Η ορατή και η αθέατη όψη της ζωής
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //
[…]
Τα πιο καλά ποιήματα
έτσι κι αλλιώς δεν γράφονται,
ανάπηρες οι λέξεις να τα πούνε,
η πέτρα είναι, η κίτρινη,
στα δόντια πεθαμένων
κέρματα για τα αντίπερα.
Κτερίσματα πολύτιμα,
τα βρίσκουνε του μέλλοντος οι ειδικοί
διαβάζουνε ποιήματα στα κόκαλα,
το βίο τους διαβάζουν
κι απορούνε.
Η φωνή του ποιητή καταθέτει την παραπάνω διαπίστωση εμπλουτίζοντας έτσι την αυτοαναφορική ποίηση. Για να πεις, όμως, την αλήθεια αυτή, θα πρέπει να έχεις εντρυφήσει στα ενδότερα και της ποίησης και της ζωής, και να έχεις διαπιστώσει (με το αναπόφευκτο κόστος, φυσικά) τη διττή πραγματικότητα. Η μία της πλευρά δείχνει την εγγενή αδυναμία του ποιητικού λόγου να μιλήσει για την ουσία των πραγμάτων, όντας μέσα στη ζωή και διακινδυνεύοντας κάθε μέρα με την καθαρότητα και την αξιοπιστία των λέξεων (κυρίως αποδεικνύοντας το αδύνατον της απόπειρας), προκειμένου να φανεί η άλλη όψη της θνητής παρουσίας. Όσο για την άλλη πλευρά, αυτή (έτσι κι αλλιώς σε προνομιούχο και αθέατο χώρο δείχνοντας) απειλεί συχνά να εγκατοικήσει στον λόγο, προσδίδοντας έτσι ακόμα πιο κρυπτικό και σκοτεινό χαρακτήρα στην ποιητική κατάθεση.
Οι σκέψεις αυτές πηγάζουν από την ποίηση του Ζαχαρία Σώκου, καθώς διαβάζοντας συνειδητοποιώ πως πατάει ταυτόχρονα σε δύο κόσμους, ή να το πω αλλιώς, αντιλαμβάνεται ως σύνολο αδιάσπαστο τη διττή φύση του ενός κόσμου. Είναι άξιο παρατήρησης το γεγονός πως συχνά εισχωρεί σε τόπους αόρατους για να συναντήσει -εκεί στην περιοχή του μη αισθητού- τους προσφιλείς του απόντες, να τους μεταφέρει στην εδώ πλευρά της ζωής και με την αρωγή των στίχων (που όλα τα μπορούν) να δημιουργήσει μια ποίηση στην οποία η ζωή θάλλει σε αδιάσπαστη συνέχεια. Κάπως έτσι μπερδεύεται η ζωή και η μη ζωή μέσα στην ποιητική συνείδηση. Και κάπως έτσι καταργούνται αυτοστιγμεί τα σύνορα ανάμεσά τους.
[…]
Έτσι κι αλλιώς
δεν έχει η γη πατήματα
κι ο ουρανός κρικέλια
κι ο Άρχοντας ο θάνατος
της μοίρας ορντινάτσα
Τότε, όμως, η ποίηση έχει έναν ακόμα λόγο ύπαρξης. Να δείξει το πώς γίνεται αυτή η σύμπλευση, αυτό το αντάμωμα. Ο Ζαχαρίας Σώκος, από την πρώτη συλλογή του, «Άλλα ρούχα», εκδόσεις Γαβριηλίδη, είχε δείξει ότι πατάει με άνεση σ’ αυτά τα θέματα, τα πιο σκοτεινά και ασαφή, και τους προσδίδει μια ανάσα ζωής αυθεντικής. Θυμάται, πολύ πίσω πηγαίνοντας, και με μνήμη καθαρή ενσωματώνει στον λόγο του τις παλαιές μορφές, τις ιστορικές ακόμα και τις μυθικές, όπως στην προηγούμενη ποιητική του πρόταση αναζητούσε τα πρόσωπα σ’ εκείνους τους ομηρικούς ήρωες, κυρίως τους ελάσσονες για να τους χαρίσει την ελάχιστη κι αυτός ποιητική αθανασία. Περισσότερο όμως φέρνει μέσα στον στίχο του τους πιο κοντινούς που έφυγαν, τις νέες αναχωρήσεις.
Στον Υμηττό το έστρωσε
(μνήμη Τάσου Ρεϊζόπουλου)
Καλέ μου Τάσο
σήκω να πάμε στου Κωβαίου
κι ας με νικήσεις
δυο κορδόνια στο μπιλιάρδο
Του Σαββουλίδη
δεν πονάει το στομάχι
μπορεί στο μάθημα
να σε σηκώσει
Έλα,
νταλίκες δίκροκες
στρίβουν στη Μεσογείων,
της μνήμης φτυαρίζουνε
τα ίχνη σαν σβουνιές
και στην πλατφόρμα
τα φορτώνουν
Στον Υμηττό
το έστρωσε ως κάτω
νύφες, νιφάδες κρύβουνε
το πρόσωπό σου,
ξασπρίζουν οι φωτογραφίες σου,
παγώνουν
Τάσο, ξύπνα,
εκείνο τον πολίτικο
να παίξεις το ρυθμό
μπορεί κι ο θάνατος
νταλκάδες να ’χει
Κι ως τραγουδάς
ποτέ μη ξεχαστείς και σταματήσεις
Στην αρματωσιά της η γραφή του έχει, εκτός από τη ζωντανή μνήμη των προσωπικών βιωμάτων, την προφορική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, στη λιτή περιεκτικότητα του οποίου ο Σώκος συχνά καταφεύγει για να βρει το λεπτό νήμα που ενώνει τις λέξεις και τις καθιστά ικανές να αποδώσουν το νόημα, τη σκέψη, κυρίως την αίσθηση του ρυθμού στον λόγο. Έτσι δένουν μέσα στο ίδιο ποίημα τα πρόσωπα που τραγουδήθηκαν στόμα με στόμα από τον λαό, με τον σύγχρονο ποιητικό λόγο που στιχουργεί εδώ πάνω σε παλαιά δοκιμασμένα βήματα. Και ακούγεται σαν ένα αδιάσπαστο δημιούργημα πάνω από χρονικούς περιορισμούς και πέρα από συνδέσεις προσώπων. Η συνέχεια του ποιητικού λόγου. Μια ζωντανή φωνή, ικανή να συγκινεί σήμερα πατώντας σε παλαιούς δρόμους και προσθέτοντας σ’ αυτούς τη δική της πραγματικότητα.
Άσσος μπαστούνι
Μην πας κατά το Παλιοκκλήσι
έπεσε αντάρα στη στροφή
στου Πάνου θα βρεθούνε
Λένε πως στον Αβράδιαγο
βγαίνουν νεράιδες δύστροπες,
νεράιδες κακιασμένες,
σκύβεις νεράκι για να πιείς
και σε τραβάνε μέσα
Μην πας κατά το Παλιοκκλήσι
ξυπνάει για όρθρο η παπαδιά
κι η αντάρα όλο ζυγώνει,
έχεις ρηγάδες στο χαρτί
μα ο άσσος σου μπαστούνι
Αχνίζω στο παράθυρο
κάπνα παραμερίζω,
διπλώνει η μαύρη μπέρτα του
έχει άσσους από χέρι
Μην πας, μην πας,
πικρίζουν τα γλυκόχορτα
και σκώρος στις βελέντζες
Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός, που χαρακτηρίζει την ποίηση του Σώκου, συνέχει μεταξύ τους όλα του τα ποιήματα, είτε αναφέρεται σε προσωπικές του απώλειες, φίλους που γκριζάρουν τώρα σε φωτογραφίες, είτε αναμετρά το μπόι του με την ιστορία του τόπου του, με την ευρύτερη έννοια του χώρου της ιστορίας και της μυθολογίας ή με τη στενότερη του τόπου καταγωγής του, την Αιτωλία. Τόποι και ονόματα, μια πληθώρα ονομάτων μέσα στα ποιήματά του λειτουργούν σαν οδόσημα για να βρίσκει τον δρόμο του και να καθοδηγεί κι εμάς. Είναι, άραγε, μια ποίηση με κοινωνική χροιά, που ξεπερνά το προσωπικό βίωμα και ανοίγεται στον άλλο που ακούει, να τον διδάξει και, αν το κατορθώσει, να του δείξει μια πορεία σωστική; Δεν θα διακινδύνευα να προσδώσω χαρακτήρα πολιτικό στην ποίηση του Σώκου, εκτός φυσικά αν δεχθούμε πως όλα μα όλα έχουν μερίδιο στην πολιτική σκέψη. Αλλά ούτε θα έλεγα πως πρόκειται για μια ποίηση του κλειστού χώρου, μια σκιαγράφηση μόνον της προσωπικής του ζωής με αποδέκτη τον ίδιο. Εδώ όλα μοιάζει να συνομιλούν με τον αναγνώστη. Ακόμα και το δεύτερο ενικό πρόσωπο, που συχνά χρησιμοποιείται από τον ποιητή, ανοίγει σιωπηλό διάλογο, ρωτά και αποκρίνεται, ζητάει συμμετοχή στους κοινούς τόπους μνήμης, στην αναφορά στα πρόσωπα, σε ένα από κοινού κατακτημένο φορτίο ζωής. Ίσως είναι η μοίρα του ποιητή να βάζει μέσα στο ποίημα αυτό που αλλιώς δεν αντέχεται κι έτσι να πορεύεται μαζί του. Μαζί και οι συνοδοιπόροι, παρόντες και απόντες, Παπαδιαμάντης, Καρυωτάκης, Κωστής Παπαγιώργης, κι άλλοι πολλοί, αλλά και ο Μάρκος Μέσκος, δάσκαλος να τον καθοδηγεί στο πώς γράφονται όλα αυτά. Ο μίτος της Αριάδνης εκεί μπροστά του.
έλα να πούμε
νέα ρητά με ρήματα αρχαία
Ο Ζαχαρίας Σώκος γράφει ιστορώντας και ιστορεί γράφοντας. Όσα διασώζει η μνήμη του και όσα φέρει μέσα του ως ιστορική κοινή μνήμη, συνιστούν το σύμπαν της γραφής του. Μια παλλόμενη από ζωή γραφή, με την ταυτόχρονη επίγνωση της θνητότητας, της άφευκτης τελείωσης μιας θνήσκουσας ζωής. Αυτό το συνταίριασμα είναι που ξεχωρίζει τη γραφή του μέσα στις τόσες σύγχρονές της. Και τόσο εύστοχα το δίνει στο (καλύτερο ίσως ποίημα της συλλογής) Απογεύματα του Απρίλη στη Θεσσαλονίκη:
Στους δρόμους της Θεσσαλονίκης
τα απογεύματα,
βαδίζει σε ρυθμούς Ανατολής,
βαλκανική ενίοτε,
ρωμέικη,
ξέχειλη, επαρχιώτικη, ακατέργαστη,
πληθυντική, σπαταλημένη,
η ίδια καλλίστη αρμονία
[…]
Κι ο θάνατος, ο χαμερπής,
εκεί σιμά, εκεί κοντά,
εκεί και παραπέρα,
σελώνει πράσινο φαρί
και μαύρο καλιγώνει,
αυτός ο παλιοπούστης.
Η ζωή, στην πιο ερεθιστική της σαγήνη και προκλητικότητα, αυτή την πρωτόγονη αλλά και καλλιεργημένη ταυτόχρονα, τη γηγενή αλλά και τη φερμένη από άλλους τόπους (τι εύστοχη αναφορά στα πολλά πρόσωπα της Σαλονίκης), αντάμα με τον χάροντα που ορμά να τη συντρίψει σαν ήρωας ενός δημοτικού τραγουδιού καβάλα στ’ άλογο του. Μια εικόνα που όλα τα εμπεριέχει και όλα τα αναβαπτίζει ποιητικά για να τους δώσει νέα ζωή. Μα, και βέβαια η ποίηση μπορεί να το κάνει αυτό το σύζευγμα να φαίνεται όμορφο κι ελκυστικό. Και τότε ίσως να πρέπει να παραδεχθούμε πως οι λέξεις μπορεί να μην είναι τόσο ανάπηρες, όπως σε αφοπλιστική ειλικρίνεια και βαθιά γνώση των μεγεθών, μας λέει ο ποιητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου