Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν ένα κορυφαίο γεγονός για την εποχή της, που αποτέλεσε την αφετηρία ιστορικών ανατροπών στην Ευρώπη και οδήγησε στη διαμόρφωση νέων γεωπολιτικών δεδομένων.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας στο έργο του «Το 1821 και η αλήθεια» (εκδόσεις Κάκτος, Τόμος Α', σελ. 53) σημειώνει με έμφαση ότι «το ’21 δεν ήταν όμοιο με καμιά επανάσταση του κόσμου. (…) Το ’21 ήταν μια εθνικο-κοινωνική επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας».
Η τεράστια σημασία της και οι αναταράξεις που θα προκαλούσε είχαν γίνει από πολύ νωρίς αντιληπτές σε όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη.
Γι’ αυτό αντιμετωπίστηκε τα πρώτα χρόνια με επιφυλακτικότητα ή και αρνητικά.
Ενα πλούσιο υλικό από σύγχρονες πανεπιστημιακές μελέτες, τα αρχεία του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office) και τον ξένο Τύπο της εποχής αποτυπώνει την αντιμετώπιση της Επανάστασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις.
Βεβαίως, με την έναρξή της κανένας δεν φανταζόταν ότι φτωχοί αγρότες, ναυτικοί και ιερείς, χωρίς πόρους και συγκροτημένη στρατιωτική ηγεσία, θα μπορούσαν να σταθούν, για περίπου 9 χρόνια, απέναντι στον οργανωμένο στρατό της πανίσχυρης τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να τον νικήσουν σε μια σειρά από κρίσιμες μάχες.
Σημείο καμπής για την αλλαγή του κλίματος στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης αποτέλεσε η σφαγή της Χίου, τον Απρίλη του 1822 από τον οθωμανικό στρατό, και η επακόλουθη ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, που συγκίνησε ως ηρωική πράξη αντίστασης.
Τα συγκλονιστικά γεγονότα, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της εποχής, όπως ο «Αυστριακός Παρατηρητής» της Βιέννης, απ’ όπου αναπαράχθηκαν σε γερμανικές και γαλλικές εφημερίδες, προκάλεσαν κύμα φιλελληνισμού.
Το φιλελληνικό κίνημα σε συνδυασμό με άλλα γεωστρατηγικά γεγονότα οδήγησαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής το 1825 να ενεργοποιηθούν υπέρ των Ελλήνων.
Το πρώτο σημαντικό γεγονός καταγράφεται στη διάρκεια του 1825, όταν εισβάλλει ο αιγυπτιακός στρατός στην Ελλάδα και καταλαμβάνει το λιμάνι του Ναβαρίνου.
Ηταν μια κίνηση του Αιγύπτιου ηγέτη Μεχμέτ Αλή για να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον Τούρκο σουλτάνο καταλαμβάνοντας ελληνικά εδάφη.
Ομως, οι μεγάλες δυνάμεις δεν ήθελαν έναν ισχυρό Μεχμέτ Αλή, που θα ήλεγχε την Αίγυπτο και την Ελλάδα.
Ετσι, το 1827 Αγγλοι, Γάλλοι και Ρώσοι έστειλαν 27 πλοία, τα οποία επικράτησαν του αιγυπτιακού στόλου στη ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Τον επόμενο χρόνο (1828) ξεκίνησε ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, που τελείωσε το 1829, έπειτα από ειρηνευτική παρέμβαση της Αγγλίας και της Γαλλίας και ενώ ο ρωσικός στρατός είχε σχεδόν φτάσει στην Κωνσταντινούπολη.
Ακολούθησε το 1830 η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, που δημιούργησε ένα μικρό, ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, με ηγεμόνα τον Βαυαρό πρίγκιπα Οθωνα.
Στον σχεδόν εννεαετή πόλεμο υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους περίπου 500.000 Ελληνες και Τούρκοι (εφημερίδα «Αιών» φ. 25.3.1839).
Ωστόσο, όπως γράφει στο ίδιο έργο ο Γιάννης Σκαρίμπας:
❝ (…) ουδεμία εθνο-κοινωνική [ενν. Επανάσταση] επιχειρήθηκε. Εξαίρεση στάθηκε μόνο το ’21. Κι’ ενώ στη μια του πλευρά (την εθνική) αυτό θριάμβευσε, στην άλλη του (την κοινωνική) ήρθε καπάκι… Οι Τούρκοι έφυγαν και ήρθε… ο Οθωνας! ❞.
Εθνική εορτή από το 1837
Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε το 1837 ως εθνική εορτή «επί του υπουργείου (=κυβερνήσεως) Ζωγράφου».
Ετσι, στις 25 Μαρτίου 1838 έγινε ο πρώτος επίσημος εορτασμός της εθνικής επετείου.
«Κανονιοβολισμοί και μουσικαί, όρθρου έτι βαθέος, εχαιρέτισαν το επίσημον της ημέρας· επευφημούμενοι ζωηρώς ο βασιλεύς και η βασίλισσα μετέβησαν εφ’ αμάξης εις τον ναόν της Αγίας Ειρήνης ένθα ετελέσθη παρ’ άπαντος του κλήρου πάνδημος δοξολογία», περιγράφει ο συγγραφέας, ο οποίος τονίζει με συγκίνηση την παρουσία στον μικρό ναό των ανδρών του Αγώνος -«οι στρατηγήσαντες εις τας δεκαετείς μάχας, οι οτέ μεν γενναίοι νικηταί, άλλοτε δ’ ένδοξοι ηττημένοι».
Ομως, δύο χρόνια μετά τον πρώτο εορτασμό, το 1840, οι κάτοικοι της Αθήνας «πάγωσαν», καθώς διαπίστωσαν ότι από τις επίσημες εκδηλώσεις απουσίαζε ο «Γέρος του Μοριά», ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Αυτή η απουσία συζητήθηκε έντονα, γι’ αυτό αρκετές ημέρες αργότερα οι εφημερίδες της εποχής επανήλθαν στο θέμα επιχειρώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις.
Ετσι, σύμφωνα με την εφημερίδα «Αθηνά» (φ. της 30ής Μαρτίου 1840), το απόγευμα της παραμονής της εθνικής εορτής «εις την οικίαν του γέροντος Αρχηγού Θεοδ. Κολοκοτρώνη» είχε γίνει μεγάλο γλέντι με προσκεκλημένους αρκετούς στρατιωτικούς και την επομένη τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί από τους καλεσμένους δεν μπόρεσαν να παραστούν στην τελετή.
Οι λαμπροί εορτασμοί με συμμετοχή αγωνιστών, τους οποίους επευφημούσε το πλήθος, συνεχίστηκαν για μερικά ακόμα χρόνια, εντυπωσιάζοντας όσους ξένους τύχαινε να βρίσκονται στην Αθήνα.
Ωστόσο, σταδιακά η αγανάκτηση του κόσμου για τη βασιλεία του Οθωνα είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ξεκάθαρα.
Σύμφωνα με ανταπόκριση για τον εορτασμό του 1861, που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «Ιλουστρασιόν», «συνεκροτήθησαν εν Αθήναις ζωηραί και θορυβωδέσταται διαδηλώσεις, εχθρικαί προς το καθεστώς και την εξουσίαν. Την πρωίαν αμέτρητον πλήθος συνωθείτο εις τα πέριξ του Μητροπολιτικού Ναού, όπου επρόκειτο να τελεσθή δοξολογία».
Ωστόσο, αυτή τη φορά η άφιξη του Οθωνα δεν προκάλεσε επευφημίες.
Αντίθετα, ήρθε αντιμέτωπος με την ψυχρή υποδοχή του λαού:
❝ Ητο ωχρότατος και το βλέμμα του εφαίνετο αναζητούν κανέν φιλικόν πρόσωπον εν τω μέσω του σιωπηλού παρά την συνήθειάν του λαού ❞.
Ο Οθωνας και η Αμαλία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου 1862…
Η συνάντηση Καραϊσκάκη-Κιουταχή
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν μία από τις εμβληματικές μορφές της Επανάστασης του 1821 και οι ικανότητές του αναγνωρίζονταν ακόμα και από τους Τούρκους στρατιωτικούς.
Είναι χαρακτηριστικό ένα στιγμιότυπο που περιγράφει ο γραμματέας και βιογράφος του Καραϊσκάκη, Δ. Αινιάν («Η βιογραφία του στρατηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη», υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του Δ. Αινιανού, Αθήνα 1903, σελ. 126-127) από μια συνάντησή του με τον μεγάλο αντίπαλό του, τον Τούρκο Κιουταχή.
❝ Της 9 Αυγούστου, 'σ τα 1826, ο Καραϊσκάκης ανταμώθηκε κατά τύχη με τον Κιουταχή 'σ τη Γαλλική φεργάδα του ναυάρχου Δερνύ (σ.σ. Δεριγνύ), που ήταν αραγμένη ‘σ τον Πειραιά.
Ο Κιουταχής με τον Ομέρ πασά της Χαλκίδας είχαν πάη να ιδούν το ναύαρχο.
Δεν πρόφτασαν να κατεβούν ‘σ τη σάλλα και φτάνει ο Καραϊσκάκης με το Χρηστίδη σε βάρκα Ελληνική από το μπρίκι το Ψαριανό του Γιαννίτση, που ήταν αραγμένο. (…)
Λένε πως επίτηδες ο Γάλλος ναύαρχος είχε φέρη έτσι το πράμα, για να σμίξουν οι δύο αρχιστράτηγοι.
Κι’ αυτό του το είχε ζητήση ο Κιουταχής.
Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης καθώς είδε τον Κιουταχή μπροστά του. Εβαλε το χέρι ‘σ το σπαθί κ’ είπε ‘σ το Χρηστίδη.
- Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμμιά μπαμπεσά;
Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι’ ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε, καθώς είδε τον Καραϊσκάκη.
Χαιρέτησε ο Καραϊσκάκης τον Κιουταχή, κατά την τούρκικη συνήθεια (με την απαλάμη ‘σ το στήθος) και κάθισε.
Χαιρέτησε κι’ ο Κιουταχής με το κεφάλι, αγέρωχος, και μίλησε πρώτος Αρβανίτικα·
- Τι κάνεις Καραϊσκάκη; Ελπιζα νάρθης ‘σ τα Μπιτώλια να με προσκυνήσης και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια, από την Αθήνα ώς την Αρτα.
- Εγώ να σε προσκυνήσω; του αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης. Αν είσαι Ρούμελη Βαλεσής εσύ, είμαι κ’ εγώ Ρούμελη Βαλεσής. Κι’ αν ήξερε η Διοίκησή μου ότι κρένομε (=μιλάμε) τώρα μαζί, με κρέμαγε κ’ εμένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατέματα, που έχω ‘σ τη Λεψίνα.
- Και πώς μπορεί να σε κρεμάσει;
- Μήπως δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος όταν θέλη; Ναι ή όχι;
- Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά.
- Λοιπόν με κρεμάει κ’ εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! (ενν. τη Διοίκηση)
Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κ’ έφυγε από το καράβι.
Την άλλη ‘μέρα ο Κιουταχής τούστειλε καφφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί ❞.
Ο Καραϊσκάκης πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 23 Απριλίου 1827, αφού είχε τραυματιστεί μια ημέρα νωρίτερα, σε μια μάχη κοντά στο Φάληρο.
Ο θάνατός του είχε αποτέλεσμα τη συντριπτική ήττα των ελληνικών δυνάμεων.
Η κηδεία του Γεώργιου Καραϊσκάκη έγινε στη Σαλαμίνα ενώ όλοι οι Ελληνες είχαν βυθιστεί στο πένθος.
Επειτα από 8 χρόνια, στις 22 Απριλίου 1835, καθώς η Ελλάδα είχε απελευθερωθεί, έγινε με μια λαμπρή τελετή η ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον Πειραιά, προκειμένου να ταφούν οριστικά στο σημείο όπου έπεσε και όπου ήδη είχε ανεγερθεί το μνημείο του.
❝ Την 22α Απριλίου το πρωί περί την 9 ώραν τα λείψανα απεβιβάσθησαν εκ του πλοίου, το οποίον επυροβόλησεν επτά και δεκάκις, μεσίστιον έχον την σημαίαν.
Εις τον αιγιαλόν του Πειραιώς ευρέθησαν παρατεταγμένοι προς υποδοχήν όλοι οι εν τη πρωτευούση διατριβόντες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται των πρώην ελαφρών σωμάτων και διάφορα στρατιωτικά σώματα πεζικού, ιππικού, πυροβολικού και η μουσική.
(…) Η οδός του Πειραιώς από το πρωί ήτον πλήθουσα ανθρώπων παντός γένους και πάσης ηλικίας και τάξεως, καταβαινόντων διά να παρευρεθώσιν εις την λαμπράν ταύτην τελετήν (…) ❞.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο δεν θα ανεγερθεί ανδριάντας του μεγάλου στρατηγού, καθώς όταν αρκετά χρόνια αργότερα συστήθηκε επιτροπή από τον Δήμο Πειραιά ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου και μέλος της επιτροπής Θεόδωρος Αφεντούλης είχε αντιρρήσεις.
Συγκεκριμένα, όπως έγραφε στις 4 Μαρτίου 1889 η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα», ο Αφεντούλης θεωρούσε ότι το Φάληρο ήταν ακατάλληλο για την ανέγερση ανδριάντα διότι «το μέρος εκείνο είναι πεδίον ήττης και ουχί νίκης» και πρότεινε να ανεγερθεί στην Καστέλα.
Τελικά, ο ανδριάντας ανεγέρθηκε και υπάρχει μέχρι σήμερα στην πλατεία Καραϊσκάκη, στην Ακτή Τζελέπη.
Ο ιερός πόλεμος των Τούρκων και οι ανίεροι υπολογισμοί των ξένων δυνάμεων
Ετσι, άρχισε σταδιακά να απασχολεί τις ευρωπαϊκές εφημερίδες, οι οποίες αποτελούσαν πηγή πληροφόρησης των εφημερίδων των ΗΠΑ, που επίσης είχαν εκτενείς αναφορές στο θέμα.
«Οι αναταραχές στις τουρκικές κτήσεις φαίνεται ότι μάλλον έχουν αυξηθεί», αναφερόταν σε δημοσίευμα βρετανικών εφημερίδων της 21ης Απριλίου 1821 (σ.σ. οι εφημερίδες έφτασαν στη Νέα Υόρκη και στις 6 Ιουνίου δημοσιεύτηκε η είδηση στις τοπικές εφημερίδες, απ’ όπου άντλησε την πληροφορία η εφημερίδα της Πολιτείας Τζόρτζια «Southern Recorder» και τη δημοσίευσε στο φύλλο της 26ης Ιουνίου 1821).
Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται ότι «σε θέματα πίστεως δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των Τούρκων και των χριστιανών».
Να σημειωθεί ότι αρχικά η κυβέρνηση του σουλτάνου Μαχμούτ Β' πιθανόν για λόγους σκοπιμότητας «ερμήνευσε» την Επανάσταση ως μια μάχη μεταξύ του Ισλάμ και του χριστιανισμού και απηύθυνε έκκληση για ιερό πόλεμο.
Ετσι, πέτυχε να συσπειρώσει τους τοπικούς διοικητές περιφερειών (πασάδες), οι οποίοι δεσμεύτηκαν να υπερασπιστούν το Ισλάμ και το οθωμανικό κράτος.
Ταυτόχρονα, όμως, ενίσχυσε το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων και από τον πρώτο καταστατικό χάρτη των εξεγερμένων Ελλήνων (Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822) το θρήσκευμα έγινε καθοριστικό σήμα της πολιτικής ιθαγένειας, καθώς οι Ελληνες πολίτες προσδιορίστηκαν ως ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι κατοικούσαν σε περιοχές της Ελλάδας και είχαν πάρει τα όπλα εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας.
Παράλληλα, η Πύλη διέταξε να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι εξεγερμένοι Ελληνες.
Μάλιστα, ο σουλτάνος σκοπεύοντας να διχάσει υποσχέθηκε επιείκεια για τους νομοταγείς ραγιάδες.
Αποκαλυπτικό είναι έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 10 Απριλίου 1821, προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών (F.O. 78/98, ff. 57-58a, 10 April 1821 No. 16):
❝... Αυτή η κυβέρνηση επιμένει στις προσπάθειές της να σπείρει τον τρόμο στα μυαλά των Ελλήνων υπηκόων της και φαίνεται ότι οι προσπάθειες αυτές ήταν πολύ επιτυχημένες.
Το εμπόριο των Ελλήνων έχει εντελώς ανασταλεί και ένας ένοπλος και εξοργισμένος πληθυσμός περιφέρεται καθημερινά στους δρόμους της πρωτεύουσας και των προαστίων της, διαπράττοντας τέτοιες υπερβολές, που καταστρέφουν κάθε εμπιστοσύνη από την πλευρά των ραγιάδων στην ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας τους.
»Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων έχει κυρίως παρακινηθεί από τις επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι εξεγέρσεις στη Βλαχία και τη Μολδαβία και οι επαναστατικές κινήσεις σε άλλα μέρη είναι μέρος ελληνικού σχεδίου για τη συνολική ανατροπή της μωαμεθανικής θρησκείας (…) ❞.
(Πηγή: Θεόφιλος Κ. Προύσης «Βρετανική Πρεσβεία. Εκθέσεις για την Ελληνική Επανάσταση το 1821-1822: Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ή Πόλεμος των Θρησκειών;», Πανεπιστήμιο της Βόρειας Φλόριντα, 2011).
Ομως, έπειτα από φοβερές αγριότητες των Τούρκων ο Βρετανός πρέσβης Στάνφορντ αρχίζει να ανησυχεί και σε νεότερο έγγραφό του αναφέρει ότι οι απόψεις που διατυπώνονται σε διάταγμα του σουλτάνου έχουν «πολύ ανησυχητικό χαρακτήρα και αποδεικνύουν με σαφήνεια τη διάθεση της Πύλης να προσδώσει στην κατάσταση (…) χαρακτήρα σύγκρουσης μεταξύ των θρησκειών χριστιανών και μωαμεθανών». (F.O. 78/98, ff. 154-57, 10 May 1821 No. 30).
Στις 27 Απριλίου 1821 η γνωστή βρετανική εφημερίδα «Lloyds’ List» σημειώνει ότι «η εξέγερση των Ελλήνων στην Τουρκία παραμένει ζωντανή» και πως οι Ελληνες φεύγουν κατά ομάδες από διάφορα μέρη της Ευρώπης για να ενταχθούν στον αγώνα της Ανεξαρτησίας.
«(…) Αν αυτός ο ενθουσιασμός είναι υπαρκτός, η Πύλη θα έχει δύσκολο αγώνα να κάνει, πριν μπορέσει να ελπίσει ότι θα τερματιστεί αυτή η εξέγερση», προβλέπει εύστοχα η βρετανική εφημερίδα, η οποία σημειώνει ακόμα τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία:
❝ Ο πρίγκιπας Υψηλάντης είχε μόνο 3.000 στρατιώτες μαζί του και ο ελληνικός στρατός είχε μόνο δύο κανόνια! Ομως, οι Ελληνες είχαν συλλάβει 13 τουρκικά σκάφη και αποκόμισαν λεία 100.000 δολαρίων ❞.
(Πηγή: «Southern Recorder» φ.10.7.1821).
Σ' αυτή την πρώτη φάση, όπως σημειώνεται σε πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, η Επανάσταση πέτυχε μόνο στην Πελοπόννησο (απέτυχε στη Μολδαβία και τη Βλαχία, όπου κατεστάλη και δεν πραγματοποιήθηκε το σχέδιο για την Κωνσταντινούπολη), καθώς οι περισσότεροι από τους προύχοντες αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν, μπροστά στον κίνδυνο να συλληφθούν και να υποστούν τη σκληρή τιμωρία των Τούρκων πασάδων.
Ομως, μετά την αρχική επιτυχία, η Επανάσταση βρέθηκε σε αδιέξοδο για μια σειρά λόγους:
Ο οθωμανικός στρατός έπρεπε να ξεκινάει κάθε άνοιξη από τη Θεσσαλία και καθώς δεν κατάφερνε να δημιουργήσει μια χειμερινή βάση στον νότο, υποχρεωνόταν το φθινόπωρο να επιστρέφει.
Από την πλευρά τους, οι Ελληνες ήταν πολύ αδύναμοι για να κάνουν επίθεση εναντίον των Τούρκων και προσπαθούσαν να διατηρούν υπό τον έλεγχό τους τον Μοριά.
Οι ένοπλοι αγρότες και πρώην κλέφτες στον Μοριά ήταν πιστοί στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ενώ από την άλλη πλευρά βρίσκονταν πολιτικοί, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, γόνος φαναριώτικης οικογένειας, και ο Γεώργιος Κουντουριώτης, πλούσιος Υδραίος εφοπλιστής.
Κάθε ένα από αυτά τα κράτη είχε στρατηγικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία και ήθελε να βεβαιωθεί ότι τα αποτελέσματα του πολέμου στην Ελλάδα δεν θα τους έβλαπταν.
Το δίλημμα στο οποίο είχαν να απαντήσουν ήταν εάν ήθελαν μια ασταθή Τουρκία με απρόβλεπτο μέλλον ή εάν τους συνέφερε η οριστική κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σε κάθε περίπτωση η παρέμβασή τους θα αποσκοπούσε στο να είναι το τελικό αποτέλεσμα αποδεκτό για τα συμφέροντά τους.
Ετσι, η Βρετανία δεν ήθελε η Τουρκία να γίνει τόσο αδύναμη, ώστε η Ρωσία να αποκτήσει τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου απειλώντας τις μεσογειακές εμπορικές διαδρομές.
Ο Ρώσος τσάρος, με τη σειρά του, είχε συμπάθεια στους ομόδοξους Ελληνες αλλά φοβόταν τόσο την έννοια της Επανάστασης όσο και το ότι ένα νέο ελληνικό κράτος θα μπορούσε να γίνει σύμμαχος της Βρετανίας.
Τέλος, τα γαλλικά συμφέροντα ήταν εν μέρει οικονομικά και εν μέρει στρατηγικά.
Οι γαλλικές συναλλαγές με την Τουρκία ήταν πολύ σημαντικές και οι Γάλλοι επενδυτές κατείχαν μεγάλο αριθμό τουρκικών κρατικών ομολόγων που θα ήταν άχρηστα αν η Τουρκία κατέρρεε.
Η Γαλλία ήθελε να διαδραματίσει ενεργό ρόλο για να επανέλθει στην παγκόσμια πολιτική σκηνή μετά την ήττα του 1815.
Ζητώντας στηρίγματα στις ΗΠΑ
Αναζητώντας νέα στηρίγματα οι Ελληνες κάνουν εκκλήσεις στις ΗΠΑ για βοήθεια στον αγώνα τους.
Μια τέτοια διακήρυξη, την οποία υπέγραφε ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, έστειλε η Μεσσηνιακή Γερουσία, που έδρευε στην Καλαμάτα.
Η διακήρυξη, που απευθυνόταν στους Αμερικανούς πολίτες, είχε γραφτεί στα ελληνικά και αφού έφτασε στο Παρίσι μεταφράστηκε στην τότε διεθνή γλώσσα, τα γαλλικά.
Από τη γαλλική πρωτεύουσα ταχυδρομήθηκε σε κάποιον άγνωστο στη Βοστόνη, με την παράκληση να δοθεί στη δημοσιότητα.
Η διακήρυξη συνοδευόταν από μια επιστολή, που υπέγραφαν ο Π. Ηπίτης, «εκπρόσωπος των Ελλήνων Στρατηγών», ο Αδαμάντιος Κοραής, ο φίλος του Κοραή, γιατρός Αθανάσιος Βογορίδης, και ο Ν. Πίκολο.
Η επιστολή, όπως σημειώνουν οι εφημερίδες των ΗΠΑ, είχε γραφτεί από τον Κοραή και ανέφερε τα εξής:
❝ Ο ανθρωπισμός αναμένει την αναβίωσή του από τον Νέο Κόσμο. Αλλά, το παράδειγμά σας μπορεί να αρκεί για τους άλλους, [όμως] εμείς στις παρούσες δυσκολίες μας χρειαζόμαστε επίσης τη βοήθειά σας.
Πόσο ένδοξη θα είναι η χώρα σας συνεργαζόμενη στο έργο της απελευθέρωσης των Ελλήνων, για την οποία οι άλλες δυνάμεις έχουν παραμείνει αδιάφορες στη φωνή της δικαιοσύνης, στην ευσέβεια και στον ανθρωπισμό!
Η δόξα και μόνο μιας τέτοιας πράξης θα ήταν μια ευρύτατη ανταμοιβή. Αλλά οι Ελληνες δεν έχουν δείξει ποτέ αχαριστία ή ότι δεν αναγνωρίζουν το χρέος τους.
Και παλαιότερα οι φιλικές πόλεις ετιμώντο με χρυσά στεφάνια, και με προτεραιότητα στις συνελεύσεις και στους αγώνες, έτσι θα τιμήσουν και πάλι θα στεφανώσουν τους φίλους και τους συμμάχους τους ❞.
Η παραπάνω επιστολή μαζί με τη διακήρυξη δημοσιεύτηκε στις 15 Οκτωβρίου 1821 στην εφημερίδα «Boston Daily Advertiser» και αναδημοσιεύτηκε σε άλλες εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και στην εφημερίδα της Πολιτείας της Τζόρτζια, «Southern Recorder».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου