Είναι αλήθεια πως στη σημερινή κυβέρνηση είναι μεγάλος ο αριθμός των
πανεπιστημιακών που υπουργοποιήθηκαν. Η συγκεκριμένη αριθμητική διαπίστωση
αναζωπύρωσε το στερεότυπο για την απουσία δεξιότητας των ακαδημαϊκών δασκάλων
στην ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Η στερεοτυπική έκφραση αποδίδεται στον
Γερμανό καγκελάριο Μπίσμαρκ, ο οποίος τη συμπύκνωσε στη φράση «τρεις καθηγητές
και εχάθη η πατρίς». Με άλλα λόγια, διαμορφώνεται η αντίληψη ότι οι
πανεπιστημιακοί ζουν απομονωμένοι στους δικούς τους πύργους, αποκλεισμένοι από
την κοινωνική πραγματικότητα και μαχόμενοι για τη σύλληψη και διατύπωση
θεωριών. Είναι πολύ ικανοί σ’ αυτό, αλλά η απομόνωσή τους από το δρων κοινωνικό
σώμα τούς αποστερεί τη δυνατότητα γνώσης του κοινωνικού πεδίου και, συνεπώς,
επιτυχούς συνδυασμού θεωρίας και πρακτικής.
Αυτό το στερεότυπο επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια με αυξανόμενη
ένταση. Καταλογίζεται δε η ευθύνη για το ναυάγιο σε μεταρρυθμίσεις στο γεγονός
ότι ηγήθηκαν αυτών των τομέων πανεπιστημιακοί. Αναμφίβολα, πρόκειται για αβαθή
προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Προφανώς, η ρήση του Μπίσμαρκ απηχεί την
περίοδο του ρομαντισμού, κατά την οποία ο ρόλος του διανοουμένου ήταν
διαφορετικός. Ιδίως οι πανεπιστημιακοί αποτελούσαν μια περίκλειστη ομάδα στην
οποία η ελιτίστικη αντίληψη της πραγματικότητας έβρισκε εύφορο έδαφος. Η ίδια
απόσταση από τον λαό υπήρχε όμως και στον «σιδερόφρακτο καγκελάριο», όπως
έμεινε γνωστός στην ιστορία ο Μπίσμαρκ. Είναι αυτός που χρησιμοποίησε την αρχή
«αίμα και σίδερο», με βάση την οποία «έκανε τη Γερμανία μεγάλη, αλλά τους
Γερμανούς μικρούς». Επί της ουσίας, χρησιμοποίησε αυταρχική πολιτική προς
όφελος της μεγάλης Γερμανίας, που ταυτίστηκε με τα συμφέροντα των ομοϊδεατών
του αριστοκρατών.
Ως εκ τούτου, ας λείπει η πολιτική του Μπίσμαρκ, που αξιοποιήθηκε
αργότερα από τον ναζισμό. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι η αντίληψη που
κυριαρχεί σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, η οποία
υποστηρίζει τη σωτηρία των χωρών σε βάρος των λαών. Ο στρατοκράτης Μπίσμαρκ
θεωρούσε τις ευαισθησίες των πανεπιστημιακών της εποχής του ενοχλητικές και
«διαλυτικές» για την υλοποίηση της μιλιταριστικής πολιτικής του.
Προφανώς, η αφετηρία του Πέτρου Μάρκαρη, καταξιωμένου συγγραφέα
αστυνομικών μυθιστορημάτων -και πολλαπλώς τιμηθέντος- δεν έχει καμία σχέση με
το σκεπτικό του Μπίσμαρκ. Η οπτική του είναι διαφορετική, όταν αναφέρεται σε
«κόμμα πανεπιστημιακών» («Νέα Σαββατοκύριακο», 28/2-1/3). Η αφόρμηση για τις
παρατηρήσεις του προέρχεται από την πίστη του ότι το έργο των καθηγητών είναι
στα πανεπιστήμια, όχι στην πολιτική. Πιστεύει ότι οι άνθρωποι της διανόησης
οφείλουν να εστιάσουν σε κοινωνικές παρεμβάσεις εγκαταλείποντας την πολιτική,
που είναι δουλειά άλλων.
Θα συμφωνήσω στην ανάγκη που υπάρχει να μη ζει η ελληνική διανόηση εν αγνοία των
κοινωνικών προβλημάτων, απολαμβάνοντας μόνο τα αγαθά που τους επιδαψιλεύει η
πολιτική εξουσία, σε μια διαδικασία απόκτησης συμβολικού κύρους από την
υποστήριξη -ή την αμοιβαία διακριτική ανοχή- των πανεπιστημιακών και των
ανθρώπων της τέχνης προς τα κυβερνητικά δρώμενα. Δυστυχώς, διακριτοί ρόλοι δεν
υπάρχουν στη σχέση εξουσίας και διανοουμένων. Πολλά από τα προνόμιά τους
(ερευνητικά προγράμματα, συμμετοχή σε αποστολές στο εξωτερικό, συμμετοχή σε
έμμισθες επιτροπές, κ.λπ.) πηγάζουν από τη στενή σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα
στο πολιτικό προσωπικό και τους διανοουμένους, η οποία χρησιμοποιήθηκε επωφελώς
και από τις δύο πλευρές.
Και κάτι άλλο όμως το οποίο σχετίζεται με το πολιτικό φαινόμενο: Ο Μάρκαρης οδηγείται στο
καταληκτικό του συμπέρασμα, την απομάκρυνση δηλαδή των διανοουμένων από την
πολιτική, με το επιχείρημα ότι η πολιτική είναι δουλειά άλλων. Ομως, μια τέτοια
άποψη διαμερισματοποιεί τις κοινωνικές δραστηριότητες. Πολύ περισσότερο, μπορεί
να καταλήξει σε αυτονομία του πολιτικού έναντι του κοινωνικού και του
πολιτισμικού πεδίου. Τις συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης την πληρώνουμε ακόμη,
ιδίως οι κοινωνικά αδύναμοι. Η κρίση οφείλεται στην αυτονόμηση του πολιτικού
προσωπικού, το οποίο θεώρησε ότι ανήκει στο ευρωπαϊκό πολιτικό ιερατείο, από το
οποίο αντλεί τη δύναμή του - και στο οποίο οφείλει να απολογηθεί.
Συνεπώς, η πολιτική είναι υπόθεση όλων. Προϋπόθεση για τη
συμμετοχή δεν είναι η επαγγελματική ιδιότητα αλλά η ικανότητα να ανταποκρίνονται
στα καθήκοντα, υπηρετώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα της κοινωνίας, που
προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός σύγχρονου, κοινωνικά δίκαιου και αποτελεσματικού
κράτους.
* καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου