Βρισκόμουν καθ’
οδόν προς την κεντρική Ευρώπη, όταν έλαβα το τηλεφώνημα από τον Ανδρέα Ρίζο.
Μου ζήτησε να παρουσιάσω ένα βιβλίο που βρισκόταν στο τυπογραφείο. Είν’ αλήθεια
πως δεν πολυκατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Άλλωστε , λίγη σημασία είχε, αφού
μού είναι δύσκολο να χαλάσω το χατήρι του φίλου Αντρέα. Του αθόρυβου εργάτη για
την ανάδειξη του πολιτισμού της Ηπείρου. Του καλοκάγαθου-με την αρχαιοελληνική
έννοια-Αντρέα του οποίου η καρδιά έχει θέση για όλους τους Ηπειρώτες.
Ωστόσο, το τηλεφώνημα επανέφερε τις νωπές
μνήμες από τη συνεργασία με τους Μελισσουργιώτες για τη φιλοξενία των φοιτητών
και φοιτητριών του Θερινού Σχολείου Τζουμέρκων. Ήρθαμε στο χωριό στα τέλη του
Αυγούστου 2016 και οι Μελισσουργιώτες άνοιξαν τα σπίτια και τις καρδιές τους.
Καρπός αυτής της επίσκεψης ήταν ένα κείμενό μου με τίτλο «Παναγιά Γραμμένη»,
που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Συντακτών κι αναδημοσιεύτηκε από το
περιοδικό της Αδελφότητας. Ήθελα λοιπόν να ξαναδώ το μοναστήρι της Παναγίας,
μέρες που είναι, και να θυμίσω πως οι μέρες του Δεκαπενταύγουστου δεν είναι
μόνο καιρός για γλέντια κι αναβάπτιση στον καθαρό αέρα. Είναι αφορμή για
περισυλλογή όσον αφορά την πολιτισμική μας κληρονομιά. Πιο συγκεκριμένα, των
βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων
που άντεξαν τη μοναξιά τόσες δεκαετίας. Δεν είναι εύκολο όμως να τα βάλουν με
την εγκατάλειψη.
Αυτόν τον στόχο υπηρετεί πολλαπλά η Αδελφότητα
των Μελισσουργιωτών. Χρόνια τώρα αποθησαυρίζει τραγούδια, μνήμες, ήθη και
έθιμα. Καταγράφει προβληματισμούς, ανησυχίες και προτάσεις. Για πολλά χρόνια το
περιοδικό λειτουργεί ως κιβωτός της μνήμης των Μελισσουργιωτών με κέντρο αναφοράς
την πολιτισμική και κοινωνική μήτρα τους, το χωριό. Μια κιβωτός μνήμης που
απλώνεται και υφαίνεται από όλους τους τόπους που φιλοξένησαν τους
Μελισσουργιώτες παλιότερα αλλά κυρίως τα μεταπολεμικά χρόνια.
Ωστόσο, ο λόγος που μας έφερε κοντά όλους
αυτή τη μέρα είναι το βιβλίο για τον διπλοκάγκελο χορό που αποτελούσε τη σπονδυλική
στήλη της ψυχαγωγίας, των κοινωνικών επαφών, της αναπαραγωγής του χωριού με
τους αρραβώνες και τους γάμους. Ένα βιβλίο που γεννήθηκε χάρη στην εμμονική
αγάπη του Αντρέα Ρίζου για το χωριό του και την παράδοση. Αλλά και χάρη στα
μέλη της Αδελφότητας, που είναι αφοσιωμένοι στο χωριό και τη διατήρηση του
σημαντικού περιοδικού. Σπυρί σπυρί μαζεύουν τη μνήμη του χωριού, που γίνεται
χρυσόσκονη στο βιβλίο του Αντρέα Ρίζου , καθώς σύρει την κουρτίνα της λήθης
ξεναγώντας σε μορφές ζωής ξεχασμένες. Πολυκαιρισμένες.
Τι εξυπηρετεί ένα βιβλίο για την παράδοση
σήμερα; Γράφεται στα προλεγόμενα, στο φυλλάδιο που συνοδεύει το cd. «Μια εσωτερική ανάγκη μας
ωθεί, νοσταλγικά, ακόμη και τη νέα γενιά, για επιστροφή στην παράδοση. Για
επιστροφή σ’ αυτόν τον πνευματικό και ανθρώπινο δεσμό, μέσα στο χώρο και το
χρόνο». Θα συμφωνήσω πως ο νόστος δυναμώνει όσο περνάνε τα χρόνια. Οι γενιές,
όμως, που νιώθουν τον νόστο σιγά σιγά υποχωρούν στην προέλαση του χρόνου.
