Γνωρίζω πια πόσο δίκιο είχε ο Καρλ Γιάσπερς όταν
έλεγε ότι «μπορεί τα πράγματα να καταστρέφονται, αλλά οι νεκροί είναι πάντα
παρόντες».
Και στην αλήθεια αυτή με επανέφερε ένα εκ
Θεσσαλονίκης τηλεφώνημα, όπου ευγενικά μου εζητείτο να «γράψω αν θέλω κάτι
σύντομο για τον φίλο μου Βασίλη Μποζίκη».
Και να που τώρα βρίσκομαι αμήχανος, μετά το
αυτονόητο ναι μου, να πασχίζω να «χωρέσω σε κάτι σύντομο», έναν παρόντα μέσα
μου Βασίλη, που αδυνατεί να εγκιβωτιστεί τόσο ως πληθωρική φυσική παρουσία, όσο
και ως πολυσχιδές πολύπλευρο και δημιουργικό έργο.
Γιατί ο Βασίλης υπήρξε ένας κατ’ εξοχήν
αναγεννησιακός άνθρωπος, ακάματα δημιουργικός, αθεράπευτα ρομαντικός και δια
βίου εραστής του ωραίου.
Και θέλω να πιστεύω ότι τα παραπάνω αποτυπώνουν
μιαν αλήθεια που εγώ την βίωσα στην
μακρόχρονη διαδρομή μιας σχέσης που το λυκαυγές της άρχεται από το
προδικτατορικό αριστερό πολιτικό-πολιτιστικό παρελθόν μας, για να εμπλουτισθεί
και βαθύνει στους κοινούς αξιακούς τόπους της δημοκρατικής, πατριωτικής και
ριζοσπαστικής Αριστεράς και στις σταθερές μουσικές, θεατρικές και λογοτεχνικές
αναφορές, από τους αρχαίους τραγικούς μέχρι τον Χατζιδάκη, τον Βισκόντι και τον
Βολανάκη.
Ενδεικτικά αναφέρω την αξέχαστη επαναλαμβανόμενη
στιγμή των συναντήσεών μας, κάθε φορά που ανέβαινα στην Θεσσαλονίκη,
προσορμιζόμενος στην Πλατεία Ναυαρίνου, φόρου υποτελής στην φιλοξενία της
Ντόρας και του ίδιου. Συνάντηση που ξεκινούσε, σχεδόν πάντα, ως εξής:
«Μάρξ ή Βισκόντι; Σωστά. Ξεκινάμε από ΄΄Θάνατο
στην Βενετία΄΄, ΄΄Σένσο΄΄ και ΄΄Γατόπαρδο΄΄ και μετά, εντάξει, πάμε και στην
΄΄Γερμανική Ιδεολογία΄΄».
Να μιλήσω για τον Βασίλη;
Να μιλήσω αλλά για ποιόν από όλους τους
υψιπετείς, αλλά άνισους και ανολοκλήρωτους Βασίληδες.
Για τον εξαίρετο φωτογράφο του ΚΘΒΕ και μιας
ολόκληρης πόλης, για τον διηγηματογράφο και συγγραφέα πλείστων θεατρικών έργων,
για τον ποιητή και μεταφραστή μεγάλου μέρους του έργου των αρχαίων μας
τραγικών, για τον σχολιαστή των
πολιτιστικών δρώμενων, αλλά και συντάκτη και υπεύθυνο ύλης σε μια σειρά
περιοδικών, για τον λόγιο αλλά και τον παραμυθά, για τον παθιασμένο με την
γυναικεία ομορφιά, για τον φανατικό μουσικόφιλο, ρέκτη της λαϊκής και έντεχνης
μουσικής, αλλά και τον αθεράπευτο σινεφίλ και βιβλιοφάγο;
Πολλά είναι αυτά που θα μπορούσα να λεχθούν για
έναν κατεξοχήν δημιουργικό άνθρωπο. ζωντανή έντυπη και φωτογραφική
μνήμη της Θεσσαλονίκης του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Πολλά, για έναν ρομαντικό, παθιασμένο άνθρωπο,
που το έργο του έμεινε ανολοκλήρωτο όπως και η επανάσταση που είχε ονειρευτεί.
Δημοσιεύτηκε
στο περ. «Θεσσαλονικέων πόλις», τεύχ. 53 Σεπτέμβριος 2015.
[1] O Λουκάς Αξελός είναι συγγραφέας,
διευθυντής των εκδόσεων «Στοχαστής» και του περιοδικού «Τετράδια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου