Το όλον ήταν τετραθέσιο. Μια πολύ ελαφριά κατασκευή από ξύλο ή από μέταλλο, συνήθως φτωχική και κάποτε πολυτελής.
Σε μαγαζιά κυρίως, φτηνά ή ακριβά εστιατόρια και ταβέρνες, αλλά και σε σπίτια. Μια θέση για το λάδι, μια για το ξίδι και δυο πιο μικρές για το αλάτι και το πιπέρι.
Εχω κρατήσει ένα τέτοιο που, με φροντίδα κυρίως της γιαγιάς μου, εξυπηρετούσε αλλά και στόλιζε το οικογενειακό μας τραπέζι σε κάθε γεύμα.
Το ξύλο έχει λίγο φθαρεί στις γωνιές από τη χρήση, αλλά νομίζω ότι μπορεί ακόμα να παίξει τον ρόλο του σαν κάτι παραπάνω από αντίκα.
Μιλώ για τη λαδοξιδοαλατοπιπεριέρα που αποτελεί -ή αποτελούσε- σήμα κατατεθέν κάθε ελληνικού τραπεζιού, οικογενειακού ή δημόσιου.
Μαθαίνω ότι τουλάχιστον το χύμα λάδι του κουαρτέτου αυτού της γαστριμαργικής μας ηδονής θα αντικατασταθεί από τυποποιημένα προϊόντα.
Και υποθέτω ότι έτσι δεν θα φτάνει σαν αυτονόητο και δωρεάν συμπλήρωμα του φαγητού στο τραπέζι του μαγαζιού, αλλά θα το παραγγέλλεις και θα σου το φέρνουν δεόντως κοστολογημένο σε στεγανοποιημένα μπουκαλάκια με ελεγχόμενο (από ποια πολυεθνική άραγε;) περιεχόμενο.
Για κάποιους λόγους που γνωρίζουν αυτοί που εμπνεύστηκαν το μέτρο, αυτό θα αποτελέσει επανάσταση στις απαρχαιωμένες μας συνήθειες και επιπλέον θα δημιουργήσει και άλλες ακόμη, νέες θέσεις εργασίας, δίπλα στις πάρα πολλές που προσφέρονται ήδη στα ελληνικά νιάτα.
Το νέο ξύπνησε μέσα μου τη μνήμη μιας γεύσης. Αυτής από το λάδι που συνοδεύει τα αμπελοφάσουλα όπου μπορείς να βάλεις κατά βούλησιν λάδι και λίγο ξίδι από τα δύο κομψά γυάλινα σκεύη που πάντα μαζί σε υποδέχονται. Ποτέ ανακατεμένα.
Χρώμα κεχριμπάρι το λάδι, με μια απόχρωση του πράσινου. Γεμάτη γεύση, τόσο γεμάτη όσο η μνήμη των παιδικών χρόνων.
Τις ώρες εκείνες τις νυχτερινές, όταν οι βασικές προμήθειες του σπιτιού έδιναν την άμεση λύση για ένα λιτό δείπνο. Ψωμί με λάδι. Και λίγη ρίγανη τριμμένη από πάνω. Και μια πρέζα αλάτι.
Αλλά η πιο βαθιά γεύση είναι άλλη. Είναι η γεύση του δωρεάν ή του σχεδόν δωρεάν που συνοδεύει ακόμα το φαγητό σε τόσες γωνιές του ευρωπαϊκού Νότου.
Του ψωμιού, πριν μας μάθουν πως το λένε «κουβέρ». Του φρούτου, που ακόμα, μέσα στην κρίση, μας προσφέρουν πάρα πολλά μαγαζιά μας.
Του δωρεάν ψωμιού και κάποτε του «πρώτου» πιάτου στην Ιταλία. Μέρη ενός μαγειρικού κώδικα, αλλά και μιας τελετουργίας, μιας επικοινωνίας, μιας κοινωνίας.
Γιατί, ναι. Το φαγητό, ακόμα και το πληρωμένο στην ταβέρνα, θεμελιώνει και αυτό κοινωνίες. Αυτές που πασχίζουν να ξεθεμελιώσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου