- H ΑΥΓΗ ›
- ΕΝΘΕΤΑ ›
- ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ›
Ο χορός ανήκει στην κατηγορία των πολιτισμικών πρακτικών, που επωμίζονται πολυποίκιλη σημασιοδότηση. Συνοψίζει και αποτυπώνει τη διαχείριση του σώματος σε μιυτότητες. Οριοθετεί τη συλλογικότητα διαφοροποιώντας την ετερότητα, όποια κι αν είναι αυτή.
Η θα κοινωνική και πολιτισμική ομάδα. Είναι μια πολιτισμική πρακτική που ορίζει κοινωνικές και εθνικές ταέση του χορού ως πολιτισμικής πρακτικής έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των φιλοσόφων της ελληνικής αρχαιότητας, σε μια προσπάθεια να διερευνήσουν , εστιάζοντας σ’ αυτόν, την έννοια του κύκλου ως του πιο ολοκληρωμένου σχήματος, μέσω του οποίου ο χορευτής, ως άτομο αλλά και ως μέλος της κύκλιας συλλογικότητας, ιχνηλατεί και αναζητεί την υπέρβαση της γήινης υπόστασης.
Ο κύκλος είναι το βασικό σχήμα στον χορό του αγροτικού πολιτισμού, αυτόν που σήμερα είναι γνωστός ως παραδοσιακός χορός. Ως και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αυτός ο κύκλος στις κοινοτικές τελετουργίες λειτουργούσε ως ένα σχήμα-φαντασιακό έδαφος, στα όρια του οποίου αναπαραγόταν το κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα.
Παράλληλα, με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους -αργά μεν, σταθερά δε- ο χορός προσελκύει την προσοχή της επίσημης πολιτείας, η οποία τον θεώρησε ως ένα κατάλληλο μηχανισμό για τη συγκρότηση μιας ομογενοποιημένης ταυτότητας. Το ρεπερτόριο των χορών που διδάσκονται στα σχολείο αλλά και στην τότε Γυμναστική Ακαδημία, όπως και η φορμαλιστική διδαχή, απεικονίζει τη μονοδιάστατη αντίληψη για την ετερότητα. Αποβάλλεται απ’ αυτήν εκείνη η διαφορετικότητα, που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην αναπαράσταση της ταυτότητας.
Ως εκ τούτου, η μελέτη του τρόπου που εισάγεται ο παραδοσιακός χορός στην εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί σπουδή για την κατανόηση του τρόπου που συγκροτούνται οι ταυτότητες αλλά και διερεύνηση της μετακίνησης από τον ενικό πολιτισμό στον πληθυντικό.
Αυτή είναι η στόχευση της Ελευθερίας Γκαρτζονίκα-Κώτσικα. Η συγγραφέας είχε την ιδιότητα της καθηγήτριας φυσικής αγωγής για πολλά χρόνια, ενώ για ικανό χρονικό διάστημα υπηρέτησε την εκπαίδευση με την ιδιότητα της Σχολικής Συμβούλου.
Το πόνημά της είναι ένα βιβλίο που μελετά τον παραδοσιακό χορό ως αντικείμενο της εκπαίδευσης. Εξετάζει κριτικά την ανάδειξη και τη διαδρομή του παραδοσιακού χορού ως διδακτικού αντικειμένου, από την ένταξή του στο δημόσιο σχολείο το 1914 μέχρι σήμερα, σε συσχέτιση με το εκάστοτε εκπαιδευτικό και ιστορικό-ιδεολογικό πλαίσιο και τη συμβολική κατασκευή της ελληνικής ταυτότητας. Παρουσιάζει τις σύγχρονες αντιλήψεις για τον χορό στην εκπαίδευση και προβαίνει στην κριτική επισκόπηση των προγραμμάτων σπουδών και των σχολικών εγχειριδίων του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στις προτάσεις για τη διδασκαλία του χορού, συνδέοντας θεωρητικά μοντέλα και μεθόδους με την εκπαιδευτική πράξη. Αποσκοπεί να συμβάλλει, με την παράθεση σύγχρονων επιστημονικών θεωρήσεων , στην καλύτερη κατανόηση του χορού ως αντικειμένου της εκπαίδευσης και με την κατάθεση καινοτόμων διδακτικών προτάσεων στην αποτελεσματικότερη αξιοποίησή του στη σχολική πράξη. Ένα χρήσιμο βοήθημα για τους εκπαιδευτικούς και για όσους ασχολούνται με τη διδασκαλία-μάθηση του παραδοσιακού χορού.
Ειδικότερα, το βιβλίο περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια, εκτενή και κατατοπιστική εισαγωγή, πρόλογο και επίλογο. Το πρώτο κεφάλαιο προσεγγίζει τις έννοιες και το περιεχόμενο του χορού γενικά και ειδικά (χορός, παραδοσιακός λαϊκός χορός, ο χορός στην εκπαίδευση, ο χορός ως σύστημα επικοινωνίας, χορός και ταυτότητες, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παραδοσιακού χορού κ.λπ). Στο επόμενο κεφάλαιο της ιστορικής αναδρομής, η μελέτη αναδεικνύει όλη την πορεία του παραδοσιακού χορού στην εκπαίδευση, καθώς και το εκπαιδευτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου διαμορφώνονται οι αντιλήψεις, ώστε ο χορός να ενταχθεί στις σχολικές δραστηριότητες και να συνεχίζει να αποτελεί μέρος τους. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αναλύονται διεξοδικά και μέσα από μια κριτική ματιά τα περιεχόμενα των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων για τον ελληνικό παραδοσιακό χορό. Η συγγραφέας, στο πλαίσιο της κριτικής εξέτασης του θεσμικού πλαισίου για τον χορό, καταθέτει ένα μοντέλο για τη μορφή, την οργάνωση και τη διάταξη της διδακτέας ύλης για τον παραδοσιακό χορό που, όπως σημειώνει, «συνομιλεί με τις νέες αντιλήψεις για την αυτονομία της σχολικής μονάδας και τη δυνατότητα του εκπαιδευτικού να συνδιαμορφώνει το πρόγραμμα σπουδών του αντικειμένου του», κάτι που αποτελεί ακόμη ζητούμενο για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η πρακτική αυτή διασφαλίζει ευνοϊκές συνθήκες μάθησης για όλους τους μαθητές, διαφοροποιεί τα διδακτικά δρώμενα, στηρίζει τις ατομικές διαφορές και κλίσεις, προωθεί τις 'εγκάρσιες δεξιότητες', όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση (2013), ενώ παράλληλα ενισχύει τη λειτουργική στήριξη της τάξης.
Στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου η συγγραφέας καταθέτει ποικίλες προτάσεις διδασκαλίας, που βασίζονται σε ομαδοσυνεργατικές, ανακαλυπτικές και βιωματικές προσεγγίσεις και αφορούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Έχουν αφετηρία στη διδασκαλία και μάθηση του παραδοσιακού χορού στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία και επεκτείνονται μέχρι τη διδασκαλία του, στο επίπεδο του πανεπιστημίου και των ενηλίκων σε μια δια βίου μάθηση. Οι παραπάνω προτάσεις στοχεύουν στην ολιστική προσέγγιση του παραδοσιακού χορού, ξεπερνώντας έτσι το στερεότυπο της μουσικοκινητικής προσέγγισης και της μιμητικής μεθόδου διδασκαλίας, και αποσκοπούν στη βαθύτερη κατανόηση του λαϊκού μας πολιτισμού με την ταυτόχρονη επίτευξη των γενικότερων σκοπών και στόχων της σημερινής εκπαίδευσης.
Η ολιστική και διαθεµατική προσέγγιση του χορού µε τη χρήση ανακαλυπτικών, συμμετοχικών και βιωματικών μεθοδολογιών συνεισφέρει στην ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών και στη δημιουργία συνειδητοποιημένων πολιτών. Μέσα από τη διδασκαλία του χορού, οι μαθητές/τριες μαθαίνουν όχι μόνο χορευτικές κινήσεις αλλά αποκτούν και τη δυνατότητα βαθύτερης κατανόησης των ανθρώπων, του πολιτισμού και των τόπων του χορού, αναδεικνύοντάς τον στην εκπαίδευση σ’ ένα δυναμικό μέσο για έκφραση και δημιουργικότητα, για απελευθέρωση του ατόμου, για πολιτισμική κατανόηση και καλύτερη κοινωνική συμβίωση. Η διδασκαλία-μάθηση του χορού με συνεργατικές μεθοδολογίες ενισχύει την αυτοπεποίθηση, καλλιεργεί την ενσυναίσθηση και τις αξίες της συλλογικότητας, ενώ λειτουργεί και ως διαδικασία αποφόρτισης από τη σκληρή καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, συμβάλλοντας στην πρόληψη και καταπολέμηση της βίας και του εκφοβισμού.
Το βιβλίο αποτελεί προϊόν πολύχρονης ενασχόλησης της συγγραφέως με τον παραδοσιακό χορό τόσο από θεωρητική πλευρά όσο και σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής. Μελετώντας το βιβλίο της, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η εκπόνησή του απαιτεί διεπιστημονικές γνώσεις στο αντικείμενο του χορού, πλούσιες εμπειρίες, αλλά και σύγχρονες παιδαγωγικές γνώσεις αναλυτικών προγραμμάτων και διδακτικής μεθοδολογίας, ώστε να συνδεθούν τα θεωρητικά σχήματα με τις εκπαιδευτικές πρακτικές που οδηγούν στην ολιστική προσέγγιση του χορού. Προβαίνει στο πάντρεμα του παραδοσιακού χορού ως πολιτισμικού αγαθού με το σύγχρονο προβληματισμό στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, ξεπερνώντας τα όρια της αντιμετώπισής του, μέχρι πρόσφατα, στον ελλαδικό χώρο μόνο ως κινητική δραστηριότητα. Είναι γνωστό, ότι ο χορός ταυτίστηκε αρχικά με το χώρο της φυσικής αγωγής, εκλαμβανόμενος ως φυσική δραστηριότητα, με βάση το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του την κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Όμως, αν και χωρίς την κίνηση του ανθρώπινου σώματος ο χορός δεν υφίσταται ως τεχνούργημα, ο χορός δεν είναι μόνο μια φυσική δραστηριότητα ανάμεσα σε τόσες άλλες. Το κυρίαρχο διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό του είναι η ικανότητά του να δημιουργεί μηνύματα μέσα από τη χρήση συμβόλων, λειτουργώντας έτσι ως όχημα πολιτισμικής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αξιοποιώντας τα ερευνητικά δεδομένα της μορφολογικής αναλυτικής μεθόδου, η συγγραφέας εντάσσει το χορό στο ευρύτερο κοινωνικο-ιστορικό του πλαίσιο, κάτι που διατυπώνεται και στις προτάσεις της με την επιλογή χορευτικών δρωμένων και όχι αποστεωμένων από το πλαίσιό τους χορευτικών μορφών με μουσικοκινητικό μόνο προσανατολισμό. Η ολιστική προσέγγιση του παραδοσιακού χορού, όπως επισημαίνει επιχειρηματολογώντας η συγγραφέας, συνδεόμενη με τη χρήση σύγχρονων διδακτικών μεθόδων, καθιστά τον παραδοσιακό χορό ένα παιδαγωγικό μέσο που συνδέει το παρόν με το παρελθόν, το τοπικό με το παγκόσμιο, το άτομο με την συλλογικότητα.
Το βιβλίο, απεικονίζει και οραματίζεται ένα νέο σχολείο, του οποίου οι λειτουργίες συντείνουν σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «μαθησιακό οργανισμό». Σε ένα τέτοιο σχολείο στόχος είναι να οικοδομηθεί μια κουλτούρα αναστοχαστικής σκέψης, δράσης και συλλογικής σοφίας, στο πλαίσιο της οποίας οι εκπαιδευτικοί συμπράττουν για να βελτιώσουν τις επιδόσεις όλων των μαθητών, για να αναθεωρήσουν τις διδακτικές και μαθησιακές τους ενέργειες και να αναζητήσουν μια νέα παιδαγωγική και διδακτική αντίληψη για το μέλλον. Μια τέτοια αντίληψη δυνητικά προωθεί τη συλλογική ηγεσία, στηρίζεται στην ανάπτυξη δημοκρατικών πρακτικών και στη στρατηγική αξιοποίησης των ικανοτήτων, εκπαιδευτικών και μαθητών.
Η θα κοινωνική και πολιτισμική ομάδα. Είναι μια πολιτισμική πρακτική που ορίζει κοινωνικές και εθνικές ταέση του χορού ως πολιτισμικής πρακτικής έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των φιλοσόφων της ελληνικής αρχαιότητας, σε μια προσπάθεια να διερευνήσουν , εστιάζοντας σ’ αυτόν, την έννοια του κύκλου ως του πιο ολοκληρωμένου σχήματος, μέσω του οποίου ο χορευτής, ως άτομο αλλά και ως μέλος της κύκλιας συλλογικότητας, ιχνηλατεί και αναζητεί την υπέρβαση της γήινης υπόστασης.
Ο κύκλος είναι το βασικό σχήμα στον χορό του αγροτικού πολιτισμού, αυτόν που σήμερα είναι γνωστός ως παραδοσιακός χορός. Ως και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αυτός ο κύκλος στις κοινοτικές τελετουργίες λειτουργούσε ως ένα σχήμα-φαντασιακό έδαφος, στα όρια του οποίου αναπαραγόταν το κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα.
Παράλληλα, με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους -αργά μεν, σταθερά δε- ο χορός προσελκύει την προσοχή της επίσημης πολιτείας, η οποία τον θεώρησε ως ένα κατάλληλο μηχανισμό για τη συγκρότηση μιας ομογενοποιημένης ταυτότητας. Το ρεπερτόριο των χορών που διδάσκονται στα σχολείο αλλά και στην τότε Γυμναστική Ακαδημία, όπως και η φορμαλιστική διδαχή, απεικονίζει τη μονοδιάστατη αντίληψη για την ετερότητα. Αποβάλλεται απ’ αυτήν εκείνη η διαφορετικότητα, που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην αναπαράσταση της ταυτότητας.
Ως εκ τούτου, η μελέτη του τρόπου που εισάγεται ο παραδοσιακός χορός στην εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί σπουδή για την κατανόηση του τρόπου που συγκροτούνται οι ταυτότητες αλλά και διερεύνηση της μετακίνησης από τον ενικό πολιτισμό στον πληθυντικό.
Αυτή είναι η στόχευση της Ελευθερίας Γκαρτζονίκα-Κώτσικα. Η συγγραφέας είχε την ιδιότητα της καθηγήτριας φυσικής αγωγής για πολλά χρόνια, ενώ για ικανό χρονικό διάστημα υπηρέτησε την εκπαίδευση με την ιδιότητα της Σχολικής Συμβούλου.
Το πόνημά της είναι ένα βιβλίο που μελετά τον παραδοσιακό χορό ως αντικείμενο της εκπαίδευσης. Εξετάζει κριτικά την ανάδειξη και τη διαδρομή του παραδοσιακού χορού ως διδακτικού αντικειμένου, από την ένταξή του στο δημόσιο σχολείο το 1914 μέχρι σήμερα, σε συσχέτιση με το εκάστοτε εκπαιδευτικό και ιστορικό-ιδεολογικό πλαίσιο και τη συμβολική κατασκευή της ελληνικής ταυτότητας. Παρουσιάζει τις σύγχρονες αντιλήψεις για τον χορό στην εκπαίδευση και προβαίνει στην κριτική επισκόπηση των προγραμμάτων σπουδών και των σχολικών εγχειριδίων του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στις προτάσεις για τη διδασκαλία του χορού, συνδέοντας θεωρητικά μοντέλα και μεθόδους με την εκπαιδευτική πράξη. Αποσκοπεί να συμβάλλει, με την παράθεση σύγχρονων επιστημονικών θεωρήσεων , στην καλύτερη κατανόηση του χορού ως αντικειμένου της εκπαίδευσης και με την κατάθεση καινοτόμων διδακτικών προτάσεων στην αποτελεσματικότερη αξιοποίησή του στη σχολική πράξη. Ένα χρήσιμο βοήθημα για τους εκπαιδευτικούς και για όσους ασχολούνται με τη διδασκαλία-μάθηση του παραδοσιακού χορού.
Ειδικότερα, το βιβλίο περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια, εκτενή και κατατοπιστική εισαγωγή, πρόλογο και επίλογο. Το πρώτο κεφάλαιο προσεγγίζει τις έννοιες και το περιεχόμενο του χορού γενικά και ειδικά (χορός, παραδοσιακός λαϊκός χορός, ο χορός στην εκπαίδευση, ο χορός ως σύστημα επικοινωνίας, χορός και ταυτότητες, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παραδοσιακού χορού κ.λπ). Στο επόμενο κεφάλαιο της ιστορικής αναδρομής, η μελέτη αναδεικνύει όλη την πορεία του παραδοσιακού χορού στην εκπαίδευση, καθώς και το εκπαιδευτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου διαμορφώνονται οι αντιλήψεις, ώστε ο χορός να ενταχθεί στις σχολικές δραστηριότητες και να συνεχίζει να αποτελεί μέρος τους. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αναλύονται διεξοδικά και μέσα από μια κριτική ματιά τα περιεχόμενα των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων για τον ελληνικό παραδοσιακό χορό. Η συγγραφέας, στο πλαίσιο της κριτικής εξέτασης του θεσμικού πλαισίου για τον χορό, καταθέτει ένα μοντέλο για τη μορφή, την οργάνωση και τη διάταξη της διδακτέας ύλης για τον παραδοσιακό χορό που, όπως σημειώνει, «συνομιλεί με τις νέες αντιλήψεις για την αυτονομία της σχολικής μονάδας και τη δυνατότητα του εκπαιδευτικού να συνδιαμορφώνει το πρόγραμμα σπουδών του αντικειμένου του», κάτι που αποτελεί ακόμη ζητούμενο για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η πρακτική αυτή διασφαλίζει ευνοϊκές συνθήκες μάθησης για όλους τους μαθητές, διαφοροποιεί τα διδακτικά δρώμενα, στηρίζει τις ατομικές διαφορές και κλίσεις, προωθεί τις 'εγκάρσιες δεξιότητες', όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση (2013), ενώ παράλληλα ενισχύει τη λειτουργική στήριξη της τάξης.
Στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου η συγγραφέας καταθέτει ποικίλες προτάσεις διδασκαλίας, που βασίζονται σε ομαδοσυνεργατικές, ανακαλυπτικές και βιωματικές προσεγγίσεις και αφορούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Έχουν αφετηρία στη διδασκαλία και μάθηση του παραδοσιακού χορού στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία και επεκτείνονται μέχρι τη διδασκαλία του, στο επίπεδο του πανεπιστημίου και των ενηλίκων σε μια δια βίου μάθηση. Οι παραπάνω προτάσεις στοχεύουν στην ολιστική προσέγγιση του παραδοσιακού χορού, ξεπερνώντας έτσι το στερεότυπο της μουσικοκινητικής προσέγγισης και της μιμητικής μεθόδου διδασκαλίας, και αποσκοπούν στη βαθύτερη κατανόηση του λαϊκού μας πολιτισμού με την ταυτόχρονη επίτευξη των γενικότερων σκοπών και στόχων της σημερινής εκπαίδευσης.
Η ολιστική και διαθεµατική προσέγγιση του χορού µε τη χρήση ανακαλυπτικών, συμμετοχικών και βιωματικών μεθοδολογιών συνεισφέρει στην ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών και στη δημιουργία συνειδητοποιημένων πολιτών. Μέσα από τη διδασκαλία του χορού, οι μαθητές/τριες μαθαίνουν όχι μόνο χορευτικές κινήσεις αλλά αποκτούν και τη δυνατότητα βαθύτερης κατανόησης των ανθρώπων, του πολιτισμού και των τόπων του χορού, αναδεικνύοντάς τον στην εκπαίδευση σ’ ένα δυναμικό μέσο για έκφραση και δημιουργικότητα, για απελευθέρωση του ατόμου, για πολιτισμική κατανόηση και καλύτερη κοινωνική συμβίωση. Η διδασκαλία-μάθηση του χορού με συνεργατικές μεθοδολογίες ενισχύει την αυτοπεποίθηση, καλλιεργεί την ενσυναίσθηση και τις αξίες της συλλογικότητας, ενώ λειτουργεί και ως διαδικασία αποφόρτισης από τη σκληρή καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, συμβάλλοντας στην πρόληψη και καταπολέμηση της βίας και του εκφοβισμού.
Το βιβλίο αποτελεί προϊόν πολύχρονης ενασχόλησης της συγγραφέως με τον παραδοσιακό χορό τόσο από θεωρητική πλευρά όσο και σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής. Μελετώντας το βιβλίο της, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η εκπόνησή του απαιτεί διεπιστημονικές γνώσεις στο αντικείμενο του χορού, πλούσιες εμπειρίες, αλλά και σύγχρονες παιδαγωγικές γνώσεις αναλυτικών προγραμμάτων και διδακτικής μεθοδολογίας, ώστε να συνδεθούν τα θεωρητικά σχήματα με τις εκπαιδευτικές πρακτικές που οδηγούν στην ολιστική προσέγγιση του χορού. Προβαίνει στο πάντρεμα του παραδοσιακού χορού ως πολιτισμικού αγαθού με το σύγχρονο προβληματισμό στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, ξεπερνώντας τα όρια της αντιμετώπισής του, μέχρι πρόσφατα, στον ελλαδικό χώρο μόνο ως κινητική δραστηριότητα. Είναι γνωστό, ότι ο χορός ταυτίστηκε αρχικά με το χώρο της φυσικής αγωγής, εκλαμβανόμενος ως φυσική δραστηριότητα, με βάση το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του την κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Όμως, αν και χωρίς την κίνηση του ανθρώπινου σώματος ο χορός δεν υφίσταται ως τεχνούργημα, ο χορός δεν είναι μόνο μια φυσική δραστηριότητα ανάμεσα σε τόσες άλλες. Το κυρίαρχο διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό του είναι η ικανότητά του να δημιουργεί μηνύματα μέσα από τη χρήση συμβόλων, λειτουργώντας έτσι ως όχημα πολιτισμικής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αξιοποιώντας τα ερευνητικά δεδομένα της μορφολογικής αναλυτικής μεθόδου, η συγγραφέας εντάσσει το χορό στο ευρύτερο κοινωνικο-ιστορικό του πλαίσιο, κάτι που διατυπώνεται και στις προτάσεις της με την επιλογή χορευτικών δρωμένων και όχι αποστεωμένων από το πλαίσιό τους χορευτικών μορφών με μουσικοκινητικό μόνο προσανατολισμό. Η ολιστική προσέγγιση του παραδοσιακού χορού, όπως επισημαίνει επιχειρηματολογώντας η συγγραφέας, συνδεόμενη με τη χρήση σύγχρονων διδακτικών μεθόδων, καθιστά τον παραδοσιακό χορό ένα παιδαγωγικό μέσο που συνδέει το παρόν με το παρελθόν, το τοπικό με το παγκόσμιο, το άτομο με την συλλογικότητα.
Το βιβλίο, απεικονίζει και οραματίζεται ένα νέο σχολείο, του οποίου οι λειτουργίες συντείνουν σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «μαθησιακό οργανισμό». Σε ένα τέτοιο σχολείο στόχος είναι να οικοδομηθεί μια κουλτούρα αναστοχαστικής σκέψης, δράσης και συλλογικής σοφίας, στο πλαίσιο της οποίας οι εκπαιδευτικοί συμπράττουν για να βελτιώσουν τις επιδόσεις όλων των μαθητών, για να αναθεωρήσουν τις διδακτικές και μαθησιακές τους ενέργειες και να αναζητήσουν μια νέα παιδαγωγική και διδακτική αντίληψη για το μέλλον. Μια τέτοια αντίληψη δυνητικά προωθεί τη συλλογική ηγεσία, στηρίζεται στην ανάπτυξη δημοκρατικών πρακτικών και στη στρατηγική αξιοποίησης των ικανοτήτων, εκπαιδευτικών και μαθητών.
Ευάγγελος Αυδίκος, διδάσκει Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου