Ιπποκράτους 15, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011.
ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
Η «ΕΠΟΧΗ»
Ο Θωμάς Ιωάννου γεννημένος στην Άρτα το 1979 μεγαλώνει στην Πρέβεζα. Σπουδάζει Ιατρική στην Αθήνα και ειδικεύεται στη Νευρολογία. Ποιήματά του δημοσιεύονται ενδεικτικά στα λογοτεχνικά περιοδικά «Σημειώσεις», «Οδός Πανός», «Μανδραγόρας», «Ένεκεν» και στην «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας. Με την πρώτη του συλλογή, την Ιπποκράτους 15, μοιράζεται με τον Θωμά Τσαλαπάτη και τον «κύριο Κρακ» του το κρατικό βραβείο ποίησης πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή. Ενώ ζει και εργάζεται στα Ιωάννινα εμφανίζεται δραστήριος, τόσο στην πρωτεύουσα των Αθηνών όσο και στη Θεσσαλονίκη, υπηρετώντας το ποιητικό μας σώμα, καθώς φαίνεται ως μέρος ή ως εκδοχή της όποιας “εξέλιξής” του. Επίσης, κατορθώνει να “ενσωματωθεί” στη συντακτική επιτροπή του περ. «Τα ποιητικά» των εκδ. Γκοβόστη και πλέον αναμένουμε κι από εκεί την προσφορά του, όπως και τη δεύτερη φωνή του. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως του αναθέτουν και το ποιητικό ανθολόγιο της εφημερίδας Αυγής κατά τον μήνα Μάιο του 2014.
Κατεβαίνω στην περίπτωσή του αυτοσχεδιάζοντας, σχεδόν τζαμάροντας υπό τους ήχους του Ιάννη Ξενάκη, την αποτυχημένη απόπειρα πνιγμού του Κώστα Καρυωτάκη και τα «γνωστά» μυγοχέσματα, δηλ. τα τυπογραφικά στοιχεία, κατά τον Βύρωνα Λεοντάρη. Σκεπτόμενος όμως ταυτόχρονα τόσο την τοπική αναφορικότητα της ποίησής του −που τον βαραίνει− όσο και διερωτώμενος γιατί τελικά επιλέγει ως τίτλο το Ιπποκράτους 15, που φαίνεται να εξαντλείται σε μια προσωπική αναφορά; Ο νέος ποιητής σημειώνει ενδεικτικά στη «Βιαστική ψυχή», δένοντας τους Καρυωτάκη και Λεοντάρη, σε ένα κομβικό ποίημα που τον συνοψίζει θαρρώ, τόσο στην αυτο-θέαση όσο και στην ποιητική του:
Μου έλαχε βιαστική ψυχή
Ήθελε να προλάβει
Πρώτη να φύγει στην εκκίνηση
Δεν περίμενε την πιστολιά του αφέτη
Είχε ακούσει ήδη
Τη γενέθλια πιστολιά της Πρέβεζας
Εκτινάχθηκε απ’ τη βαλβίδα ασφαλείας
Να κόψει πρώτη το νήμα της ζωής
Να σπάσει το φράγμα του ήχου της ήττας
Με τον «ήχο της ήττας» να μας παραπέμπει στη «γενιά της ήττας» και στην οπτική του Λεοντάρη, αλλά και με «τη γενέθλια πιστολιά» να μας πηγαίνει προς την «επιλογή» του να ταυτιστεί ίσως –τουλάχιστον αφετηριακά– με τον αυτόχειρα της Πρέβεζας, τον Καρυωτάκη.
Ένας «καρυωτάκης» που φέρεται επίμονα ως φορέας της «αποξένωσης» και της αδρανοποίησης −όπως αυτή εκδηλώθηκε στην περίπτωσή μας πρώτα στον μεσοπόλεμο− επιπρόσθετα όμως, στην περίπτωση που μας απασχολεί εδώ, επιφορτισμένος με την «αδιαφορία», τον «φόβο», την αμηχανία και την κυνικότητα της εποχής μας, όπως αυτή εκδηλώνεται πρωτίστως ως σημασιολογική δομή, ως η ιδεολογία δηλαδή της «πολυπρισματικότητας» και της ρευστότητας του σύγχρονου διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Μια “εποχή” και η οικονομία της που καταγράφονται ενδεικτικά και «πειστικά» στο ποίημα «Το ύψος της αποτυχίας». Διαβάζουμε λοιπόν:
χωρίς πρόσωπο στην αγορά
Προσημειώνεται η ύπαρξή σου
αλλά και:
Ενέχυρο την έβαλα
Για μια καλύτερη ζωή;
[…] «απασφαλίσετε
Αυτή τη χειρογραφοβομβίδα
(«Ασφάλεια ψυχής»)
ποίημα που δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδο στο περιοδικό Ένεκεν του Απρ.-Ιουν. 2011 (τχ. 20), την περίοδο δηλαδή που όχι απλά οργανώνονταν αλλά ήδη οδεύαμε στην ελεγχόμενη μας χρεοκοπία. Ένας «έλεγχος» που εκτόνωσε το κυρίως βάρος πάνω μας –απαλλάσσοντας τα κέντρα κυρίως του Βερολίνου και του Παρισιού–, διαλύοντας έτσι σε ένα σημαντικό βαθμό, πέρα από τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, τον κοινωνικό ιστό και την μεσαία μας τάξη.
ΕΝΑΣ ΓΚΡΕΜΟΣ, ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΗ,
ΚΑΙ Η ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ
Ο νέος ποιητής μας λοιπόν ορμά προς έναν κειμενικό γκρεμό σκηνοθετώντας τον εαυτό και την σκηνή με τον «φακό της γραφίδας του». Μας λέει μάλιστα με μια δόση ευκολίας:
Επιδέξιοι σκιέρ
Τεχνίτες του στίχου
αλλά και:
Θα βρεθείς σε κάποιο γκρεμό
Ξεχνώντας να βάλεις τελεία
[…] Παράτα τα όσο είναι καιρός
Έρχεται χιονοθύελλα
Κι είμαστε πια οριστικά αγνοούμενοι
Ανάμεσα σε τόσα αποσιωπητικά
(«Δελτίο Θυέλλης»)
δηλώνοντας με τέχνη −πέρα από το δέσιμο της ποιητικής με τη ζωή− την ανασφάλεια του, και δικαιολογώντας ίσως εν μέρει το πάτημα, πάνω από το «κανονικό», στους ώμους τρίτων-ομότεχνων. Ο Λεοντάρης συγκεκριμένα εμφανίζεται στο μότο που ανοίγει το σύνολο της συλλογής κι εύλογα αναρωτιόμαστε πώς κάνει ένας φαινομενικά καλός ποιητής ένα τέτοιο λάθος; Μας παραθέτει λοιπόν: «Να απελπιστώ λοιπόν ας έχω αυτό τουλάχιστον το θάρρος» (Βύρων Λεοντάρης). Κι εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως κάποιος που σημειώνει «πως απαιτείται θάρρος για να απελπιστεί», απέχει −κατά τη θεώρησή μας πάντοτε− αρκετά από τη στόφα των τραγικών και των ιδιόρρυθμα σακατεμένων, των αριστοτεχνικά ιδιοφυιών και ανισόρροπα ισορροπημένων, αλλά και μονοκόμματα ταγμένων ανθρώπων. Είναι σαν να δηλώνει ενδεχομένως πως του αρκεί να είναι δεύτερος. Είναι βέβαια και αυτή μια «στάσις, νιώθεται». Κι εδώ ίσως να εντάσσεται κι η αποδοχή και το μοίρασμα του κρατικού βραβείου ποίησης (του πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή) με τον Θωμά Τσαλαπάτη, όπως και η βιασύνη του “γενιο-κεντρικού” Γιώργου Μαρκόπουλου που σημειώνει με αφορμή τον «Κύριο Κρακ» του συν-βραβευμένου ποιητή: «Ο Θωμάς Τσαλαπάτης με βάση τα θεωρητικά κείμενά του που έχουν δει μέχρι τώρα το φως της δημοσιότητας στις εφημερίδες αλλά και στα πιο έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας θεωρείται ήδη ένας από τους πιο σημαντικούς, αν όχι ο σημαντικότερος, κριτικός της γενιάς εκείνης που εμφανίστηκε στην ποίησή μας λίγο πριν ή λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000, κάνοντας πράγματι ιδιαίτερη αίσθηση αλλά και κομίζοντας μιαν άλλη φρεσκάδα με τα δικά της γνωρίσματα», συγκρατώντας φυσικά πως μιλάμε για ανθρώπους που βρίσκονται στα τριάντα τους μόλις χρόνια και πως ο Θ.Τ. το 2000 (+-) που αναφέρει ο Μαρκόπουλος ήταν μόλις 16 χρονών.
ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ: Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Ας σταθούμε όμως σύντομα στις εμμονές του Ιωάννου όπως αποκαλύπτονται σε αυτή την πρώτη συλλογή. Ο Καρυωτάκης πρωταγωνιστεί άμεσα ή έμμεσα −φανερά ωστόσο− σε πέντε τουλάχιστον ποιήματα, με την σκιά του να επιβαρύνει και να σκεπάζει κι άλλα. Σε ορισμένα προκαλεί ιδιαίτερες φωτοσκιάσεις κι άλλου τύπου αντανακλάσεις με έναν ήχο υπόκωφο και μερικώς αφομοιωμένο, αλλά και μεταποιημένο κατά περίπτωση. Η συλλογή επίσης εμπεριέχει πάνω από δέκα ποιήματα με θέμα την ποιητική, τον ποιητή ή το ίδιο το ποίημα, ενώ η ποιητική “γενιά” κάνει την εμφάνιση της επίσης μια φορά, σε μια συνολικά υπερβολική δόση. Επτά ποιήματα δηλώνουν ή και δομούνται γύρω από την ιατρική ιδιότητα και το περιβάλλον της (βλ. ενδεικτικά την πρακτική της εφημερίας). Επίσης, αρκετά ποιήματα ερωτικά, σε διάφορες επικαλυπτόμενες εκφάνσεις παίζουν εμμονικά και επαναλαμβανόμενα, γύρω από τον ανεκπλήρωτο έρωτα και τη μη πληρότητα του προσώπου μέσω του έρωτα (η αφήγηση ή η μνήμη είναι έντονα παρούσα εδώ), ενώ φορές ο ποιητής-ιατρός εμφανίζεται στη συνείδηση του κατώτερος των προσδοκιών του, ασκώντας και την αυτοκριτική του. Σε αυτά τα πλαίσια, αξίζει να σημειωθεί, πως η αδυναμία της μνήμης −ως μια άλλου τύπου διαφύλαξη− δηλώνει ιδιότυπα και επιτυχημένα παρόν. Άλλα «θέματα», τέλος, όπως των αθλημάτων, του τζόγου και του παιγνιδιού, “θυμίζοντας” εδώ και τον ποιητή-κριτικό Αντώνη Ψάλτη, εμφανίζονται στη συλλογή καθιστώντας δυνατή και μια άλλη «σύνθεση-άρθρωση» και άρα ανάγνωση του όλου της συλλογής μέσω κι αυτών των κατηγοριών.
Οι προθέσεις του ποιητή φαίνεται να ξεκαθαρίζουν συνοπτικά στο ποίημα «Χρόνιο περιστατικό». Σε ένα μετα-σαχτουρικό −πέρα από καρυωτακικό− κλίμα βλέπουμε τον ποιητή να περνά στο δίπολο θνητότητας-έρωτα, θυμίζοντας μέχρι και το Ασθένεια προς θάνατον του Κίρκεγκωρ. Ως ποιητής-ιατρός προς θάνατον στη περίπτωσή του λοιπόν μας λέει:
Και τα λευκά χάρτινα κύτταρα
Να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα
Καταλαμβάνοντάς με
Έως μυελού των οστέων
(«Ποιητής τελικού σταδίου»)
Εδώ να υπογραμμισθεί κι ένας καφκικός τόνος με μια όμως αλλιώτικη «χρωματικότητα», καρκινικού, ίσως μικροβιολογικού τύπου. Το τρίπολο έρωτας-ιατρική-ποίηση το συναντούμε και στο:
Ξέρω, δε θα βρεθεί αντίδοτο
Στο δηλητήριο της ύπαρξης
Φαρμακωμένοι θα φεύγουμε
Από την ξενιτειά του κόσμου
όπως και στο:
Έτσι και τα φιλιά μας πικρίζουν κάποτε
Είναι τότε που τα λόγια μας
Σταλάζουν τη μελάνη τους
Στους βλεννογόνους της νύχτας
για να κλείσει με τον στίχο: «Έστω μια απλή περιποίηση τραυμάτων», υπενθυμίζοντας μας σε μια αντιστροφή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον οποίο εξάλλου θυμόμαστε και στο «Το υστερόγραφο του έρωτα»: «Ας θυμηθούμε εκείνους που εξομολογήθηκαν/ Με αναμμένα κάρβουνα στο στόμα τους».
Ποίημα που δένει την ποιητική με την ιατρική ιδιότητα του ποιητή είναι και τα «Μέτρα προστασίας»: «τα σημάδια στο σώμα μας/ Άλλαξαν χρώμα και μέγεθος/ Και προβάλλουν ως τίτλοι τέλους», ενώ η διστακτικότητα κι ένας τύπος «μυγιάγγιχτου», θα λέγαμε, ψυχισμού παρατηρείται στο «Παράλυση βλέμματος» με τους χαρακτηριστικούς στίχους: «Πασχίζεις/ Nα καθαρίσεις το πρόσωπό σου/ Από τα βλέμματα των άλλων». Η απόσταση-πίεση του ποιητή από την άλλη εκδηλώνεται επιτυχημένα στο «Δεν αστειεύεται» και η μη προσαρμογή επίσης στο φαινόμενο του κόσμου, συνδυασμένη με μια απόσταση πάλι, συναντάται στο ποίημα «Εγκατάλειψη εαυτού». Ο έρωτας που δεν οδηγεί στην πληρότητα είναι επίσης παρόν και εδώ. Διαβάζουμε:
Τι θα της πεις που άλλη μήτρα δε γνώρισες
Παρά μονάχα κόλπους όπου
Ως κύμα ορμητικό ριχνόσουν
Κι έπειτα αποσυρόσουν
Με σπλάχνα στείρα ζωής
όπως και στους στίχους: «Πρόσφυγας από σώμα σε σώμα», «Τα χνώτα σου μυρίζουν μοναξιά», αλλά κυρίως στο:
Σώμα που τα ’βαλες με τη βαρύτητα
Τραγούδα το πένθιμο και κατακόρυφο
Εμβατήριο σου
Με όλη την ένταση του τέλους
σε μια από τις καλύτερες ίσως στιγμές του, που όμως και πάλι πηγάζει με αρκετή ορμή από τον Καρυωτάκη.
Τα ποιήματα συνολικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βιωματικά −τουλάχιστον στη διάθεσή τους− συνδυασμένα με μια εκ των υστέρων τοποθέτηση νοητικής προτεραιότητας, όπου αποκαλύπτουν πρωτίστως το πρόσωπο του ποιητή, το οποίο φέρεται κυρίαρχα να εξέχει, παρά την όποια διστακτικότητα και την ευγένεια του (μια ρίζα των παραπάνω βλέπουμε ενδεικτικά στο «Απώλεια ύψους»). Τα παραπάνω συνδυασμένα με την αμηχανία συναντώνται στο ποίημα «Αμήχανοι εκ γενετής»:
Δεν ξέρουμε
Τι να κάνουμε
Το στόμα και τα χέρια μας
[…] Και χρησιμοποιούμε την ποίηση
Αυτή τη διάλεκτο των νεκρών
Κάνοντας σήματα καπνού στο πουθενά
όπως και στο: «Δεν ξέρουμε/ Να φιλάμε και ν’ αγγίζουμε», προσπαθώντας ίσως να μιλήσει για μια “γενιά”, τη “γενιά” του, γενικεύοντας φυσικά αποτυχημένα, και βλέποντας ενδεχομένως ταυτόχρονα την ποίηση ως υποκατάστατο του έρωτα. Το «πουθενά» του ποιήματος φαίνεται να ταυτίζεται στην περίπτωσή του με την παραίτηση, γυρνώντας μας άλλη μια φορά στον «μισθωτό που χτες ξεβράστηκε» και στο «πρωί πρωί τι θέλει ο υποχόνδριος» κατά τους Ισολογισμούς του Γιάννη Δάλλα, που αναφέρονται στον αυτοκτόνο της Πρέβεζας.
Το «εγώ» του ποιητή, συγχρονισμένο με την εποχή και ίσως μακριά από την ιδιοσυστασία του, δείχνεται γενικά διογκωμένο, συνοδευόμενο όμως ταυτόχρονα με την απόφαση της παραίτησης. Βλέπουμε ενδεικτικά στο ποίημα «Μελλοζώντανος»:
Όπλιζα τα κοντόκαννα λόγια μου
Μήπως κάποτε σημαδέψουν σωστά
[…] Ίχνη μιας γραφής που στράφηκε εναντίον σου
Που δε θα πυροδοτήσει ποτέ
Μια κατά ριπάς πραγματικότητα
και:
Διάτρητος από λάθη
Μελλοζώντανος
Που παρακαλεί να του δοθεί
Η χάρη να πεθάνει
εφαπτόμενος κι με άλλα όμοια, που τείνουν όμως −έστω και ως ψήγματα− προς το μελοδραματικό.
Ψήγματα τέλος ενοχής συναντούμε στο «Σημείο τήξεως» και στον ενδεικτικό στίχο «Τα κατά συρροή εγκλήματα της σάρκας». Χαρακτηριστικοί και επιτυχημένοι επίσης είναι οι ακόλουθοι στίχοι που αξίζει να συγκρατηθούν:
Σε τέτοιες ακραίες συνθήκες
Ίσως μόνο η ποίηση μπορεί
Με τα σκουριασμένα εργαλεία της
Να καταγράψει με ακρίβεια
Την ισοηλεκτρική γραμμή της ύπαρξης
και που μας περνούν σε μια κάποια, έστω μετρημένη «λύση», δηλ. στην ίδια την ποίηση που «ίσως μπορεί». Κι ακολουθεί η παραδοχή –έστω κι αν το ποίημα είναι σατιρικό και όχι αυτοσατιρικό− ή αλλιώς η «περιγραφή» της ταυτότητας: «Ένα εξωτικό ωδικό πτηνό πια/ Στο χρυσό κλουβάκι της ζωής/ Παπαγαλίζεις όνειρα» κι η αυτονόητη ακόλουθη παραίτηση («Παπαγαλεία ονείρων»). Και το συμπέρασμα; Μάλλον το συναντούμε στο ποίημα «Μας τρέχουν τα λόγια». Το ποίημα αρχίζει: «Μας μπουκώσανε με τη ζωή/ Με το κουτάλι φάγαμε/ Το δήθεν θαύμα της», για να κλείσει: «Μας τρέχουν τα λόγια/ Σαλιαρίζουμε με αλληγορίες/ Αλλά δεν μπαίνουμε στο ψητό», κρίνοντας εδώ, παραφράζοντας τον Καβάφη, πως πρόκειται για «πράγματα συμπαθητικά, δικά μας, ποιητικά», αλλά μέχρι εκεί.
Συνοψίζοντας κατά κάποιον τρόπο, τα ποιήματα του Ιωάννου σπιθίζουν από ένα μίγμα μελαγχολίας, ευφυΐας και μιας γλυκιάς ειρωνείας, που προκύπτει τόσο από την ιδιαίτερη απόσταση που διατηρεί από τον εαυτό του, ως δρώμενο και ως αυτόματο, όσο και από τις δυνάμεις και τις εκφάνσεις της εποχής. Μια απόσταση που διατηρείται και είναι διπλή, τόσο ως απόσταση μιας «ψυχής» που μαλακώνει σε σημεία στην πορεία της στο ρευστό του κόσμου (ας την ονομάσουμε απόφαση του νου), και που ίσως το παρατηρεί χωρίς να εφάπτεται απαραίτητα μαζί του, κι από την άλλη μια απόσταση που πιθανώς ριζώνει στα παιδικά βιώματα και την διαμόρφωση του τότε ψυχισμού σε μια τύπου προσκόλληση (ας την χαρακτηρίσουμε αυτή την απόσταση «συναισθηματική»). Έτσι σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως ένα μέρος του ποιήματος, αλλά και της συλλογής, προκύπτει από τον νου και ένα υπόλοιπο από την ψυχοσύνθεση, χωρίς όμως να προχωρούν απαραίτητα αυτά τα δύο σε μια διαλεκτική σύνθεση. Πρόκειται για μια ποίηση «τελικά» που έχει τις ρίζες της στον τόπο των παιδικών και εφηβικών χρόνων και μυθοποιείται εν μέρει εκ των υστέρων με απόφαση (εδώ εντάσσεται η «Πρέβεζα» και η μυθολογία του Καρυωτάκη) σε μια κίνηση αντι-αντί-ηρωική, ως αντίποδας δηλαδή στον αντιήρωα του Ελπήνορα του Σεφέρη και του Σινόπουλου, μυθοποιώντας τελικά τους ίδιους τους ποιητές (τους Καρυωτάκη, Ελύτη και Λεοντάρη) και τελικά την ίδια την ποίηση, ως συμβάν αλλά και ως στάση κοινωνικής ολίσθησης στο «δύσβατο» του κόσμου, που θα αδρανοποιούσε ενδεχομένως τον εν λόγω ποιητή με αυτόν τον νου και αυτή την ψυχοσύνθεση −αν στερούνταν του όπλου-εργαλείου της ποίησης. Έτσι το στοιχείο της μη προσαρμογής και της αποδοχής του «απέναντι», κι από εκεί η ανάγκη της μυθοποίησης των προσώπων, φαίνεται να τον συνοδεύουν εξ αρχής, ως μια καταστατική λύση ενός a priori αδιεξόδου. Μια απόσταση που σε ένα άλλο σάρωμα αποκαλύπτεται και πάλι διπλή, αυτή τη φορά ως αδυναμία «σύνθεσης» κι ως μάκρος (βλ. τα «κοντόκοννα λόγια»). Κι εδώ είναι που εντάσσονται θεωρώ και τα ιδιαίτερα ποιήματα ποιητικής.
ΑΝΤΙ ΕΞΟΔΟΥ
«ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΕΚΕΙ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΙ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ»
Ο κίνδυνος του πνιγμού ή του καταποντισμού τέλος −δηλ. η αυτοκτονία μέσω του υγρού στοιχείου ή και η παύση της γραφής− είναι υπαρκτός. Εξάλλου εξ αρχής φαίνεται πως ριζώνει στον αυτόχειρα της Πρέβεζας, καθοριζόμενος από τη μυθολογία της γενέτειρας του. Κι αργότερα με λυρισμό στέκεται έξω από το διαμέρισμα του Ελύτη, καθώς μας ενημερώνει σε σημείωμα του, διαβάζοντας το όνομα του στο κουδούνι. Αντί να εισέλθει σπάζοντας την πόρτα ή έστω να χτυπήσει το κουδούνι του νεκρού και να ανοιχτεί ίσως σε άλλες περιοχές.
Εκνευρισμένος πέρα από τη φύση του «πραγματικού» και με τα «μυγοχέσματα» (τα τυπογραφικά στοιχεία που μας ενώνουν) σαν άλλος Λεοντάρης, προσπαθεί ενδεχομένως να βρει μια λύση, εκεί που είτε δεν υπάρχει πρόβλημα, είτε το πρόβλημα σαφώς κι είμαστε εμείς. Ο «επερχόμενος κατακλυσμός της ύλης» (για να θυμηθούμε ξανά τον ποιητή Δάλλα), με τέχνη και προσπάθεια μετατίθεται στην περίπτωσή του, τοποθετώντας τον σε ένα μεσοδιάστημα, μεταξύ δύο θανάτων ή δύο αυτοκτονιών, ώστε να μπορεί να δίνει ποιήματα ή έστω μέρη ποιημάτων, κάνοντας την παρουσία του αισθητή.
Πρόκειται με άλλα λόγια για μια διστακτική και ευγενική ψυχή που σπρώχνεται από το τρέχον ποιητικό φορτίο που επιλέγει και της ταιριάζει (πρωτίστως του Καρυωτάκη και του Λεοντάρη), αλλά και την τρέχουσα ποιητική και ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα στην οποία περίτεχνα καταφέρνει να σταθεί και να φανεί. Μια «πραγματικότητα» στην οποία φαίνεται να μετέχει λόγω του «νόμου» της αδράνειας, αλλά και «κάνοντας σλάλομ», και που στην περίπτωσή του μεταποιείται σε ποίημα, αλλά όχι στο σύνολο της, καθώς δεν χωνεύεται και δεν δένει ως σύνολο. Εδώ να σημειωθεί πως προφανώς δεν βοηθάει κι η «λανθασμένη» απόφαση του να εμφανιστεί με πέντε τυπογραφικά, δηλαδή με ογδόντα σελίδες. Με σαρκίο εν μέρει δανεικό λοιπόν και στιγμιαίες αμηχανίες, σαν κρεμμύδι σιγά-σιγά, και ενίοτε με έναν τσαμπουκά που ξαφνιάζει, αποκαλύπτει τον ψυχισμό του. Μια ποιητική φωνή που έχει τραβήξει την προσοχή μας και θα την παρακολουθήσουμε βεβαίως στην εξέλιξή της, τουλάχιστον ως την δεύτερη της συλλογή, έστω κι αν φαίνεται αμήχανη σε σημεία και ενίοτε ας κομπιάζει.
Έχουμε να κάνουμε τελικά με ποιήματα που δεν λειτουργούν απλά ως μερικώς αυτόνομες κατασκευές, αλλά και με «τρόπους» που δείχνουν μια εύπλαστη, ευαίσθητη και ιδιόμορφα ρηγματώδη και πορώδη ψυχή, που σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον, τόσο στην κίνηση της όσο και στο τέλμα της. Συνεσταλμένος, αιχμηρός και υγρός έχει καταθέσει ήδη ως ποιητής, αλλά κι ως κριτικός δοκιμιογράφος, την ιδιότυπη εκδοχή του και φαίνεται πως έχει να δώσει κι άλλα δικά του, μελλοντικά και αναγνωρίσιμα μέσα στην όποια εμβέλειά τους. Περιμένοντας λοιπόν τις επόμενες εξίσου μετρημένες και προσεκτικές κινήσεις του, ας κλείσουμε με το ομώνυμο ποίημα της συλλογής:
Και ούτε μια στάλα σμίξιμο
Δεν απομένει στην αφή
Κι εκεί που έλεγες θα μας σκεπάσει
Ένας ποταμός, ένα ρέον πάθος ορμητικό
Που θα σαρώσει τα φράγματα
Μια στέγνα τώρα στο στόμα
Και οι λέξεις μας ξεζουμισμένες
Τι γύρευες στην Ιπποκράτους
Με τα μαλλιά σου λυτά;
Ένα σμάρι φόβων
Που διέσχιζε την άπνοια
Αργοπορούσε η μέρα στο πρόσωπό σου
Και τα δάχτυλά σου ξεχάστηκαν
Επάνω στο παλτό μου
Λες και γύρευαν το κουμπί μου […]
Και ο ήλιος εκεί
Να στέκει παρείσακτος»
(«Ιπποκράτους 15»)