Συνεπώς, ο νόστος όσο πάει μεταλλάσσεται. Αλλάζει περιεχόμενο στις καρδιές και
τον νου των νεότερων γενιών. Των παιδιών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα
αστικά κέντρα. «Σε αυτό αποσκοπεί και τούτη η εργασία μας», γράφει ο Αντρέας
Ρίζος. «Να μάθουν οι νεότερες και οι μελλούμενες γενιές την ιστορία και την
παράδοση του χωριού μας», συνεχίζει. Για ποιο λόγο θα ρωτούσε κάποιος
αιρετικός. Καλά είμαστε κι έτσι.
Το βιβλίο, καθώς προχωράει, δίνει τις
απαντήσεις του. Ωστόσο ο συγγραφέας κι επιμελητής του ανήκει σε μια τυχερή γενιά.
Βίωσε τον ξεριζωμό στα κράσπεδα του
αστικού κέντρου. Δεν είχε τη βιωματική σχέση. Δεν έζησε στο χωριό. Όμως, είχε
την τύχη να μεγαλώνει με τα λόγια της Βάβως Κώσταινας. Όμως, το ίδιο συνέβη με
πολλούς. Με τη δική μας γενιά. Διαβάζοντας το βιβλίο του Αντρέα Ρίζου
μπερδευόμουν και νόμιζα μερικές φορές πως αφορούσε τη δική μου ζωή. Πως
εξιστορούσε την περιπέτεια όλων όσων γεννήθηκαν στις παρυφές των πόλεων, εκεί
που τους απόρριξε η ανάγκη. Γνωρίσαμε την παράδοση με λοξό τρόπο. Από χαραμάδες
που άνοιξαν οι αραιές επισκέψεις στον γενέθλιο τόπο. Αλλά και μέσα από τις
ιστορίες του πατέρα και της μάνας, της γιαγιάς και του παππού.
Το βιβλίο αυτό έχει ως ραχοκοκαλιά του
τον διπλοκάγκελο χορό. Την κορυφαία μουσικοχορευτική , πολιτισμική και
κοινωνική έκφραση του χωριού όπου οι άνθρωποι ανανέωναν τους δεσμούς της. Είναι
ένα καντήλι στους παλιούς. Στη μνήμη εκείνων που κράτησαν το χωριό. Στα βάσανά
τους και τις χαρές τους. «Με όλες τις αλλοιώσεις που κατά καιρούς
παρατηρούνται , το καγκελάρι παραμένει η
κορυφαία εθιμική εκδήλωση στο χώρο, με σημαντικές κοινωνικές διαστάσεις όσον
αφορά την αναβάπτιση στο κοινοτικό πνεύμα των συμπατριωτών της διασποράς και τη
διατήρηση της αίσθησης μιας συνέχειας
μέσα σε μια εποχή ριζικών αλλαγών και ρήξεων με το παρελθόν». Ορθές οι
επισημάνσεις του συγγραφέα. Ο διπλοκάγκελος χορός του Δεκαπενταύγουστου δεν
ήταν μόνο μια χορευτική και ψυχαγωγική
εκδήλωση. Ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν η αφορμή να επιβεβαιωθούν οι κανόνες. Οι
φωτογραφίες που στολίζουν το βιβλίο αν διαβαστούν παράλληλα με τα λόγια μπορούν
να μας αφηγηθούν πολλά για τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους. Η συμμετοχή
στον χορό δεν γινόταν με χαοτικό τρόπο. Δεν ήταν ατομική επιλογή η θέση που θα
έπαιρναν στον χορό. Εξαρτιόταν από την κοινωνική θέση, την ηλικία, το φύλο.
Μπορούν οι φωτογραφίες να μας μιλήσουν
για την κοινωνική οργάνωση. Για το πολλαπλό κύρος των προσώπων που έμπαιναν
επικεφαλής του χορού. Για τις γυναίκες που χρειάστηκε να περιμένουν πολύ ώστε
να διεκδικήσουν τη δική τους θέση στους πανηγυρότοπους.
Πρόσωπα αυστηρά. Συγκρατημένα. Που δεν
αφήνουν τα συναισθήματα να ξεχειλίζουν. Αδιόρατο το μειδίαμα στα χείλη των
χορευτών. Πρόσωπα που είχαν συνείδηση πως συμμετείχαν σε κάτι σπουδαίο, όπου
όλα είχαν τη σημασία τους.
Μύηση στον τρόπο διαχείρισης του σώματος,
των αισθημάτων και των συναισθημάτων. Αυτό ήταν, εκτός των άλλων, ο
διπλοκάγκελος. Ένα μάθημα στην οργάνωση της κοινοτικής ζωής, στο αξιακό σύστημα
του χωριού. Μύηση στους ρόλους των φύλων και στον ορθό τρόπο έκφρασης των
συναισθημάτων.
Ο διπλοκάγκελος ήταν κορυφαία; Εκδήλωση,
γιατί η κοινότητα προετοίμαζε τη διαδοχή της. Αυτό αποκτούσε χαρακτηριστικά
επιβίωσης για τις κοινότητες που είχαν υψηλό βαθμό μετακίνησης ενός τμήματος
του πληθυσμού της στους χειμωνιάτικους μήνες. Ο Απόστολος Τρομπούκης, σε
κείμενό του που δημοσιεύεται στη «Φωνή των Μελισσουργών», γράφει πως «μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή, το Δεκαπενταύγουστο στους Μελισσουργούς, έγιναν κάπου
εβδομήντα γάμοι και αρραβώνες επίσης εκείνη τη χρονιά, έκαναν την εμφάνισή τους
στην Παναγιά, για να σύρουν το Διπλοκάγκελο, εξήντα πέντε παλικάρια με
φουστανέλες, δεκαπέντε με μαντία και όλοι οι άλλοι με άσπρες τσακτσίρες και ήταν
χάρμα οφθαλμών»(σελ.51).
Το βιβλίο , πέρα απ’ αυτά, θέτει επί
τάπητος, με έμμεσο τρόπο, διάφορα άλλα ζητήματα. Το ένα συνδέεται με την
καταγωγή του χορού. Από πού προέρχεται ο χορός; Έχουν ειπωθεί διάφορα. Το
βέβαιο είναι πως ο χορός συναντιέται στα Τζουμέρκα και το Ξηροβούνι. Πριν από
μερικά χρόνια, σε συνέδριο που είχε οργανώσει η ΙΛΕΤ, είχα υποστηρίξει το
ενδεχόμενο ο χορός αυτός να ήρθε στην περιοχή με τις μετακινήσεις των Σουλιωτών
μετά την αναγκαστική εγκατάλειψη της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου το 19ο
αιώνα. Σύμφωνα με τον ιερέα Γεώργιο Καρακίτσιο, «οι κάτοικοι του χωριού, κατά
μεγάλο μέρος, είναι Σουλιώτες»(77).
Προφανώς, αυτό το θέμα χρειάζεται να
μελετηθεί. Το ίδιο και το επιχείρημα, με βάση το οποίο αιτιολογείται η
οφιοειδής μορφή του χορού. Τα καγκέλια, οι στροφές που αποκτά. Στο βιβλίο
επαναλαμβάνεται η διαδεδομένη άποψη πως ο χορός δημιουργήθηκε στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας κι απέκτησε αυτή τη μορφή, γιατί διευκόλυνε την ανταλλαγή
μηνυμάτων ανάμεσα στους υπόδουλους Έλληνες. Πρόκειται για παρανόηση. Άλλο η
χρήση του χορού. Ασφαλώς και χρησιμοποιήθηκε ο χορός είτε για ανταλλαγή
μηνυμάτων είτε για επικοινωνία των νέων-εξάλλου ο χορός είχε αυτό τον ρόλο. Όμως,
η μορφή του χορού ανάγεται σε παλιότερους χρόνους. Μας οδηγεί στους κυκλωτικούς
χορούς της αρχαίας Ελλάδας.
Αυτή η επισήμανση φέρει στο προσκήνιο και
μια άλλη συνεισφορά του βιβλίου. Είναι η παράδοση για τη θυσία του ελαφιού που,
σύμφωνα με τις αντιλήψεις, προσφερόταν αυτοβούλως να θυσιαστεί για το καλό της
κοινότητας. Είναι μια παράδοση που βρίσκεται παντού κι αποτελεί συστατικό
στοιχείο των ζωοθυσιών.
Διαβάζω απόσπασμα από το κείμενο του Νίκου
Χρ.Καραβασίλη(Χάθηκαν αμνημόνευτοι, 45). «Μολογάνε οι γερόντοι, πως στα παλιά
τα χρόνια, στα πολύ παλαιά τα χρόνια, τότε που ο Θεός δεν είχε ανεβή ακόμα στον
ουρανό, μα είχε κατοικιό στον Όλυμπο, οι χωργιανοί είχαν άλλο εκκλησάκι, λίγο
παρακάτω καμιά ανάσα τόπο στη Ζιζίνα, καθώς το λένε τώρα. Εκεί καταμεσής στα
χωράφια τα Παπαγιαννέικα είναι ακόμα παραχωμένα τα θέμελα και γύρα ένα σωρό
πετρούλες και κεραμιδάκια πανάρχαια. Εκεί τότε λάτρευαν μιαν άλλη Παναγιά,
εκείνη που αγάπαγε και προστάτευε τα ελάφια και ήταν τότε γιομάτος ο τόπος από
αυτά γύρα στο χωριό. Είχε δε εκείνη η Παναγιά, η Άρτεμις καθώς την έλεγαν ,
τόση αγάπη στους χωριανούς που κάθε Δεκαπενταύγουστο έστελνε πέντε με εφτά
ελάφια και χόρταιναν όλοι στο πανηγύρι,
δικοί και ξένοι.
Μα με χρόνια αναπόδγιασε ο κόσμος , έγινε
αχόρταγος, άρπαγος και ανεπρόκοπος και μια χρονιά , μολογάνε, σαν ήρθαν τα
ελαφάκια αποσταμένα και διψασμένα, δεν τάφησαν να ξαποστάσουν , αλλά
αλαιμάργησαν και τάκοψαν ιδρωμένα και τάφαγαν. Κακιώθηκε η θεά και δεν
ματάστειλε από τα τότε και δώθε».
Η παράδοση αυτή μπορεί να μαρτυρήσει
πολλές αλήθειες και μυστικά σ’ όσους και όσες θελήσουν να τη διαβάσουν με
προσοχή. Μπορεί να μαρτυρήσεις τις δικές μας αμαρτίες αλλά και τις ανάγκες που
ικανοποιεί η ετήσια σύναξη. Είναι μια μορφή συνομολόγησης πως ο τόπος αυτός
έχει ιστορική συνέχεια. Ανεξάρτητα από το τι θεό πιστεύει κανείς. Πέρα από τις
ιδεολογικές του απόψεις, στον τόπο αυτόν υπάρχουν τα ίχνη μιας μακρόχρονης
παρουσίας. Τον τόπο αυτό τον πάτησαν άνθρωποι που άφησαν τα σημάδια τους. Όσοι
λοιπόν συνάσσονται στον Διπλοκάγκελο αποδέχονται τη συνέχεια αυτή. Αποδέχονται
την αίσθηση της συμμετοχής σ’ ένα ιστορικό και πολιτισμικό γαϊτανάκι, όπου οι
τόποι αλλάζουν ονόματα. Παραμένει η αίσθηση της βίωσης των ίδιων αισθημάτων.
Της διάδρασης με το ίδιο φυσικό περιβάλλον.
Και για μας τους νεότερους απομένει η
οφειλή της επιστροφής και της εξιλέωσης για την αδιαφορία προς την ιστορική μας
κληρονομιά. Τραφήκαμε με το αίσθημα της αλαζονείας απέναντι στη βαθύρριζη
παράδοσή μας. Ακούσια ή εκούσια τη θεωρήσαμε ως παράταιρη. Ως μη έχουσα θέση
στη ζωή μας. Πρόκειται για ύβρι που την πληρώσαμε. Με τη μοναξιά. Με την απορρύθμιση
των κοινωνικών σχέσεων. Με την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Και η αφεντιά μου, ξέροντας πως η φιλοξενία
είναι αναπόσπαστο στοιχείο του πανηγυριού, απευθύνομαι στους πανηγυριστές με τα
λόγια του τραγουδιού.,
Τώρα κι’ ο ήλιος
έγειρε κι’ ο σταυραετός κουρνιάζει,
Τώρα κι’ ο ξένος
βούλεται στον τόπο του να πάη.
……
Μπαϊραχτάρη του
χωριού, συ που σέρνεις το χορό
Συ που σέρεις το
χορό, κάμε διπλοκάγκελο,
Κι’ είμαι ξένος
και θα ιδώ, και θα πάω να μολογώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου