τη μυρωδιά του δεν αντέχω. Έχω αποφασίσει πως ο λόγος είναι επειδή η γιαγιά μου, όταν ήμουν μικρή, με έβαζε να κάτσω πάνω στον πάγκο της κουζίνας, έβραζε ένα αυγό, έβγαζε το τσόφλι από πάνω και μου το 'δινε με το ζόρι με το κουτάλι. Αν δεν το 'τρωγα, μου έλεγε πως θα 'ρθει να με πάρει η Φασολίτσα. Οπότε το έτρωγα, κι ας μην καταλάβαινα ποια είναι η Φασολίτσα και γιατί να θέλει τόσο πολύ να φάω το αυγό μου. Όταν κάποια στιγμή ήμουν αρκετά μεγάλη για να πω ένα μεγάλο «όχι» στη Φασολίτσα, η συνθήκη του φαγητού στο σπίτι της γιαγιάς άλλαξε, τότε απλά άρχισε να μου μαγειρεύει μόνο όλα όσα ήθελα και τίποτα απ' αυτά δεν ήταν φασολάκια ή ρεβίθια. Μία συνθήκη που ακόμα κρατάω. Πέρασα πολλά από τα παιδικά μου χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά. Μάλιστα, ήμουν αρκετά τυχερή για να περάσω πολλά παιδικά χρόνια και με τους δύο παππούδες και με τις δύο γιαγιάδες.
Έχω τις πιο όμορφες αναμνήσεις, σε ένα μικρό σπίτι στην Εύβοια και έναν τεράστιο κήπο με λουλούδια, τριαντάφυλλα σε όλα τα χρώματα. Όταν ήταν να φύγουμε, πήγαινα απ' το βράδυ στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού και νωρίς τα ξημερώματα, η γιαγιά με τύλιγε σε μια κουβέρτα και με πήγαινε αγκαλιά στο αυτοκίνητο για να πάμε στο «κτήμα» όπως το αποκαλούσε ο παππούς, που ως πολιτικός μηχανικός, έκανε τα σχέδια ο ίδιος για το σπίτι.
Την περασμένη βδομάδα, την πήρα τηλέφωνο πριν φύγω απ' το γραφείο, γιατί δεν μπορούσα να πάω να τη δω, λόγω του ιού. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως δεν μπορούσαμε να την επισκεφθούμε γιατί υπήρχε φόβος να την κολλήσουμε. Στο τηλέφωνο, ακούστηκε σαν να μην με καταλαβαίνει, η επικοινωνία μας κάπου χάθηκε, μεταξύ γηρατειών, κούρασης, τεχνολογικής βλάβης. Θυμάμαι τον εαυτό μου να τρέχει, να σκαρφαλώνει, να κρεμιέται, να πέφτει κάτω, τον παππού τον Θοδωρή να μου βάζει συνεχώς μπεταντίν στα γόνατα. Κάθε μέρα παρατηρούσα τη γιαγιά την Αγγελική να ποτίζει τα λουλούδια, να κλαδεύει τα δέντρα, να μαζεύει τα λαχανικά, κι όλο ανυπομονούσα και τη ρωτούσα «Γιαγιά, εμένα πότε θα με αφήσεις να ποτίσω; Όταν πάω Γυμνάσιο;». Στο Γυμνάσιο, βέβαια, είχα πλέον αποκτήσει άλλες έννοιες, που στο μυαλό μου ήταν πιο σημαντικές από τη λεμονιά και την εξέλιξή της. Η μεγαλύτερη έννοια της γιαγιάς μου –όπως και όλων των γιαγιάδων– ήταν απλά να τρώω. Ούτε το σχολείο, ούτε οι βαθμοί, ούτε τι θα σπούδαζα, ούτε τι επάγγελμα θα ακολουθούσα. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω δεν με ρώτησε ποτέ. Η μοναδική της έννοια ήταν να μου αρέσει το φαγητό και να είμαι καλά. Το οικογενειακό μας αστείο ήταν πάντα, πως αν η γιαγιά σε ρωτούσε «θες ένα κομμάτι;» και έλεγες «όχι», σου έβαζε ένα. Αν έλεγες «ναι», σου έβαζε δύο. Άλλωστε, έφτιαχνε τόσες πολλές πάστα-φλόρες που θα μπορούσαμε να τρεφόμαστε μόνο με αυτές. Τα πρωινά, στο «κτήμα», καθόμουν δίπλα στον παππού που έγραφε μανιωδώς στη γραφομηχανή του, ένα βιβλίο που δεν εκδόθηκε ποτέ. Η γιαγιά μου έφερνε φέτες με σοκολάτα κι εγώ ζωγράφιζα, σπαταλώντας τα χαρτιά Α4 του παππού. Αυτή είναι μία από τις πιο ευτυχισμένες και ανέμελες αναμνήσεις μου.
Όταν πέφταμε για ύπνο, στους καναπέδες-κρεβάτια του σπιτιού, ο παππούς μας έλεγε «καληνύχτα» σε διάφορες γλώσσες. Goodnight, Buona notte, Gutennacht. Λίγο μετά, θα ξυπνούσα τη γιαγιά γιατί πεινούσα και θα μου έκοβε σε φέτες αχλάδι. «Αχαδάκι, θέλω, γιαγιά!»: με αυτή τη φράση συνέχισε να με «κοροϊδεύει» για χρόνια μετά. Άλλωστε, κάπως έτσι μου έμεινε και το «Φασολίτσα». Ο παππούς και η γιαγιά είχαν τις παραξενιές τους. Πέρασαν και από πολύ δύσκολες εποχές. Πάντα, όμως, τους θυμάμαι αγαπημένους, ακόμα και όταν η γιαγιά διέκοπτε τον παππού, όταν μιλούσε, κι εκείνος με passive-aggressive ύφος της έλεγε «Αγγελική, παρακαλώ που με διέκοψες». «Έλα, Θόδωρε!», του απαντούσε. Πάντα την έκανε να κοκκινίζει με τα τολμηρά αστεία του στα οικογενειακά τραπέζια. Μέχρι και όταν ήρθε η ώρα να φύγει ο παππούς, η γιαγιά τον φρόντιζε πρωί-βράδυ. Όταν έφυγε ο παππούς, η γιαγιά πλέον είχε δώσει όλες της τις δυνάμεις. Κι όμως, δεν θα ξεχάσω την ψυχραιμία της, παρά τη βαθιά της στενοχώρια, εκείνη τη μέρα. Κρατώντας μου το χέρι, μου είπε: «Εμένα μου κράτησε το χέρι ο παππούς χθες και χαιρετηθήκαμε». Και μου 'δωσε τη βέρα της, όπως είχε κάνει και ο παππούς μου λίγο καιρό πριν. Εμείς ήμασταν όλοι γύρω της, την αγκαλιάσαμε με την ίδια αγάπη που έδειχνε στα αγαπημένα της τριαντάφυλλα που φρόντιζε ανελλιπώς, όσο μπορούσε.
Πέρασε ο καιρός και η γιαγιά κουράστηκε. Τη φροντίδα, όμως, που έδωσε στα παιδιά και τα εγγόνια της δεν τη στερήθηκε. Απλά, ίσως να μην ήξερε πώς να είναι να μην πρέπει να φροντίσεις, κάποιον, κάτι, γιατί δεν σταμάτησε ποτέ να το κάνει. Την περασμένη βδομάδα, την πήρα τηλέφωνο πριν φύγω απ' το γραφείο, γιατί δεν μπορούσα να πάω να τη δω, λόγω του ιού. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως δεν μπορούσαμε να την επισκεφθούμε γιατί υπήρχε φόβος να την κολλήσουμε. Στο τηλέφωνο, ακούστηκε σαν να μην με καταλαβαίνει, η επικοινωνία μας κάπου χάθηκε, μεταξύ γηρατειών, κούρασης, τεχνολογικής βλάβης.
Σήμερα έφυγε. Μία μέρα που όλοι είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, εν μέσω μίας παγκόσμιας κρίσης, μίας πανδημίας όπου προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και τους γύρω μας. Δεν έφυγε λόγω του ιού. Έφυγε ήσυχα. Πρόλαβα, ευτυχώς, να της πω ότι δεν την έχουμε ξεχάσει, ότι περιμένουμε να περάσει η κρίση και πως την αγαπώ. Μέσα από τη λύπη, γεμίζω ευγνωμοσύνη, για τους γονείς μου που έκαναν τα πάντα για να φροντίσουν πως οι παππούδες και οι γιαγιάδες θα είναι εκεί για να τους γνωρίσουμε και για να περάσουμε ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Όλα τα βράδια που ο πατέρας μου ξενύχτησε για κάθε τους ατύχημα ή αρρώστια και όλα τα πρωινά που η μαμά μου ήταν στο πλευρό τους και τους φρόντιζε. Αυτές τις μέρες, να παίρνετε τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας και να τους μιλάτε. Να ακούτε αυτά που σας λένε, χωρίς να βαριέστε. Να τους βοηθάτε. Μπορεί να νιώθουν περισσότερο μόνοι απ' όσο νομίζετε – μπορεί δέκα λεπτά απ' τον χρόνο σας να αλλάξουν πολλά. Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου