Εθιμικώς, έως και τη μέρα των εκλογών, κάθε φορά, οι ανταγωνιζόμενοι κομματικοί σχηματισμοί επιδαψιλεύουν πλήθος εγκώμια στον ψηφοφόρο λαό. Ταυτόχρονα υμνούν λυρικότατα τη δημοκρατία, ως απαραγνώριστο στοιχείο της οποίας αναγνωρίζουν την ισότητα της ψήφου. Οσοι κατά την προεκλογική περίοδο λαθεύουν (ή τους ξεφεύγει η αλήθεια τους) και αφήνουν υπονοούμενα για την «ανώριμη ψήφο» τμημάτων του λαού (των φτωχών, των «μη νηφάλιων», των ηλικιωμένων), το πληρώνουν ακριβά. Πληρώνουν δηλαδή τον μόλις αποκρυπτόμενο αριστοκρατισμό της αντίληψής τους.
Εξ εθίμου επίσης, τις πρώτες ώρες ή και μέρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, οι ηττημένοι, αντί να ψάξουν να βρουν πού έσφαλαν, βιάζονται να ξεχάσουν όσα από ψηφοθηρική ανάγκη μηρύκαζαν για τον μνήμονα και νοήμονα λαό. Και είτε δι’ υπαινιγμών είτε ευθέως και βαναύσως προσβάλλουν τους ψηφοφόρους. Εκ πικρίας ορμώμενοι, αραδιάζουν τους απαξιωτικούς αφορισμούς τους για τους πολίτες, για τους πολλούς δηλαδή που δεν τους επέλεξαν στην κάλπη: «Ψήφισαν χωρίς ψυχραιμία και νηφαλιότητα», «δεν είχαν την πνευματική ικανότητα να διαβάσουν σωστά τα πράγματα», «αφέθηκαν να εξαπατηθούν», «αποδέχτηκαν μοιρολατρικά την κατάστασή τους». Αν όμως είχαν αναθέσει τη σωτηρία τους στους επικριτές τους, θα είχαν αποφασίσει σοφά και μετρημένα... Το δόγμα «άξιος λαός ο δικός μου λαός» έχει πολλούς πατεράδες.
Οι κυνικότεροι στην πολιτική και μιντιακή αγορά, και όχι μόνο την ελληνική, δεν έχουν διστάσει να υποστηρίξουν κατά καιρούς ότι εγγενές (και μέγα) πρόβλημα της δημοκρατίας είναι η ισότητα της ψήφου. Και επειδή πρόκειται για τη μοναδική εκδοχή ισότητας που διασώζεται ακόμα (δοθέντος ότι η ισηγορία και η ισονομία παραμένουν ζητούμενα, καίτοι δοξολογούνται σαν κεκτημένα), δεν κρύβουν ότι πολύ θα ήθελαν (για το καλό πάντα του λαού) να την περιορίσουν, να τη σχετικοποιήσουν.
Με ποιον τρόπο; Υπάγοντάς τη σε όρους και σε όρια. Πώς, για παράδειγμα, σε ορισμένες από τις πρώτες Ηνωμένες Πολιτείες η ψήφος των μαύρων υπολογιζόταν ίση με το ένα τρίτο της αξίας της ψήφου των λευκών; Κάπως έτσι. Διά της εισαγωγής κάποιου συντελεστή λ.χ., κάποιου «πολλαπλασιαστή ωριμότητας». Δεν είναι δυνατόν, σκέφτονται (και λένε) οι αυτοχειροτονημένοι προεστοί, να αξίζει η ψήφος της γιαγιάς, που βαίνει προς έξοδο, όσο η ψήφος των εγγονιών της, που τώρα μόλις ζουν τα εισόδιά τους (γι’ αυτό και τον μεν Γενάρη ο κ. Καμμένος είχε παροτρύνει τους νέους να κλείσουν τους παππούδες στο σπίτι τη μέρα των εκλογών, προχθές δε ο κ. Θεοδωράκης τους προέτρεψε να μην αφήσουν τις γιαγιάδες τους να αποφασίσουν αντ’ αυτών). Δεν είναι δίκαιο να αξίζει η ψήφος των πολυπτυχιούχων «επαϊόντων» (Λόντον Σκουλ κτλ.) εξίσου με την ψήφο όσων δεν τέλειωσαν καν το Δημοτικό. Δεν είναι γόνιμο να βαραίνει η ψήφος των «συναισθηματικών» γυναικών όσο η ψήφος των «νουνεχών» ανδρών. Δεν είναι «παραγωγικό» γενικώς να μετράει το ίδιο η ψήφος όλων.
Αλλά αυτή είναι η δημοκρατία. Οτιδήποτε άλλο γλιστράει στην ολιγαρχία.
Εξ εθίμου επίσης, τις πρώτες ώρες ή και μέρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, οι ηττημένοι, αντί να ψάξουν να βρουν πού έσφαλαν, βιάζονται να ξεχάσουν όσα από ψηφοθηρική ανάγκη μηρύκαζαν για τον μνήμονα και νοήμονα λαό. Και είτε δι’ υπαινιγμών είτε ευθέως και βαναύσως προσβάλλουν τους ψηφοφόρους. Εκ πικρίας ορμώμενοι, αραδιάζουν τους απαξιωτικούς αφορισμούς τους για τους πολίτες, για τους πολλούς δηλαδή που δεν τους επέλεξαν στην κάλπη: «Ψήφισαν χωρίς ψυχραιμία και νηφαλιότητα», «δεν είχαν την πνευματική ικανότητα να διαβάσουν σωστά τα πράγματα», «αφέθηκαν να εξαπατηθούν», «αποδέχτηκαν μοιρολατρικά την κατάστασή τους». Αν όμως είχαν αναθέσει τη σωτηρία τους στους επικριτές τους, θα είχαν αποφασίσει σοφά και μετρημένα... Το δόγμα «άξιος λαός ο δικός μου λαός» έχει πολλούς πατεράδες.
Οι κυνικότεροι στην πολιτική και μιντιακή αγορά, και όχι μόνο την ελληνική, δεν έχουν διστάσει να υποστηρίξουν κατά καιρούς ότι εγγενές (και μέγα) πρόβλημα της δημοκρατίας είναι η ισότητα της ψήφου. Και επειδή πρόκειται για τη μοναδική εκδοχή ισότητας που διασώζεται ακόμα (δοθέντος ότι η ισηγορία και η ισονομία παραμένουν ζητούμενα, καίτοι δοξολογούνται σαν κεκτημένα), δεν κρύβουν ότι πολύ θα ήθελαν (για το καλό πάντα του λαού) να την περιορίσουν, να τη σχετικοποιήσουν.
Με ποιον τρόπο; Υπάγοντάς τη σε όρους και σε όρια. Πώς, για παράδειγμα, σε ορισμένες από τις πρώτες Ηνωμένες Πολιτείες η ψήφος των μαύρων υπολογιζόταν ίση με το ένα τρίτο της αξίας της ψήφου των λευκών; Κάπως έτσι. Διά της εισαγωγής κάποιου συντελεστή λ.χ., κάποιου «πολλαπλασιαστή ωριμότητας». Δεν είναι δυνατόν, σκέφτονται (και λένε) οι αυτοχειροτονημένοι προεστοί, να αξίζει η ψήφος της γιαγιάς, που βαίνει προς έξοδο, όσο η ψήφος των εγγονιών της, που τώρα μόλις ζουν τα εισόδιά τους (γι’ αυτό και τον μεν Γενάρη ο κ. Καμμένος είχε παροτρύνει τους νέους να κλείσουν τους παππούδες στο σπίτι τη μέρα των εκλογών, προχθές δε ο κ. Θεοδωράκης τους προέτρεψε να μην αφήσουν τις γιαγιάδες τους να αποφασίσουν αντ’ αυτών). Δεν είναι δίκαιο να αξίζει η ψήφος των πολυπτυχιούχων «επαϊόντων» (Λόντον Σκουλ κτλ.) εξίσου με την ψήφο όσων δεν τέλειωσαν καν το Δημοτικό. Δεν είναι γόνιμο να βαραίνει η ψήφος των «συναισθηματικών» γυναικών όσο η ψήφος των «νουνεχών» ανδρών. Δεν είναι «παραγωγικό» γενικώς να μετράει το ίδιο η ψήφος όλων.
Αλλά αυτή είναι η δημοκρατία. Οτιδήποτε άλλο γλιστράει στην ολιγαρχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου