Η τρύπα στο γιορτάσι του Δωδεκαήμερου
Μ’ αρέσει ν’ ακούω ραδιόφωνο οδηγώντας σε μεγάλες διαδρομές. Και κάθε φορά συντονίζω τον δέκτη σε τοπικούς σταθμούς. Μ’ αρέσει να γίνομαι ωτακουστής των πόλεων. Να στήνω αυτί και να ενημερώνομαι για τις έγνοιες και τις διαφορές στις τοπικές κοινωνίες.
Σε μια τέτοια συζήτηση, σε θεσσαλική πόλη, οι δημοσιογράφοι της πρωινής εκπομπής συζητούσαν με τους καλεσμένους τους για τον τρόπο που η πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά του τόπου θα μπορούσε να φέρει επισκέπτες στην τοπική αγορά. Αγωνιούσαν για την προοπτική ο τόπος τους να αρπάξει ένα σημαντικό μερίδιο της πληθυσμιακής ροής σε γειτονική πόλη.
Διαφωνούσαν για την υποβαθμισμένη καλλιτεχνική εκπροσώπηση στην επίσημη έναρξη της περιόδου των εορτών του Δωδεκαημέρου. Ανέφεραν ως πρότυπο τον τρόπο που έδρασαν άλλες πόλεις, που εξασφάλισαν την παρουσία δημοφιλών ποπ τραγουδιστών.
Απέτισαν φόρο τιμής στις δημοτικές αρχές, οι οποίες ανάγκασαν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα να αναδείξουν την πρωτοβουλία τους. Σκορδοκαΐλα τους αν ο χώρος γύρω από το δέντρο θύμιζε μια μεταμοντέρνα πίστα ποπ-λαϊκο-ροκάδικου χώρου διασκέδασης.
Προφανώς, δεν ενοχοποιείται η δράση των δημοτικών αρχόντων να μαλακώσουν την ψυχή των δημοτών τους. Να χαϊδέψουν και να ποτίσουν με το ροδόσταμο της προσμονής όσους ζουν στους δρόμους. Εκείνους που τους έχει κουράσει ο μαραθώνιος της επιβίωσης. Τους γονείς που μετέρχονται μαγικά κόλπα για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο.
Ολοι έχουμε ανάγκη από το φως. Να σκορπίσουν τα σκοτάδια από τους λερωμένους δρόμους των πόλεων. Που πνίγονται στην απελπισία και τη μοναξιά σαν πέσει το σκοτάδι. Και η νύχτα είναι μεγάλη. Χρειαζόμαστε τα φώτα. Να στολιστούν οι πόλεις. Να τονωθεί η διάθεσή μας. Μπορεί να αφαιρέσουν λίγα γραμμάρια από τη συνεχή και επιδεινούμενη δυσφορία. Από την ψυχοδιαβρωτική λαίλαπα των Χριστουγέννων, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Μανουσέλης στην «Εφ.Συν.» του Σαββατοκύριακου.
Ομως, κάποιοι δημοτικοί άρχοντες ξεστρατίζουν στις επιλογές τους. Νοιάζονται περισσότερο για τη δική τους προβολή και λιγότερο για τον βουβό πόνο, για τη σαρκοβόρα μοναξιά που σέρνει τα πόδια της λίγα μέτρα μακρύτερα από τον υπέρλαμπρο ουρανό του χριστουγεννιάτικου δέντρου τους.
Αποδύονται σ’ έναν αγώνα κατάκτησης του ρεκόρ για το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Προσκαλούν δημοφιλείς καλλιτέχνες με σκοπό να γίνουν το επίκεντρο της προσοχής.
Ξεχνούν, όμως, την τρύπα που υπάρχει στη γιορτινή ατμόσφαιρα. Που κάνει τα βήματα όλων μας πιο βαριά όσο έρχεται πιο κοντά το μεγάλο γιορτάσι. Είναι οι απελπισμένοι. Αυτοί που χτυπήθηκαν ανελέητα από την κρίση.
Που έχουν ανάγκη από ένα πιάτο φαΐ -κι όχι μόνο επετειακά. Που δεν θέλουν η δυστυχία τους να μπαίνει στη ζυγαριά του πολιτικού αμοραλισμού. Που αγανακτούν όταν οι μεγάλες δυσκολίες στη ζωή τους γίνονται πυτιά για να ψαρέψουν περισσότερες ψήφους στις εκλογές.
Οι γιορτές επιβαρύνουν τη δυσανεξία. Αναμφίβολα. Ομως, η εντυπωσιοθηρία πληγώνει. Ξοδεύονται χρήματα που μεγαλώνουν την τρύπα της γιορτινής ατμόσφαιρας. Εστω, για όσους μπορούν να σκεφτούν και τους πενόμενους. Τους μοναχικούς. Τους ξεσπιτωμένους. Τα θύματα των πολέμων και των καταστροφών. Αυτούς που δοκίμασαν τη βιαιότητα του βιασμού των ιδεών και του σώματός τους.
Θα ήταν υπερβολικό να συγκλονιστούν από τη φωτογραφία που δημοσίευσε ο φωτογράφος Κέβιν Κάρτερ στη δεκαετία του 1993. Αποτύπωση μιας ανθρωπιστικής καταστροφής στο νότιο Σουδάν. Με στοιχειώνουν οι ζωντανές αναμνήσεις θανάτων και πτωμάτων και θυμού και πόνου, δήλωσε ο ίδιος δίνοντας εξήγηση για τα αίτια που τον οδήγησαν, λίγο μετά, στην αυτοκτονία.
Για πολλούς συνανθρώπους μας τέτοιες φωτογραφίες ξεχνιούνται εύκολα. Ωστόσο, η φωτογραφία του Κάρτερ μάς στοιχειώνει, μέρες που περιμένουμε το γιορτάσι του Δωδεκάμερου. Δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε πως η φωτογραφία του με το όρνιο που περίμενε υπομονετικά τον θάνατο του μικρού κοριτσιού για να το κατασπαράξει, είναι τραγικά επίκαιρη.
Το Χαλέπι στοιχειώνει τη μνήμη. Οι πρόσφυγες και τα ξεβρασμένα πτώματα των προσφυγόπουλων κρατούν σε εγρήγορση τη συνείδηση. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Είναι μεγάλο το φορτίο του πόνου. Και τα όρνια της εποχής μας αδημονούν να κατασπαράξουν τα κουφάρια των αδύναμων. Ζητούν αίμα. Θύματα. Περικοπές παντού. Ηδονίζονται από τον πόνο.
Το γιορτάσι είναι κοντά. Εχουμε ανάγκη να ξεδώσουμε. Ομως, υπάρχουν και οι πονεμένοι. Τα θύματα της κρίσης. Οι ξεσπιτωμένοι των πολέμων. Ισως, θα ήταν καλύτερο το γιορτάσι αν κάναμε κάτι και γι’ αυτούς.
* καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου